Πηγή Φωτογραφιών: Google Images
Το ψευδώνυμο «Μαύρη Ντάλια» δόθηκε μετά θάνατον στην Ελίζαμπεθ Σορτ από τον αμερικάνικο Τύπο, ο οποίος αρέσκονταν στο να δίνει σε σοβαρά εγκλήματα μυστηριώδη προσωνύμια. Η προέλευση του ονόματος είναι ποικίλη, καθώς άλλοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για προσαρμογή του τίτλου της ταινίας «Η Γαλάζια Ντάλια » του 1946, ενώ άλλοι πως οφείλεται στο ντύσιμο της νεαρής Σορτ, η οποία συνήθιζε να ντύνεται σαν στάρλετ με μαύρα ρούχα και λουλούδια στα μαλλιά.
Στις 15 Ιανουαρίου 1947, κάποια γυναίκα, ονόματι Μπέτι Μπέρσινγκερ επισκέφτηκε το πάρκο Λάιμερτ στα δυτικά της Λεωφόρου Σάουθ Νόρτον, στο Λος Άντζελες με την τρίχρονη κόρη της, όταν παρατήρησε λίγο πιο μακριά μια παρατημένη κούκλα, γεγονός που της κέντρισε το ενδιαφέρον. Πλησιάζοντας να δει καλύτερα, αντίκρυσε το κατακρεουργημένο άψυχο σώμα μιας νεαρής κοπέλας. Το σώμα ήταν κομμένο στην μέση, χωρίς εντόσθια, πλυμένο και πλήρως αφαιμαγμένο, ενώ το πρόσωπό της ήταν κομμένο από τις άκρες των χειλιών της μέχρι τα αυτιά της, δημιουργώντας το αποκαλούμενο «χαμόγελο της Γλασκόβης». Λίγο καιρό αργότερα, το σώμα ταυτοποιήθηκε και όρισε ως θύμα την Ελίζαμπεθ Σορτ.

Η Σορτ γεννήθηκε στη Βοστώνη και ήταν κόρη του Κλέο Σορτ και της Φοίβης Μέι Σόγιερ. Μεγάλωσε σ' ένα προάστιο της Βοστώνης, με τον πατέρα της να εργάζεται ως χτίστης μίνι γηπέδων γκολφ μέχρι το κραχ του 1929, όταν κι έχασε τα περισσότερα χρήματά του. Λίγο καιρό μετά, η τύχη του πατέρα της Σορτ αγνοείτο, καθώς, ξαφνικά, πάρκαρε το αυτοκίνητό του σε μία γέφυρα κι έπειτα εξαφανίστηκε, οδηγώντας τους περισσότερους να σκεφτούν πως μάλλον αυτοκτόνησε.
Μετά την εξαφάνιση του Κλέο Σορτ, η γυναίκα του μετακόμισε στο Μέντφορντ με τα παιδιά της και εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος για να μπορεί να τα στηρίξει οικονομικά, ενώ λίγο καιρό μετά και προς έκπληξή της έλαβε ένα απολογητικό γράμμα από τον σύζυγό της, ο οποίος, τελικά, ήταν ολοζώντανος και ζούσε στην Καλιφόρνια.
Η παιδική και εφηβική ηλικία της μικρής τότε Ελίζαμπεθ δεν ήταν εύκολη, καθώς υπέφερε από άσθμα και βρογχίτιδα, με αποτέλεσμα η μητέρα της να τη στείλει σε περιοχές με εύκρατα και χωρίς υγρασία κλίματα, όπως το Μαϊάμι, τη Φλόριντα και το Βαλέχο της Καλιφόρνιας, όπου έμενε με τον πατέρα της, τον οποίο είχε να δει αφότου ήταν έξι χρονών.
Η ζωή με τον πατέρα της είχε συχνές μετακινήσεις και η κοινή τους «πορεία» έληξε μετά από έναν καυγά, όποτε και η Σορτ αποφάσισε να τον εγκαταλείψει, στις αρχές του 1943.
Πλέον, η Σορτ έμενε μόνη και ξεκίνησε να εργάζεται ως υπάλληλος σε αμερικανικό στρατόπεδο, ενώ, πολύ σύντομα, έμπλεξε στα δίχτυα του νόμου, όταν συνελήφθη από την αστυνομία για κατανάλωση αλκοόλ, κάτω από το επιτρεπόμενο όριο ηλικίας, αναγκάζοντάς την να επιστρέψει στο Μέντφορντ, όπου έμενε η οικογένειά της.
Η Σορτ αθέτησε τη «συμφωνία» με την αστυνομία και επέστρεψε στη Φλόριντα, κάνοντας αραιές επισκέψεις στο Μέντφορντ. Στην Φλόριντα γνώρισε τον Ταγματάρχη Μάθιου Μάικλ Γκόρντον τον νεότερο, έναν παρασημοφορημένο αξιωματικό των Αμερικάνικων Εναερίων Δυνάμεων, με τον οποίο αρραβωνιάστηκαν. Παρόλ' αυτά ο γάμους τους δεν έγινε ποτέ, καθώς ο Γκόρντον πέθανε σε μία πτώση αεροπλάνου, στις 10 Αυγούστου του 1945, με την Σορτ να επιστρέφει στο Λος Άντζελες, τον Ιούλιο του 1946, όπου και πέρασε τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής της.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο, η φιλόδοξη Σορτ ξόδευε υπέρογκα ποσά σε φορέματα, βασιζόμενη σε άνδρες για να πληρώσει για το φαγητό της, οδηγώντας πολλούς δημοσιογράφους να τη χαρακτηρίζουν σε πρωτοσέλιδα, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία και ενδείξεις πως είχε σεξουαλικές σχέσεις μαζί τους, ως ξεπεσμένη ηθοποιό και πόρνη πολυτελείας. Τους τελευταίους μήνες πριν τον θάνατό της, φέρεται να έκανε έξαλλη ζωή, αφότου, μάλιστα, είχε παραιτηθεί απ’ τη δουλειά της και τριγυρνούσε στους δρόμους όλη μέρα, μέχρι να βρει κάπου να περάσει τη νύχτα.
