Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Σάντουιτς

Πρόκειται για ένα ελαφρύ γεύμα, καθαρά βρετανική εισφορά στη γαστρονομία, που αποδίδεται στον Τζον Μόνταγκιου, 4ο Κόμη της πόλης του Σάντουιτς στο Κεντ (1718-1792), μανιώδη χαρτοπαίκτη, ο οποίος μη θέλοντας να διακόψει την παρτίδα του παιχνιδιού του, για να πάρει το μεσημεριανό του γεύμα, διέταξε τον υπηρέτη του να του ετοιμάσει αυτό το είδος, το οποίο θα μπορούσε να φάει με το ένα του χέρι, για να συνεχίσει το παιχνίδι του.

Πιο πιθανό πρώτο πρόσωπο που έγραψε τη λέξη «σάντουιτς» θεωρείται ο Βρετανός Έντουαρντ Γκίμπον, συγγραφέας του βιβλίου «Η ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας»(1788), ο οποίος, το 1762 όταν ήταν Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αυτό το σεβαστό σώμα, του οποίου έχω την τιμή να είμαι μέλος, παρέχει κάθε βράδυ ένα θέαμα πραγματικά αγγλικό. Είκοσι ή τριάντα, ίσως, από τους πρώτους άνδρες στο βασίλειο, κάθονται σε μικρά τραπέζια καλυμμένα με μια χαρτοπετσέτα, στη μέση μιας αίθουσας καφέ, με λίγο κρύο κρέας ή ένα σάντουιτς και πίνουν ένα ποτήρι παντς».
Βέβαια, η κατανάλωση κρέατος, χόρτων, βοτάνων κ.ά. ανάμεσα σε φέτες ψωμιού, χωρίς ιδιαίτερη ονομασία, ξεκίνησε πολύ νωρίτερα σε πολλούς λαούς, από τα προχριστιανικά ακόμη χρόνια, και σήμερα έχει αποκτήσει φανατικούς οπαδούς παντού, με κάθε περιοχή να του δίνει τη δική της εκδοχή.
Τουρνεντό Ροσσίνι

Γαλλική σπεσιαλιτέ που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Ιταλού συνθέτη Τζοακίνο Ροσσίνι, που, εγκατεστημένος από το 1855 στο Παρίσι, επιδόθηκε στη γαστρονομία, δημιουργώντας διάφορα πιάτα, τα οποία πρόσφερε στους καλεσμένους των δεξιώσεών του, όπως το τουρνεντό Ροσσίνι, έχοντας μια ιδιαίτερη αδυναμία στο φουά γκρα (συκώτι χήνας) και στο φιλέτο κρέατος.

Πρόκειται για μικρά μοσχαρίσια φιλέτα τα οποία τηγανίζονται σε βούτυρο, τοποθετούνται πάνω σε ψωμί, που έχει φρυγανισθεί σε αναμμένο κονιάκ, και σκεπάζονται με φέτες τηγανισμένου φουά γκρα. Στα υγρά του τηγανιού προστίθενται τρούφες σε λικέρ Πόρτο ή Κρασί Μαδέρας και με αυτή τη σάλτσα περιχύνονται τα φιλέτα.
«Ο Βάγκνερ έχει υπέροχες στιγμές αλλά βαρετά ημίωρα».[…]Δεν μπορεί να κρίνει κανείς την όπερα του Βάγκνερ «Λόενγκριν» μετά από μία μόνο ακρόαση και, σίγουρα, δεν σκοπεύω να την ακούσω και δεύτερη φορά»
Μπιφ Ουέλιγκτον

Σίγουρα είναι πιάτο αγγλικό, με πολλές εκδοχές για την ονομασία του. Λένε ότι είναι η αγγλική εκδοχή του γαλλικού filet de bœuf en croûte. Σε μια εποχή που οι σχέσεις Γαλλίας και Αγγλίας δεν ήταν καθόλου καλές, για καθαρά εθνικιστικούς λόγους, ένας Άγγλος σεφ άλλαξε το όνομα, για να τιμήσει τον εθνικό ήρωα της χώρας, Άρθουρ Ουελέσλι, Δούκα του Ουέλινγκτον (1769-1852), νικητή του Βατερλό, το 1815.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ένας από τους μαγείρους του Δούκα δημιούργησε αυτό το πιάτο στο δείπνο που του παρέθεσαν, το βράδυ της νίκης, για να τον τιμήσει.
Πρόκειται για φιλέτο κρέατος από μοσχάρι, χοιρινό, ελάφι αρνί αλλά, και, όλως παραδόξως, από σολομό, τυλιγμένο σε φύλλο σφολιάτας, που είναι αλειμμένη με διάφορες σάλτσες σαρκιτιέρ ή τρούφας ή πικάντ ή με πατέ χήνας ή με προσούτο και μοτσαρέλα κ.ά..
«Ο πόλεμος είναι πράγμα πολύ τρομερό. Αν είχατε δει μια μονάχα μέρα του πολέμου, θα παρακαλούσατε το Θεό να μην ξαναδείτε ποτέ τη φρίκη του».
Φιλέτο Σατομπριάν

