Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση συνδέει το έθιμο της βασιλόπιτας με την προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου (330-379μ.Χ.), επισκόπου Καισαρείας στην Καππαδοκία, από τον οποίο πήρε και το όνομά της.
Σύμφωνα με μια εκδοχή της παράδοσης όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης (331-363μ.Χ.), εκστρατεύοντας κατά των Περσών (363μ.Χ.), πέρασε από την Καισάρεια, περιοχή με φτωχό πληθυσμό και έγινε δεκτός από τον Μέγα Βασίλειο. Αυτός του πρόσφερε τρία κριθαρένια ψωμιά, αντί για την προσφορά που είχε ζητήσει ο αυτοκράτορας. Ο Ιουλιανός που περίμενε να του προσφέρουν χρυσάφι και άλλα πολύτιμα δώρα, έφυγε οργισμένος και ανταπόδωσε με τρεις μπάλες σανού.
Ο Άγιος Βασίλειος ευχαρίστησε τον αυτοκράτορα για το δώρο του λέγοντας: «Όπως μας ζήτησες, σου προσφέραμε αυτό που έχουμε και τρώμε. Το ίδιο πιστεύουμε έκανες και εσύ. Σε ευχαριστούμε».
Η απάντηση αυτή εξόργισε περισσότερο τον Ιουλιανό που ορκίστηκε να καταστρέψει την Καισάρεια, επιστρέφοντας από την εκστρατεία. Ο Άγιος προκειμένου να σώσει το ποίμνιό του ζήτησε να φέρουν ό,τι πολύτιμο είχαν για να το δώσουν στον αυτοκράτορα και να τον εξευμενίσουν. Έτσι και έγινε. Αλλά ο Ιουλιανός σκοτώθηκε σε μια μάχη και ο κίνδυνος για την Καισάρεια έπαψε να υπάρχει.

Τότε, προκειμένου να επιστραφούν τα πολύτιμα αντικείμενα και να μην μπουν οι πιστοί στον πειρασμό να πάρουν κάτι που δεν ήταν δικό τους, ο Μέγας Βασίλειος έδωσε εντολή να ζυμωθούν μικρές πίτες και μέσα σε αυτές να τοποθετηθούν τα πολύτιμα αντικείμενα. Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν στους πιστούς και, ως εκ θαύματος, ο καθένας βρήκε στην πίτα που πήρε ό,τι είχε προσφέρει.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή τη θέση του Ιουλιανού παίρνει ο έπαρχος της Καισάρειας, Μόδεστος, που ζήτησε από το λαό της μεγάλους φόρους και συγκέντρωση των τιμαλφών, ειδάλλως θα λεηλατούσε την Καισάρεια.
Έτσι γεννήθηκε το πρωτοχρονιάτικο έθιμο της βασιλόπιτας στην οποία βάζουμε το φλουρί, έθιμο που μεταφέρεται εδώ και αιώνες από γενιά σε γενιά, με διάφορες παραλλαγές, που έχουν να κάνουν με τη σύσταση της βασιλόπιτας ή τη διακόσμηση.
Σε κάποια μέρη η βασιλόπιτα είναι γλυκιά ή αλμυρή πίτα με φύλλα, σε άλλα τσουρέκι ή κέικ, σε άλλα ψωμί σαν Χριστόψωμο, αλλά κοινό στοιχείο της διακόσμησης είναι ο σταυρός και η αναγραφή του νέου έτους. Στην Αθήνα συνηθίζεται η «πολίτικη» βασιλόπιτα, στη Μακεδονία φτιάχνουν τυρόπιτα ή πρασόπιτα με φύλλα.
Στα περισσότερα μέρη της χώρας μας η βασιλόπιτα κόβεται αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου και σε μερικά στο μεσημεριανό τραπέζι ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.

Η εθιμοτυπία ορίζει ο νοικοκύρης να σταυρώνει τρεις φορές με το μαχαίρι τη βασιλόπιτα κόβοντας τα τρία πρώτα κομμάτια για τον Χριστό, την Παναγία και τον Άγιο Βασίλη και τα υπόλοιπα για τα μέλη του σπιτιού.
Όποιος βρει το κρυμμένο φλουρί είναι ο τυχερός της χρονιάς.
Σε κάποιες αγροτικές περιοχές κόβονται και δυο επιπλέον κομμάτια για τα σπαρτά και για τα ζώα. Σε ορισμένες περιοχές, παλιότερα, τοποθετούσαν, αντί για νόμισμα, ένα κλαδάκι ελιάς ή ένα μικρό κομμάτι άχυρου. Όποιος το έβρισκε στη νέα χρονιά θα είχε καλή σοδειά.
Σε πολλά νησιά, με το ξημέρωμα της 1ης Ιανουαρίου ο νοικοκύρης του σπιτιού κρατώντας ένα κερί αναμμένο και ένα κομμάτι βασιλόπιτας ή χριστόψωμου περνά από την εξώπορτα του σπιτιού τρεις φορές λέγοντας «έξω τα κακά, μέσα τα καλά».

Στην Κύπρο, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι γυναίκες κάνουν κόλλυβα και πάνω σ’ αυτά τοποθετούν τη βασιλόπιτα με ένα κερί αναμμένο, ένα ποτήρι κρασί, μια χτένα για τα γένεια του Αγίου, ένα κλαδί ελιάς και το πουγκί του νοικοκύρη με χρήματα. Ονομάζουν την πίτα Βασίλη ή Άη Βασίλης ή βασιλοπούλα.
Αυτή ζυμώνεται την παραμονή Χριστουγέννων μαζί με τα άλλα χριστόψωμα, τις γεννόπιτες. Είναι ένα μεγάλο στρογγυλό ψωμί, με σουσάμι και ένα ζυμαρένιο σταυρό, που φτάνει στις τέσσερις άκρες και μέσα του τοποθετούν το νόμισμα.
Ο Άη-Βασίλης το βράδυ θα επισκεφτεί το σπίτι, θα φάει, θα πιει και θα δώσει την ευλογία του σ’ ολόκληρο το σπίτι. Έτσι, το ψωμί και το κρασί, ο άρτος και ο οίνος της θείας προσφοράς, ποτέ δε θα λείψουν από το σπίτι και το πορτοφόλι θα είναι ευλογημένο.
Η βασιλόπιτα θα κοπεί την Πρωτοχρονιά, όταν η οικογένεια θα γυρίσει στο σπίτι μετά τη λειτουργία, από την εκκλησία.