Μετά από την ταυτοποίηση της Ελίζαμπεθ, δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Los Angeles Examiner» επικοινώνησαν με τη μητέρα της νεκρής, λέγοντάς της πως η κόρη της είχε κερδίσει έναν διαγωνισμό ομορφιάς, με απώτερο στόχο να αποκτήσουν πληροφορίες για την Ελίζαμπεθ, καταλήγοντας, μάλιστα να της πουν πως η κόρη της είχε δολοφονηθεί και φτάνοντας στο σημείο να πληρώσουν τα αεροπορικά εισιτήρια και τη διαμονή της Φοίβης Σόγιερ, σε περίπτωση που επισκεπτόταν το Λος Άντζελες για να βοηθήσει στις έρευνες της αστυνομίας. Όλες οι ενδείξεις έδειχναν πως η εφημερίδα είχε έναν και μόνο στόχο: να μην χάσει την αποκλειστικότητα του θέματος.

Στις 23 Ιανουαρίου του 1947, κάποιος άγνωστος τηλεφώνησε στον συντάκτη της Los Angeles Examiner, ισχυριζόμενος ότι είναι ο δολοφόνος της Ελίζαμπεθ Σορτ, προσφερόμενος, μάλιστα, να του στείλει προσωπικά αντικείμενα του θύματος.
Την επόμενη μέρα, στα γραφεία της εφημερίδας παραδόθηκε ένα πακέτο με το πιστοποιητικό γέννησης της Σορτ, επαγγελματικές κάρτες, φωτογραφίες, ονόματα σε κομμάτια από χαρτί, αλλά και ένα βιβλίο διευθύνσεων με το όνομα Μαρκ Χάνσεν στο εξώφυλλο. Ο Χάνσεν ήταν γνωστός της Σορτ, στου οποίου το σπίτι είχε μείνει μαζί με φίλους της, και τέθηκε αμέσως στο κάδρο των υπόπτων.
Όσο περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότεροι έστελναν γράμματα στην εφημερίδα και τα υπέγραφαν ως «Ο Εκδικητής της Μαύρης Ντάλιας», ενώ, συνολικά, πάνω από πενήντα άντρες και γυναίκες ομολόγησαν για τη δολοφονία μέσα στο χρόνια, λόγω της φήμης της υπόθεσης, με την αστυνομία να λαμβάνει, παράλληλα, πολυάριθμες πληροφορίες από πολίτες κάθε φορά που μια εφημερίδα αναφερόταν στην υπόθεση ή σε ένα βιβλίο ή στην ταινία που σχετιζόταν με τη δολοφονία.
Μέχρι και σήμερα, δεν έχει καταφέρει κανείς, παρά τις πολλές θεωρίες, να λύσει την πολύκροτη υπόθεση της «Μαύρης Ντάλιας», με τελευταία αναφορά στην περίπτωση ενός συνταξιούχου ντετέκτιβ του αστυνομικού τμήματος του Λος Άντζελες, που ισχυρίστηκε πως δολοφόνος της Σορτ υπήρξε ο ίδιος του ο πατέρας, τον οποίον κατηγορεί για άλλες δέκα ανεξιχνίαστες δολοφονίες νεαρών γυναικών στο Λος Άντζελες, κατά τη δεκαετία του 1940.
Η συγγραφέας Πιου Ίτγουελ, πάλι, στο βιβλίο της «Μαύρη Ντάλια, Κόκκινο Ρόδο: Το έγκλημα, η διαφθορά και η συγκάλυψη του σημαντικότερου ανεξιχνίαστου φόνου της Αμερικής», έπειτα από έρευνα σε επίσημα έγγραφα και άγνωστα αρχεία, διατείνεται πως η δολοφονία της Σορτ συνδέεται με τη μαφία του Λος Άντζελες, στην οποία εμπλέκονταν γκάνγκστερς, διεφθαρμένοι αστυνομικοί και ισχυροί επιχειρηματίες της πόλης.
Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζει ως υπαίτιο για τη δολοφονία της Σορτ τον Μαρκ Χάνσεν, τον οποίον θεωρεί ως τον «εγκέφαλο», ενώ ως «εκτελεστή» τον Λέσλι Ντίλον, το δεξί χέρι του Χάνσεν. Ο Ντίλον ήταν ψυχοπαθής, προαγωγός και μπλεγμένος σε δίκτυο πορνείας, ενώ χάρη στο γεγονός ότι είχε εργαστεί σε νεκροτομείο, ήξερε πώς να κάνει τομή στο πόδι ενός πτώματος, για να αιμορραγήσει, αλλά και πώς να κάνει αφαίμαξη.
Τα λεγόμενά της συγγραφέα, φυσικά, δεν έχουν τύχει καθολικής αποδοχής μέχρι σήμερα και η δολοφονία της «Μαύρης Ντάλιας» παραμένει μια «παγωμένη» υπόθεση.