Πήρε το όνομά του από τον Γάλλο συγγραφέα, διπλωμάτη, πολιτικό και φιλέλληνα Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ ντε Σατομπριάν (1768-1848), του οποίου ο μάγειρας παρουσίασε αυτό το πιάτο σε δείπνο στη γαλλική πρεσβεία στο Λονδίνο. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Σατομπριάν ήταν θαμώνας του εστιατορίου «Λαρύ» στο Παρίσι, όπου κάθε βράδυ παράγγελνε φιλέτο κρέατος. Ο μαιτρ ζητούσε: «Ένα βοδινό φιλέτο στη σχάρα, λίγο ψημένο για τον κ. κόμη ντε Σατομπριάν», αλλά με τον καιρό αρκέστηκε να ζητά «ένα Σατομπριάν».

Γίνεται από το κεντρικό και πιο χοντρό σημείο του μοσχαρίσιου φιλέτου, που το μαρινάρουμε για λίγο σε ελαιόλαδο, το τηγανίζουμε με δενδρολίβανο και σκόρδο και το ψήνουμε στο φούρνο. Συνοδεύεται με σάλτσα μπεαρνέζ και μανιτάρια ή πατάτες σοτέ.
«Η δικαιοσύνη είναι το ψωμί του έθνους. Πεινάει πάντοτε γι' αυτό».
Μοσχαράκι Ορλώφ

Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Γάλλος σεφ Ουρμπέν Ντιμπουά, ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία του πρίγκιπα Ορλώφ, του πρέσβη της Ρωσίας στη Γαλλία, δημιούργησε μια σειρά από πιάτα που έχουν σαν βάση τη ρωσική κουζίνα με άρωμα…, όμως, γαλλικό.

Σοτάρουμε το κομμάτι του μοσχαριού και το σιγοβράζουμε. Όταν είναι έτοιμο το κόβουμε σε φέτες, ανάμεσα στις οποίες τοποθετούμε πολτοποιημένα κρεμμύδια και μανιτάρια και τις ενώνουμε. Τις περιχύνουμε με σάλτσα μορνέ (μπεσαμέλ με διάφορα τυριά) και ροδίζουμε στο φούρνο.Το πιάτο αυτό σερβίρεται σε διάφορες παραλλαγές, βάζοντας ανάμεσα στις φέτες, ζαμπόν ή μπέικον ή τυρί.
Τούρτα Πάβλοβα

Η Άννα Πάβλοβα (1881-1931), η «ασύγκριτη Άννα» όπως την αποκαλούσαν, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες χορεύτριες του κλασικού μπαλέτου, μαθήτρια του σπουδαίου Μάριου Πετιπά, μπαλαρίνα που όταν χόρευε ήταν μια αέρινη οπτασία.
Όταν διαγνώσθηκε ότι πρέπει, λόγω πνευμονίας, να χειρουργηθεί, αρνήθηκε λέγοντας: «Αν δεν μπορώ να χορέψω, τότε καλύτερα να πεθάνω».Τρεις εβδομάδες αργότερα πέθανε λέγοντας : «Παίξε το τελευταίο μέτρο πολύ μαλακά».

Κατά την περιοδεία της στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, σαν πρίμα μπαλαρίνα των Αυτοκρατορικών Ρωσικών Μπαλέτων, δημιουργήθηκε προς τιμήν της η τούρτα Πάβλοβα, με τις δυο χώρες να ερίζουν στο γαστρονομικό επίπεδο για το ποια είχε πρώτη την ιδέα της δημιουργίας του γλυκού.
Είναι ένα γλύκισμα με βάση τη μαρέγκα, εξωτερικά τραγανό και στο εσωτερικό του πιο μαλακό και χυμώδες, με γέμιση από σαντιγί και φρέσκα φρούτα(φράουλες, βατόμουρα, βύσσινα, ροδάκινο, ανανά) και αμύγδαλα ή γλυκόξινα γλυκά κουταλιού και νιφάδες σοκολάτες.