Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images


Έχοντας ζωγραφίσει περισσότερα από δυο χιλιάδες έργα, με πολύ χαρακτηριστικά τοπία, νεκρές φύσεις, πορτρέτα και αυτοπροσωπογραφίες που χαρακτηρίζονται από έντονα χρώματα και εκφραστικές πινελιές, έργα που συνεισέφεραν στα θεμέλια της σύγχρονης τέχνης, ο Βαν Γκογκ θεωρείται ένας από τους διασημότερους και σημαντικότερους ζωγράφους στην ιστορία της δυτικής τέχνης.

Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου 1853 στο Γκρουτ Ζούντερτ, ένα μικρό χωριό στην, κατά κύριο λόγο, καθολική επαρχία της Βόρειας Βραβάντης, στην Ολλανδία, και ήταν το μεγαλύτερο από τα παιδιά της οικογένειας.

kales_texnes_vincent1

Οι γονείς του, οπαδοί μιας φιλελεύθερης θρησκευτικής ομάδας της Ολλανδικής Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας, ήταν η Άννα Κορνηλία Καρμπέντους, η οποία προερχόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια στη Χάγη και ο Θεόδωρος Βαν Γκογκ, ο νεότερος γιος ενός υπουργού.

H μητέρα του υπήρξε μια αυστηρή και θρησκευόμενη γυναίκα, που τόνιζε τη σημασία της οικογένειας, σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε έφτανε τα όρια της καταπίεσης όσων βρίσκονταν γύρω της. Η αγάπη της για τη φύση και την ύπαιθρο όπως επίσης και η συγγραφική της δεινότητα είναι στοιχεία που κληροδοτήθηκαν στον ίδιο τον Βίνσεντ.

Ο πατέρας του, από την άλλη, ήταν ένας ευχάριστος άνθρωπος, αλλά μάλλον αποτυχημένος σαν ιερέας με αρκετά χαμηλό μισθό, γεγονός που τον ανάγκασε να μένει μαζί με την οικογένειά του σε σπίτι που τους είχε παραχωρήσει η εκκλησία.

Σημαντικές μορφές στην ευρύτερη οικογένεια των Βαν Γκογκ ήταν τέσσερις θείοι και συγγενείς του πατέρα του Βίνσεντ, οι οποίοι κατά κύριο λόγο σχετίζονταν με την τέχνη, καθώς οι τρεις απ’ αυτούς ήταν έμποροι τέχνης, με αποτέλεσμα ο Βαν Γκογκ να έρθει από πολύ μικρή ηλικία σε επαφή με τον κόσμο της ζωγραφικής και, γενικότερα, της τέχνης.

Από μικρός, ο Βαν Γκογκ ήταν τύπος μοναχικός και σκεπτικός, συνήθιζε να περνά τη μέρα του περπατώντας στα χωράφια και εξερευνώντας τη γειτονική ύπαιθρο. Μάλιστα, ο τρόπος που τον μεγάλωσαν, ο οποίος απέρρεε και από τη γενικότερη κοινωνική θέση της οικογένειας και στηριζόταν στο αίσθημα της συμμόρφωσης και της πειθαρχίας, επέδρασαν αρνητικά στην ψυχοσύνθεση του, ιδιαίτερα έπειτα από ένα αποτυχημένο εργασιακό εγχείρημά του.

Τα πρώτα μαθήματα τα διδάχθηκε στο σπίτι από τη μητέρα του, η οποία θεωρούσε καθήκον της να μεταδώσει στα παιδιά της την υψηλή κοινωνική θέση της οικογένειας, ενώ, το 1861, στάλθηκε στο σχολείο του χωριού και το 1864 σε οικοτροφείο στο Ζεβενμπέργκεν, όπου έμαθε γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και ξεκίνησε τα πρώτα του σχέδια.

Τον καιρό που ήταν μακριά από το σπίτι, το αίσθημα της εγκατάλειψης και της μοναξιάς εντάθηκε και, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να επιστρέψει, οι γονείς του τον έστειλαν στο γυμνάσιο του Τίλμπουργκ, όπου έμεινε για δυο χρόνια σε κατάσταση βαθιάς δυσαρέσκειας και ψυχικών τραυμάτων.

kales_texnes_vincent2

Στο Τίλμπουργκ ο Βίνσεντ είχε δάσκαλο τον Κόνσταντ Κορνέλις Χένσμανς, απόγονο τού επίσης Φλαμανδού ζωγράφου τοπίων, Κορνέλις Χένσμανς, ο οποίος υπήρξε ένας επιτυχημένος καλλιτέχνης του Παρισιού. Η φιλοσοφία του Χένσμανς ήταν να απορρίψει την τεχνική υπέρ της σύλληψης των εντυπώσεων των πραγμάτων, ιδιαίτερα της φύσης ή των κοινών αντικειμένων.

