Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images


Από τις περιπέτειες του Ιάσονα ως αυτές του Άχαμπ και του ηλικιωμένου Σαντιάγκο, η θάλασσα υπήρξε ανέκαθεν ένα γοητευτικό και ανεξάντλητο ταξίδι για τους συγγραφείς, μετρώντας αναρίθμητες αναφορές σε πεζά και ποιητικά έργα.

Το ατέλειωτο θαλασσινό ταξίδι με τα πλεονεκτήματά και μειονεκτήματά του, η εξερεύνηση ξένων τόπων, η ξενιτιά, οι οικογένειες που μένουν πίσω περιμένοντας τους δικούς τους, οι δυσκολίες των ναυτικών και οι προσωπικές περιπέτειές τους στα μπάρκα, η πάλη με τα στοιχεία της φύσης είναι τα προβλήματα εκείνα που παίρνουν σάρκα και οστά μέσα στις γραμμές δεκάδων λογοτεχνών.

Η παγκόσμια λογοτεχνία, λοιπόν, δεν έμεινε ανεπηρέαστη, καθώς πλήθος λογοτεχνικών κειμένων αναφέρονται σε θαλασσινές περιπέτειες, αγώνες με την υγρή παντοκρατορία, αλλά και μακρινοί περίπλοι.

vivlia_thalassa_2

Σκηνικό του μνημειώδους μυθιστορήματος του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ» υπήρξε ολοκληρωτικά η θάλασσα, όπου φύση και άνθρωποι δίνουν μια άνιση μάχη.

Ο Μέλβιλ τοποθετεί τη δράση του έργου του σε ένα φαλαινοθηρικό ταξίδι, με πρωταγωνιστές τον ναύτη Ισμαήλ, μια ομάδα φαλαινοκυνηγών, αλλά και τον παρανοϊκό Άχαμπ, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ανακαλύψει και να σκοτώσει μια θηριώδη λευκή φάλαινα, ονόματι Μόμπι Ντικ, η οποία, σε κάποιο προηγούμενο ταξίδι, του έχει κόψει το πόδι του.

Έναν αιώνα μετά, στη βραβευμένη με Πούλιτζερ νουβέλα του Έρνεστ Χεμινγουέϊ «Ο γέρος και η θάλασσα», το αχανές πέλαγος και ό,τι αυτό κρύβει θα αποτελέσουν το έναυσμα για μια συγκινητική ιστορία. Ο γέρος Σαντιάγκο, ένας φτωχός ψαράς, για ογδονταπέντε μέρες παλεύει στα ανοιχτά της Κούβας, μόνος και αβοήθητος, για να πιάσει ένα τεράστιο ξιφία, σε ένα ταξίδι όπου η θάλασσα, την οποία ο Σαντιάγκο αγαπά και μισεί ταυτοχρόνως, θα του παίξει ένα τελευταίο άσχημο παιχνίδι.

vivlia_thalassa_3

Οι Έλληνες μυθιστοριογράφοι και ποιητές, πάλι, δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τη μαγεία του απέραντου γαλάζιου, χρησιμοποιώντας την, συχνά, ως μοτίβο για να αναφερθούν σε χαμένες πατρίδες, σε μαγικά και φανταστικά ταξίδια, σε ανεκπλήρωτους έρωτες, σε όνειρα απραγματοποίητα, αλλά και σε κάθε συναίσθημα που μπορεί να δηλωθεί μέσω του υγρού στοιχείου.

Την ακατανίκητη έλξη της θάλασσας για περιπέτεια και «αληθινή ζωή» περιγράφει και ο Α. Καρκαβίτσας στα «Λόγια της πλώρης»:

«Ναι! την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται από το ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς το ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φθάσει στην καρδιά της γης, για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της επάνω μου, όπως πειράζομε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια».

Ο ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, ο Νίκος Καββαδίας, παρουσιάζει τη δική του προσωπική αντίληψη για τη θάλασσα και τα καράβια, τα ταξίδια, τους ναυτικούς, αλλά και τη ζωή στους μακρινούς πόντους.

vivlia_thalassa_6

Σε συνέντευξή τους, ο Καββαδίας μαρτυρούσε: «[...]Το πιο δύσκολο είναι να ζεις στην πολιτεία, όχι στη θάλασσα. Φοβάμαι τη στεριά, το χώμα. Ο βυθός ανοιχτά είναι καθαρός. Κι αν σ' αρπάξει το ψάρι, είναι κάτι που το ξέρεις πια ζώντας, το τρως κι εσύ. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το 'καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Εσείς οι στεριανοί μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ' ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως, δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα».

Θολὰ νερὰ καὶ μίλια τέσσερα τὸ ρέμα,
οἱ κούληδες τρῶνε σκυφτοὶ ρύζι μὲ κάρι,
ὁ καπετάνιος μας κοιτάζει τὸ φεγγάρι,
πού ’ναι θολὸ καὶ κατακόκκινο σὰν αἷμα.
Τὸ ρυμουλκὸ σφύριξε τρεῖς καὶ πάει γιὰ πέρα,
σαράντα μέρες ὅλο ἐμέτραγες τὰ μίλια,
μ᾿ ἀπόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα εἶχες στὰ χείλια,
τὴν ὥρα πού ῾πες μὲ θυμό: «Θά ’βγω ἄλλη μέρα…»
- «Cambay’s water», Νίκος Καββαδίας

vivlia_thalassa_4

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά,
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνωι,
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή,
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας,
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια,
οι κάβοι, τ’ ακρόγιαλα σαν μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί. […].
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
- «Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα», Κώστας Βάρναλης

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του
ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα
κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί
ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος
στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας
κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά.
Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου
ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι
της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες
επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα
πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη
σκιά τους. Άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη,
ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια
περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα,
μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών
κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία,
και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα
τ' άλλα -- ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος --
ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.
- «Το Εγκώμιο της Θαλάσσης, Κ.Γ.Καρυωτάκης

vivlia_thalassa_5

Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε σ’ τό ‘χω πει ακόμα.»
- «Η πιο όμορφη θάλασσα», Ναζίμ Χικμέτ