Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
« Ἄγειν καί φέρειν» και «Ἄγεσθαι και φέρεσθαι»

Είναι δύο εκφράσεις που έχουν φθάσει μέχρι τις μέρες μας από τα αρχαία χρόνια και τις χρησιμοποιούμε για εκείνον που κάνει ό,τι του πουν οι άλλοι, για να εξυπηρετήσει, πολλές φορές, και τα δικά του συμφέροντα.
Τα ρήματα ἄγω καὶ φέρω σήμαιναν λεηλατώ, αρπάζω ό,τι μπορώ να μεταφέρω, με το ἄγω να αναφέρεται σε ανθρώπους και ζώα και το φέρω σε άψυχα πράγματα.
Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι 1.88.3) αναφέρει ότι αφού ο Κύρος κυρίευσε το βασίλειο των Λυδών, έβαλε τον βασιλιά τους τον Κροίσο να καθίσει δίπλα του. Αυτός βλέποντας τους Πέρσες να λεηλατούν το βασίλειό του, ρώτησε τον Πέρση βασιλιά τι κάνουν οι στρατιώτες του και εκείνος απάντησε ότι λεηλατούν την πόλη του Κροίσου και αρπάζουν τα αγαθά του. Αλλά ο Κροίσος του απάντησε: «Οὔτε πόλιν τὴν ἐμὴν οὔτε χρήματα τὰ ἐμὰ διαρπάζει· οὐδὲν γὰρ ἐμοὶ ἔτι τούτων μέτα· ἀλλὰ φέρουσί τε καὶ ἄγουσι τὰ σά» δηλαδή «Ούτε την πόλη τη δική μου ούτε τα αγαθά τα δικά μου αρπάζουν· γιατί εγώ δεν έχω πια τίποτε να κάνω μ’ αυτά· παίρνουν λοιπόν κι αρπάζουν τα δικά σου αγαθά».
Με τη σημερινή μεταφορική σημασία βρίσκουμε τη φράση σε έναν από τους Διαλόγους του Λουκιανού(125-180μ.Χ.), τον Ήρας και Διός (3), όπου η θεά ΄Ηρα αποκαλύπτει στον Δία, ότι ο αναίσχυντος Ιξίων, ο Λάπιθας βασιλιάς της Θεσσαλίας, τόλμησε να την πολιορκήσει και του ζητά να τον τιμωρήσει. Ο Δίας , αν και αγανακτεί με τον ομοτράπεζό του, λέει, καλοπιάνοντας τη γυναίκα του, ότι τον καταλαβαίνει που αιχμαλωτίστηκε από τη θεία ομορφιά της, αφού ο «έρωτας, ισχυρός και βίαιος, κυβερνάει όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά μερικές φορές κι εμάς τους ίδιους».
Η Ήρα, όμως, ετοιμόλογα του απαντά: «Σοῦ μὲν καὶ πάνυ οὗτός γε δεσπότης ἐστὶ καὶ ἄγει σε καὶ φέρει τῆς ῥινός, φασίν, ἕλκων» δηλαδή «Εσένα πάντως, το δίχως άλλο, αυτός σε διαφεντεύει, και μάλιστα πολύ, και σε άγει και σε φέρει και σε τραβάει, όπως λένε, απ’ τη μύτη».
«Μέλι στάζει η γλώσσα του»

Είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται για εκείνον που είναι γλυκομίλητος και καλόγνωμος και τα λόγια του είναι απόσταγμα σοφίας και εμπειρίας.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Α, στ.249) λέει για τον Νέστορα, τον βασιλιά της Πύλου που προσπαθεί να κατευνάσει την οργή του Αχιλλέα: «Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀνόρουσε, λιγὺς Πυλίων ἀγορητής, τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή» , δηλαδή «ο Νέστωρ, ο γλυκολόγος, λιγυρός ομιλητής της Πύλου που ωσάν το μέλι η λαλιά του εκύλ᾽ από τα χείλη·».
Ο Ησίοδος (τέλη 8ου αι.πΧ.) στη Θεογονία του (στ.97) μιλώντας για τους καλούς βασιλιάδες λέει: «γλυκερή οἱ ἀπὸ στόματος ῥέει αὐδή » δηλαδή «γλυκιά δροσιά τού χύνουνε στη γλώσσα του επάνω και ρέουνε μειλίχια τα λόγια του από το στόμα».
Στη βιογραφία του τραγικού ποιητή Σοφοκλή (496-406π.Χ) από Ανώνυμο συγγραφέα (Σοφοκλέους γένος και βίος, 3-6,20-23) λέγεται ότι ο Αριστοφάνης αναφέρει «Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι τὸ στόμα κεχρισμένου» δηλαδή ««...του Σοφοκλή, που το στόμα του ρέει μέλι».
Αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη, στους Ψαλμούς του Δαυίδ(118.103) αναφέρεται «…ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» δηλαδή «Πόσο γλυκά και ευχάριστα είναι τα λόγια σου στον λάρυγγά μου! Όταν τα προφέρω με το στόμα μου, είναι πιο γλυκά και από το μέλι».
«Μη μου τους κύκλους τάραττε»

Είναι μια φράση που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να ζητήσουμε από κάποιον να μην μας ενοχλεί και να μας αφήσει να ολοκληρώσουμε μια σημαντική δουλειά που κάνουμε.
Λέγεται ότι την είπε ο Αρχιμήδης (287-212π.Χ. περίπου), ο μεγάλος μαθηματικός της αρχαιότητας από τις Συρακούσες, σε έναν από τους Ρωμαίους στρατιώτες που είχαν καταλάβει την πόλη. Ο Αρχιμήδης, αγνοώντας τη διαταγή του Ρωμαίου, του είπε «Μή μοῦ τοὺς κύκλους τάραττε», λόγια που εξόργισαν τον στρατιώτη, ο οποίος τον σκότωσε.
«Άνθρωπο ζητώ»

Έκφραση που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι αναζητούμε κάποιον που χρειαζόμαστε απαραίτητα για μια δουλειά ή για να τονίσουμε την αναγκαιότητα ανθρώπων με υψηλούς στόχους και ιδανικά, με υψηλό ήθος και ανθρωπιά, με ηθικές αρχές και αξίες, με αυτοσεβασμό και φιλότιμο.
Αποδίδεται στον αρχαίο κυνικό Διογένη από τη Σινώπη του Εύξεινου Πόντου (412-323π.Χ.), ο οποίος χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο σαν μέσο για τα διδάγματά του. Λέγεται πως γυρνούσε, μέρα νύχτα, μ’ ένα φανάρι στα σοκάκια της Αθήνας και όταν τον ρωτούσαν τι κάνει με το λυχνάρι εκεί απαντούσε με αυτές τις λέξεις, εννοώντας ότι ζητούσε έναν σωστό άνθρωπο.
Από το ίδιο περιστατικό χρησιμοποιούμε και την έκφραση «το φανάρι του Διογένη».