Τα ψυχικά τραύματα του Βαν Γκογκ φαίνεται πως είχαν επισκιάσει τα μαθήματα, στα οποία είχε ελάχιστα αποτελέσματα και τον Μάρτιο του 1868 επέστρεψε ξαφνικά στο σπίτι του. Σύμφωνα με μια μερίδα μελετητών, βέβαια, η ξαφνική αυτή επιστροφή του μπορεί να οφειλόταν και σε οικονομικούς λόγους.

Τον Ιούλιο του 1869, με τη βοήθεια του θείου του, βρήκε θέση εργασίας στον οίκο Γκουπίλ στη Χάγη, που δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο έργων τέχνης. Εκεί, είδε πολλά αντίγραφα αριστουργημάτων τέχνης, καθώς το παράρτημα της Χάγης του Οίκου Γκουπίλ ήταν υπεύθυνο για την πώληση πινάκων και για την παραγωγή και την πώληση χαλκογραφιών, λιθογραφιών και εκτυπώσεων.

Ο Βίνσεντ ήταν ο ιδανικός υπάλληλος και ο ενθουσιασμός του για το αντικείμενο της εργασίας του τον έκανε να κερδίσει εξαιρετικές συστάσεις και, αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του, το 1873, τοποθετήθηκε στο υποκατάστημα Γκουπίλ στο Λονδίνο.

Σύμφωνα με τη σύζυγο του αδελφού του, του Τεό, αυτή ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής του Βίνσεντ. Όσο ζούσε στο Λονδίνο, ο Βίνσεντ αρέσκονταν να περπατά κατά μήκος του Τάμεση, ζωγραφίζοντας πορτρέτα των περαστικών και να περνά τα σαββατοκύριακά του στα μουσεία, όπου ήρθε σε επαφή με τη βρετανική ζωγραφική. Σύμφωνα με την αλληλογραφία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στα δυο αδέλφια, ο Βίνσεντ, όσο ζούσε στο Λονδίνο, ήταν πολύ ερωτευμένος με την κόρη της σπιτονοικοκυράς του, την Ούρσουλα, αλλά ο πρώτος αυτός έρωτάς του δεν βρήκε ανταπόκριση και η απογοήτευση αυτή επιβάρυνε επιπλέον τον ψυχισμό του.

Το 1875, μετατέθηκε στο υποκατάστημα του Παρισιού, όπου ήταν μάλλον ανεπιθύμητος μεταξύ των συναδέλφων του και σύντομα απολύθηκε από το κατάστημα, μιας και παραμελούσε συστηματικά τη δουλειά του και το 1877 επέστρεψε στην Ολλανδία, όπου, ύστερα από σύσταση ενός θείου του, εργάστηκε ως βοηθός σε βιβλιοπωλείο.

Λίγους μήνες αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της πόλης με σκοπό να σπουδάσει θεολογία, χωρίς ωστόσο να σημειώσει σημαντική πρόοδο, γεγονός που τον οδήγησε, για άλλη μια φορά, να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να πάει στο Λάακεν, κοντά στις Βρυξέλλες, όπου εκπαιδεύτηκε σαν ευαγγελιστής ιεροκήρυκας.

Μ’ αυτή την ιδιότητα έφτασε στην πόλη Μπορινάζ, μια περιοχή στη βέλγικη επαρχία της Αινώ, μια κοινότητα ανθρακωρύχων που μαστίζονταν από επιδημίες και φτώχεια. Εκεί, έμεινε για έναν χρόνο, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και, πιθανόν, αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

kales_texnes_vincent4

Το 1880 μετακόμισε στις Βρυξέλλες με σκοπό να γίνει καλλιτέχνης κι εκεί συνάντησε τον Ολλανδό ζωγράφο Αντόν Βαν Ραπάρντ, ο οποίος του δίδαξε τους κανόνες της ζωγραφικής και της προοπτικής, ενώ αργότερα, στη Χάγη, έπειτα από παρότρυνση του ξαδέλφου του Αντόν Μωβ, επίσης ζωγράφου, ασχολήθηκε με τις νερομπογιές.

