Εκφράσεις διαχρονικές με τη δική τους ιστορία

Μπορεί να μας χωρίζουν πολλά χρόνια από τότε που διατυπώθηκαν για πρώτη φορά, αλλά κάποιες φράσεις έχουν ενσωματωθεί στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, αν και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαν πρωτοειπωθεί δεν είναι πάντα ευρέως γνωστές. Πώς προέκυψε, λοιπόν, η φράση «μην είδατε τον Παναγή και πότε λέμε σε κάποιον «κάνε τουμπεκί»;

«Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες»

 ffraseis_2

Πρόκειται για φράση που αναφέρεται σε όποιον έχει το θάρρος να διαπράξει κάτι επικίνδυνο και δεν φοβάται την τιμωρία.

Ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης(1832-1904) από το Αγρίνιο, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, μυήθηκε στο κίνημα για την εκθρόνιση του Όθωνα, συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση του 1866, ανέλαβε την καταδίωξη και εξόντωση ληστρικών συμμοριών που λυμαίνονταν την ύπαιθρο Ελλάδα και χρημάτισε τέσσερις φορές αστυνομικός διευθυντής Αθηνών. Το 1893 διορίσθηκε Αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, με τον βαθμό του ταγματάρχη, από τον Χαρίλαο Τρικούπη ο οποίος επεδίωκε να αντιμετωπίσει τους κουτσαβάκηδες, που υποστήριζαν τον πολιτικό του αντίπαλο, Θεόδωρο Δηλιγιάννη και οι οποίοι λυμαίνονταν το κέντρο της πόλης.

Οι κουτσαβάκηδες, τα κουτσαβάκια1, ήταν ψευτόμαγκες που έκαναν φασαρίες και επιδείκνυαν την παρουσία τους με το αργό σπαστό περπάτημα, το ανεβοκατέβασμα των ώμων και το ρίξιμο του κεφαλιού δεξιά και αριστερά, κινήσεις που ακολουθούσαν τον ρυθμό του βηματισμού τους και δικαιολογούσαν την ονομασία τους.

Ο Μπαϊρακτάρης εφάρμοσε μια σειρά μέτρων με στόχο τον εξευτελισμό και την εξάλειψή τους, όπως το σπάσιμο των όπλων τους, το κούρεμα των μαλλιών τους, το κόψιμο της σουβλερής μύτης των παπουτσιών, του ζωναριού και του αφόρετου μανικιού από το σακάκι τους κ.ά.. Από αυτούς όσοι ήταν μικροαπατεώνες αφήνονταν ελεύθεροι και όσοι βαρύνονταν με σοβαρά αδικήματα φυλακίζονταν. Βέβαια, οι κουτσαβάκηδες μετά τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν τη φυλάκιση και τη στέρηση της ελευθερίας τους, παρά να αντιμετωπίσουν την κοροϊδία του κόσμου.

Και τότε τραγουδούσαν «Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες», θέλοντας να αποδείξουν την παλικαριά τους.

1 Τάσος Ν.Κοντογιαννίδης, Μπαϊρακτάρης, Πολιτικοί και κουτσαβάκηδες, Άγκυρα, Αθήνα, 2016.

«Μην είδατε τον Παναγή;»

 ffraseis_3

Μια φράση που λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε τον άνθρωπο που υποσχέθηκε κάτι και φυσικά δεν τήρησε την υπόσχεσή του.

Στα Μέγαρα της Αττικής, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής (1941-1944), δρούσε ένας απατεωνίσκος που εξαπάτησε αρκετές κοπέλες με την υπόσχεση του γάμου. Ο Παναγής, εμφανιζόταν ως επιτυχημένος έμπορος στην αγροτική αυτή περιοχή, έκλεινε συμφωνίες με τους αγρότες για αγορά των προϊόντων τους σε καλές τιμές, εμφανίζοντας ένα άξιο εμπιστοσύνης πρόσωπο, και αρραβωνιαζόταν την πιο πλούσια κοπέλα της περιοχής, ορίζοντας και την ημερομηνία του γάμου.

