Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images


Πρόκειται για φράσεις που έχουν τις ρίζες τους στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όταν η φορολογία ήταν ιδιαίτερα σκληρή και φοροδιαφυγή αναπόφευκτα συχνή.

Οι φόροι που υποχρεώνονταν να πληρώνουν οι υπόδουλοι Έλληνες ήταν υπερβολικοί και, πολλοί από αυτούς παράλογοι.

Ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος (1575-1638) αναφέρει:

«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Εκτός της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού, εστίας, δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους και αφόρητους καθιστά ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων εκείνων, οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».

Όσο μακρύτερα τα μαλλιά του φορολογούμενου τόσο μεγαλύτερος και ο φόρος. Έτσι συχνά οι μακρυμάλληδες, που χρωστούσαν τα μαλλιά της κεφαλής τους, κατέφευγαν στα βουνά για να γλυτώσουν τον φόρο και να μην πληρώσουν τα μαλλιά της κεφαλής τους.

«Κούρεψε (ή ξούρισε) τ’ αυγό και πάρε το μαλλί του»

Η φράση δηλώνει τη ματαιοπονία σε διάφορες καταστάσεις: να ζητάς από αυτόν που δεν έχει, να επιδιώκεις το κέρδος, όταν είναι αδύνατο να κερδίσεις, τον άδικο κόπο που κάνει κάποιος. Είναι σαν να κουρεύεις το αυγό για να πάρεις το ανύπαρκτο μαλλί.

Οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν για τέτοιες περιπτώσεις τη φράση «ὠὸν τίλλεις».

polytexneio-2

Στα χρόνια που κυβερνούσε ο ανήλικος βασιλιάς Όθωνας (1815-1867) την Ελλάδα, οι Βαυαροί αντιβασιλείς επέβαλαν, παρά την απελπιστική οικονομική κατάσταση του νεοσύστατου κράτους, βαριά φορολογία, την ίδια στιγμή που οι πολίτες με δυσκολία κάλυπταν τις καθημερινές ανάγκες τους. Τότε λέγεται ότι, σε ένα χαμόσπιτο της πλατείας Αδριανού στην Αθήνα, ζούσε κάποιος Κουτσούκος με την οικογένειά του, ο οποίος έβγαζε τα απαραίτητα πουλώντας τα καλάθια που έπλεκε και τα αυγά που έπαιρνε από λίγες κότες που είχε. Μια μέρα παρουσιάστηκαν οι φοροεισπράκτορες που του ζήτησαν να πληρώσει φόρο ιδιοκτησίας, φόρο επαγγελματικής εγκατάστασης, φόρο καλαθοποιίας, φόρο ορνιθοτροφίας, φόρο εμπορίας αβγών, δημοτικό φόρο, κ.ά.. Ο άνθρωπος τρελάθηκε από τα λεγόμενά τους αλλά αυτοί του ξεκαθάρισαν ότι όφειλε συνολικά 273,40 νομίσματα και, εφόσον δεν είχε, όπως ισχυριζόταν ο Κουτσούκος θα του έκαναν κατάσχεση. «Ψάξτε στις φωλιές, θα βρείτε 5-10 αβγά, κουρέψτε τα και πάρτε το μαλλί τους», ειρωνεύτηκε αυτός.

«Να μένει (ή να λείπει) το βύσσινο»

Η γνωστή αυτή έκφραση που σημαίνει «ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω» χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε άρνηση με εμφατικό, όμως, τρόπο, εφόσον θεωρούμε ότι η προσφορά ή η πρόταση που μας γίνεται μας προσβάλλει ή κρύβει παγίδες ή δεν μας συμφέρει ή συνοδεύεται από υποχρεώσεις που δεν θέλουμε να αναλάβουμε.

polytexneio-2

Λένε ότι στις αρχές του 20ου αι., σε κάποιο καφενείο, ένας ψηφοφόρος συναντήθηκε με τον βουλευτή της εκλογικής περιοχής του προκειμένου να του ζητήσει ένα μικρό «ρουσφετάκι». Επειδή ήταν σίγουρος ότι το αίτημα του θα ικανοποιηθεί, είχε παραγγείλει πριν, τον ερχομό του βουλευτή, στον σερβιτόρο ένα γλυκό βύσσινο για να κεράσει τον καλεσμένο του. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως περίμενε. Ο βουλευτής αρνήθηκε κατηγορηματικά την ικανοποίηση του και ο ψηφοφόρος αγανακτισμένος ακύρωσε την παραγγελία φωνάζοντας στον σερβιτόρο, «Να μένει το βύσσινο».