Στη Χάγη άρχισε να ξεδιπλώνει το ζωγραφικό ταλέντο του, ενώ παράλληλα ξεκίνησε και η σχέση του με την Σίεν Χούρνικ, μια αλκοολική έγκυο πόρνη, η οποία πόζαρε για περίπου 60 σχέδια και ακουαρέλες του.

kales_texnes_vincent5

Στα μέσα της δεκαετίας του 1880, έπειτα από την επιστροφή του από τη Δρέσδη, μοντέλα του θα γίνουν οι αγρότες και οι υφαντές, με τον καλλιτέχνη να καθιερώνεται ως ο ιδανικός ζωγράφος της αγροτικής ζωής, αναπτύσσοντας, παράλληλα, μεγάλη αλληλεγγύη προς τους φτωχούς, των οποίων η ζωή, ήταν γεμάτη κακουχίες και πόνο.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στην Αμβέρσα, όπου, το 1886 γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και άρχισε να μελετά τα έργα άλλων ζωγράφων, κυρίως του Ρούμπενς, και τη θεωρία των χρωμάτων και συμπεριέλαβε στους χρωματισμούς του την καρμίνη, το μπλε του κοβαλτίου και το σμαραγδένιο πράσινο. Μετά από διαφωνίες που είχε με τους καθηγητές του έφυγε και πήγε στο Παρίσι. Πρόλαβε να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείσθηκε στοιχεία και πολλές φορές τη μιμούνταν ως προς την τεχνοτροπία της. Αρκετές προσωπογραφίες του μάλιστα, περιλαμβάνουν, σε δεύτερο πλάνο, κάποιο έργο της ιαπωνικής τέχνης.

Στο Παρίσι, έμεινε φιλοξενούμενος στον αδελφό του Τεό και γράφτηκε στο διάσημο στούντιο του Φερνάντ Κορμόν, όπου και γνώρισε πολλούς νέους καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Ανρί ντε Τουλούζ – Λωτρέκ, ο Τζον Ράσελ και ο Εμίλ Μπερνάρντ. Την ίδια περίοδο, επίσης, αποφάσισε να βάλει περισσότερο χρώμα στους πίνακές του, θέλοντας έτσι να ζωγραφίσει έργα που θα εξέπεμπαν αισιοδοξία αντί για μελαγχολία, όπως τα έργα που ζωγράφιζε μέχρι τότε.

kales_texnes_vincent6

Ψάχνοντας θέματα για τους πίνακές του, επισκεπτόταν διάφορα σημεία της πόλης ή έκανε μικρές εκδρομές στα περίχωρα, ζωγραφίζοντας επί τόπου τα θέματα που τον ενέπνεαν. Η Μονμάρτη, όμως, ήταν η γειτονιά που αιχμαλώτισε την καρδιά του, κυρίως λόγω της ύπαρξης των απλών ανθρώπων, που απεικόνιζε με τόση τρυφερότητα στα έργα του.

Αναζητώντας ένα μέρος για να αποσυρθεί και να ανακτήσει την ηρεμία του πνεύματός του και να τονώσει την αυτοπεποίθησή του, χωρίς την οποία πίστευε πως όλοι μαραζώνουν, ο Βίνσεντ εγκατέλειψε το Παρίσι, άφησε πίσω του την έκλυτη ζωή που έκανε και κατευθύνθηκε προς τον νότο, με στόχο του να φτάσει στη Μασσαλία, την πόλη όπου πέθανε ο γάλλος ζωγράφος Αντόλφ Ζοζέφ Τομά Μοντιτσέλι, για τον οποίο ο Βίνσεντ έτρεφε μεγάλο θαυμασμό.