Μέχρι να έλθει η μέρα του γάμου κατόρθωνε να δανειστεί μεγάλες ποσότητες προϊόντων και πολλά χρήματα από τα πεθερικά του, ενώ την καθορισμένη μέρα της γαμήλιας τελετής ο Παναγής εξαφανιζόταν. Οι άμοιρες νύφες μάταια περίμεναν τον γαμπρό για τη στέψη και οι συγγενείς τους ρωτούσαν όποιον έβλεπαν να έρχεται: «Μην είδατε τον Παναγή;»

«Τρία πουλάκια κάθονταν»

 ffraseis_4

Ένα κλέφτικο δημοτικό τραγούδι για τον Αθανάσιο Διάκο λέει:

«Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι
το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται, νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες…»

Με το πέρασμα του χρόνου οι τρεις πρώτοι στίχοι, που αναφέρονται στη διαφορετική κατεύθυνση που κοιτούν τα πουλιά, αντιστράφηκαν νοηματικά με καθαρά ειρωνική διάθεση προκειμένου να δείξουν τη στάση των ανθρώπων σε κάποια δεδομένη στιγμή.

Χρησιμοποιούμε, λοιπόν, τη φράση αυτή, όταν θέλουμε να απεικονίσουμε ειρωνικά τους ανθρώπους που, ενώ δεν προσέχουν, επεμβαίνουν ή συμμετέχουν σε συζητήσεις, λέγοντας άσχετα πράγματα ή αυτούς που βλέπουν μόνο ό,τι τους ενδιαφέρει ή τους ωφελεί, αδιαφορώντας για το αυτονόητο ή το σωστό.

«Κάνει ή κάνε τουμπεκί»

 ffraseis_5

Είναι μια φράση που λέγεται σε συνομιλητή απαιτώντας τη σιωπή του και οφείλει τη δημιουργία της στα χρόνια της τουρκοκρατίας και στη λειτουργία των τεκέδων, των καφενείων εκείνης της εποχής, εκεί όπου οι λάτρεις του ναργιλέ απολάμβαναν τον καπνό τους.

Τουμπεκί (>τουρκ. tömbeki) είναι περσικός καπνός, ψιλοκομμένος, για ναργιλέ τον οποίο ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων, οι οποίοι είτε ψιλοκόβοντας τον καπνό – όσο πιο ψιλοκομμένος τόσο καλύτερη η ποιότητα του καπνού – είτε απασχολημένοι από τις πολλές παραγγελίες, πολλές φορές καθυστερούσαν την παραγγελία, εξαναγκάζοντας τους πελάτες να τραβούν την προσοχή τους λέγοντας «κάνε τουμπεκί».

Συγχρόνως, όσοι κάπνιζαν ναργιλέ, ήταν λιγομίλητοι και δεν τους άρεζε η φλυαρία, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, ο ταμπής πρόσθετε και μια δόση χασίς στο μείγμα του καπνού, με αποτέλεσμα οι καπνιστές του ναργιλέ να διαθέτουν μια επιπλέον ηρεμία, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιε στον λουλά. Όταν, λοιπόν, άρχιζε η ιεροτελεστία του καπνίσματος του ναργιλέ, οι μερακλήδες ζητούσαν από τον φλύαρο να «κάνει τουμπεκί», δηλαδή να καπνίζει σιωπηλός.

«Τι καπνό φουμάρει; 1»

 ffraseis_6

Είναι μια φράση, ίσως από τη βυζαντινή ακόμη εποχή, με τη λέξη καπνός να έχει τη σημασία της εστίας δηλαδή του σπιτιού και καμιά σχέση με τη μάρκα των τσιγάρων.

Τη χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να εκφράσουμε την άγνοια ή την απορία μας για το ποιόν, τις συνήθειες και, γενικά, τα κρυφά στοιχεία του χαρακτήρα κάποιου, τα οποία δεν θέλουμε απλά να μάθουμε αλλά και να τα γνωστοποιήσουμε.

Ο ιστορικός, λογοτέχνης και πολιτικός Παύλος Καλλιγάς (1814-1896) στο βιβλίο του «Μελέται βυζαντινής ιστορίας από της πρώτης μέχρις της τελευταίας αλώσεως 1204-1453» (1894) καταγράφει ότι «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τάς οικείας των εντοπίων και ερωτούν: τι καπνό φουμάρει εδώ. Κατά την απόκρισιν δε έβανον τον αναλογούντα φόρον».

1 Ευαγγελία Παπακυριακού-Απέργη, Χάρης Παπακυριακού, Βασικό Λεξικό Ξένων Λέξεων της Νέας Ελληνικής.Συναγωγή-Ετυμολογία-Αντιδάνεια, Gutemberg, Αθήνα,1997.