Σύμφωνα με παραπλήσια εκδοχή, πάντα στην ίδια περίοδο το κέρασμα είχε παραγγείλει κάποιος πολιτευτής σε καφενείο της Αθήνας, όπου είχε καλέσει τους ψηφοφόρους τους, ενόψει των εκλογών. Όταν κάποιος από τους παρευρισκόμενους του δήλωσε ότι τυχαία βρέθηκε στο καφενείο και δεν ψήφιζε στην εκλογική περιφέρεια του υποψήφιου βουλευτή, ο πολιτευτής θεώρησε άχρηστο το κέρασμα για τον συγκεκριμένο κύριο και φώναξε στον καφετζή: «Να λείπει το βύσσινο».

«Είμαστε για τα πανηγύρια»

Μια από τις αρχαίες πόλεις που κατάλαβαν και λεηλάτησαν άγρια οι Ρωμαίοι ήταν η Κόρινθος, πόλη που συγκέντρωνε το εμπόριο Ανατολής- Δύσης στο λιμάνι της, χάρη στον Ισθμό, από όπου περνούσαν τα καράβια, πάνω από τη στεριά, από το Ιόνιο στο Αιγαίο Πέλαγος.

polytexneio-2

Στην Κόρινθο, λοιπόν, κάθε χρόνο γίνονταν δυο μεγάλα πανηγύρια, για εμπορικούς λόγους, που κρατούσαν το καθένα ενάμιση μήνα και συγκέντρωναν επισκέπτες από όλη τη Μεσόγειο. Η πόλη συγκέντρωνε πλούτη ανεξάρτητα από τους Ρωμαίους κατακτητές της, αρχικά, και τους Φράγκους, το 1685. Όσοι έπαιρναν μέρος στα πανηγύρια αυτά, που συνέχιζαν να συγκεντρώνουν κόσμο, όταν ρωτιούνταν πού πηγαίνουν, απαντούσαν με καμάρι, «Είμαστε για τα πανηγύρια».

Αυτή η φράση έχει φθάσει μέχρι τις μέρες μας για να χαρακτηρίσει αυτούς που δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης ή που δεν στέκουν καλά στα μυαλά τους.

«Κατόπιν εορτής»

Είναι παροιμιακή έκφραση που δηλώνει ότι κάτι γίνεται ή έγινε όχι μόνο καθυστερημένα αλλά και όταν δεν υπήρχε ανάγκη να γίνει κάτι ή έγινε όταν τελείωσε το γεγονός.

polytexneio-2

Έχει κληρονομηθεί από την αρχαία έκφραση «κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν», που επίσης δήλωνε την καθυστέρηση και συγκεκριμένα τη μη συμμετοχή σε κάποιο εξαιρετικό γεγονός λόγω καθυστέρησης. Τη φράση συναντούμε στην αρχή του διαλόγου Γοργίας του Πλάτωνα, όταν ο Σωκράτης μαζί με τον γηραιό φίλο του Χαιρεφώντα κατευθύνεται στην Αγορά της Αθήνας για να παρακολουθήσει τον Γοργία που κάνει επίδειξη της ρητορικής του τέχνης. Επειδή έφθασε καθυστερημένος εξαιτίας του Χαιρεφώντα και έχασε την επίδειξη του Γοργία, ένας από τους παρευρισκόμενους, ο Καλλικλής τον ειρωνεύτηκε για την αργοπορία του.

Ο Σωκράτης ανταπέδωσε την ειρωνεία στην επίδειξη του Γοργία που ο Καλλικλής τη θεωρούσε ως κάτι το εξαιρετικό.

ΣΩ. Ἀλλ’ ἦ τὸ λεγόμενον κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν καὶ ὑστεροῦμεν;

ΚΑΛ. Καὶ μάλα γε ἀστείας ἑορτῆς. Πολλὰ γὰρ καὶ καλὰ Γοργίας ἡμῖν ὀλίγον πρότερον ἐπεδείξατο.

[=ΣΩ. Αλήθεια, είμαστε καθυστερημένοι; ΄Ηρθαμε, καθώς λέγεται, κατόπιν εορτής;

ΚΑΛ. Φυσικά. Και μάλιστα, λαμπρής εορτής. Γιατί πολλά και ωραία μας εξέθεσε πριν από λίγο αγορεύοντας ο Γοργίας.]