Τελικά, εγκαταστάθηκε στην Αρλ, κατά πάσα πιθανότητα έπειτα από παρότρυνση του Τουλούζ – Λωτρέκ, κι έκανε λιτή ζωή, ζωγραφίζοντας συνεχώς. Τα χρήματα που χρειαζόταν του τα έστελνε ο αδελφός του, Τεό, ενώ ο Βαν Γκογκ ονειρευόταν να συγκεντρώσει τους ομοτέχνους του στο «ατελιέ του νότου».

kales_texnes_vincent7

Οι ελπίδες του άρχισαν να γίνονται πράξη, όταν ήρθε να συγκατοικήσει μαζί του ο Γκογκέν, μια συγκατοίκηση που κάθε άλλο παρά ήρεμη υπήρξε. Ο Βίνσεντ ονειρευόταν μια απόλυτη φιλία, μια ατελείωτη ένωση προθέσεων και ψυχών, ενώ ο Γκογκέν ήταν αλαζονικός και αυταρχικός, γεγονός που απογοήτευσε τον Βαν Γκογκ.

Οι διαμάχες τους ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ο Γκογκέν προσπαθούσε να πείσει τον Βίνσεντ να ζωγραφίσει από την παλέτα της φαντασίας του, ενώ ο Ολλανδός καλλιτέχνης προτιμούσε να ζωγραφίζει από το πραγματικό περιβάλλον.

Δυο μήνες από την έναρξή της, η συγκατοίκησή τους κατέληξε σε ένα βίαιο επεισόδιο, με τον Βαν Γκογκ να έχει απειλήσει τον Γκογκέν με ξυράφι και τον τελευταίο να έχει φύγει από το σπίτι και την Αρλ. Αποκαρδιωμένος και καταβεβλημένος ψυχικά και νοητικά, ο Βαν Γκογκ έκοψε με ξυράφι ένα τμήμα του αυτιού του γράφοντας αργότερα, ότι ο Γκογκέν το έσκασε, όπως ο Ναπολέων, όταν εγκατέλειψε τη Γαλλία, για να πολεμήσει στην Αίγυπτο και, έτσι, επέτρεψε στην Αυστρία και τη Ρωσία να συμμαχήσουν και να ανακατάλαβουν την Ιταλία.

Το 1889, τα ψυχολογικά του προβλήματα εντάθηκαν και εξελίχθηκαν σε παράνοια και μανιοκατάθλιψη, έχοντας παράλληλα παραισθήσεις, γεγονός που τον οδήγησε στον εγκλεισμό του σε ίδρυμα ψυχικών νοσημάτων, στο Σεν Ρεμί. Εκεί, είχε δυο κελιά με παράθυρα, ένα από τα οποία χρησιμοποίησε ως στούντιο, με την κλινική και τον κήπο της να γίνονται τα κύρια θέματα των έργων του. Χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα, άφηνε την προσωπική του σφραγίδα σε αυτούς τους πίνακες, εκφράζοντας τα συναισθήματα που τον κατέκλυζαν εκείνη την περίοδο.

kales_texnes_vincent10

Το 1890, αφού έφυγε από την κλινική, νοσηλεύθηκε στο Οβέρ Σιζ Ουάζ, στο Παρίσι, για να είναι κοντά στον Τεό, με τα προβλήματα υγείας του, τις οικονομικές δυσκολίες και τις συνεχείς δουλειές του αδελφού του να μην του επιτρέπουν τις συχνές επισκέψεις που ήθελε ο Βίνσετ, γεγονός που τον κάνει να νοιώθει εγκαταλειμμένος και τον οδηγεί σε αυτοκαταστροφικές κρίσεις.

Το επιβαρυμένο μυαλό του ταξίδευε αρκετά συχνά στο πατρικό του σπίτι και στις 23 Ιουλίου, στο τελευταίο του γράμμα προς τον αδελφό του, έγραφε «αυτή η δυστυχία δεν θα τελειώσει ποτέ». Τελικά, στις 27 Ιουλίου 1890 αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος, για να πεθάνει δυο μέρες αργότερα σε ηλικία 37 χρόνων. Τα τελευταία του λόγια, παρουσία του αδελφού του Τεό και του γιατρού του χωριού, ήταν: «Εύχομαι να τελειώσουν όλα τώρα».

kales_texnes_vincent12

Ο Τεό ήταν άρρωστος και η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει μετά τον θάνατο του αδελφού του. Αδύναμος να αντιμετωπίσει την απουσία του Βίνσεντ και, ήδη, εξασθενημένος στην υγεία του πέθανε στις 25 Ιανουαρίου 1891 και θάφτηκε στην Ουτρέχτη. Το 1914, έγινε εκταφή του σώματος του Τεό και θάφτηκε, εκ νέου, μαζί με τον Βίνσεντ, στο Οβέρ Σιζ Ουάζ.

kales_texnes_vincent13