
20 Ιουνίου 1978: 46 χρόνια από τον φονικό σεισμό που ταρακούνησε συθέμελα τη Θεσσαλονίκη
- Παναγιώτα Απέργη - 20 Ιουνίου 2024
Ο μεγάλος σεισμός, έντασης 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ σημειώθηκε μόλις τρία λεπτά μετά τις 23:00, κάτι που πιστοποιείται κι από το ρολόι με τους ακινητοποιημένους δείκτες στη στοά Μαλακοπή, το βράδυ της 20ης Ιουνίου, με τις ζημιές να είναι εκτεταμένες όχι μόνο στη «Νύμφη» του Θερμαϊκού, αλλά και στις γύρω περιοχές και, συγκεκριμένα, στο Κιλκίς, τη Χαλκιδική και τις Σέρρες. Ακόμη, η θανατηφόρα σεισμική δόνηση έγινε αισθητή σε πολλά μέρη της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της νότιας τότε Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας.
Λόγω της θέση της, η Ελλάδα είναι μια χώρα που μαστιζόταν πάντα από σεισμικές δονήσεις, αν και παρά τη γεωγραφική της τοποθεσία ανάμεσα σε Ευρώπη και Ασία, δεν έχουν σημειωθεί μεγάλες καταστροφές σε σχέση με αντίστοιχης κλίμακας σεισμούς σε άλλες χώρες.

Μάλιστα, κατά καιρούς ο εγκέλαδος έκανε την εμφάνισή του στη Θεσσαλονίκη, αλλά, μέχρι σήμερα, ο σεισμός του 1978 θεωρείται η μεγαλύτερη σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή από το 1932, έτος που σημειώθηκε ο σεισμός της Ιερισσού στη Χαλκιδική.
Όμως, το πρωινό της 20ης Ιουνίου αρκετές εφημερίδες της βορείου Ελλάδας ζητούσαν τους αρμόδιους να ανακοινώσουν, εάν οι διαδοχικές σεισμικές δονήσεις ήταν μετασεισμοί ή ο προάγγελος ενός μεγάλο σεισμού, που δεν είχε εκδηλωθεί ακόμα. Κι αυτό γιατί για σαράντα ημέρες, η γη σειόταν ελαφρά, πανικοβάλλοντας τους κατοίκους.
Αυτό, ωστόσο, που σημειώθηκε το καλοκαιρινό εκείνο βράδυ δεν το περίμενε κανείς, καθώς μέσα σε ελάχιστα λεπτά, η ιστορία της πόλης κηλιδώθηκε από μια ανείπωτη καταστροφή με 220 τραυματίες, 49 νεκρούς, οι 29 εκ των οποίων εγκλωβίστηκαν στα χαλάσματα της 8όροφης πολυκατοικίας της Ιπποδρομίου που κατέρρευσε εν ριπή οφθαλμού.

Τα κτίρια που κατέρρευσαν ή υπέστησαν ανεπανόρθωτες καταστροφές ήταν αμέτρητα, ενώ αρκετά κατεδαφίστηκαν τις επόμενες ημέρες, με χιλιάδες ανθρώπους να μένουν χωρίς σπίτι. Μάλιστα, το μέγεθος των ζημιών που προκλήθηκαν, εκτιμήθηκε στο επίπεδο 8 της 12βαθμης κλίμακας Μερκάλι, που αφορά τις επιπτώσεις ενός σεισμού σε μια δεδομένη περιοχή, ανάλογα με την έντασή τους. Με απλά λόγια, ο οικονομικός αντίκτυπος εκτιμήθηκε σε δισεκατομμύρια δραχμές.
Μόλις ακούστηκε το φοβερό βουητό και η γη άρχισε να σείεται, επικράτησε πανικός και πρωτοφανές χάος στη Θεσσαλονίκη, με τις επίσημες ανακοινώσεις των αρχών να αναφέρουν ότι οι μισοί περίπου από τον τότε συνολικό πληθυσμό των 700.000 εγκατέλειψαν την πόλη, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν σε πάρκα, πλατείες, στην Πανεπιστημιούπολη και στα γήπεδα της πόλης.
Τα ασθενοφόρα και τα πυροσβεστικά οχήματα δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, ενώ τόσο οι τηλεφωνικές επικοινωνίες όσο και η ηλεκτροδότηση διακόπηκαν σε αρκετές περιοχές.

Για αρκετές ώρες επίσημη ενημέρωση δεν υπήρχε, ενώ οι φήμες των μετασεισμών και των αλλεπάλληλων καταρρεύσεων, συνοδευμένες από διάφορες προφητείες και δοξασίες πυροδότησαν ακόμη μεγαλύτερη αναστάτωση, τη στιγμή που το κρατικό σχέδιο εκτάκτων αναγκών «Ξενοκράτης» επιβεβαιωνόταν όχι μόνο ως νεκρό, αλλά ως ανύπαρκτο.
Φυσικά, δεν επρόκειτο για την πρώτη καταστροφή που σημειώνονταν στην πόλη, καθώς η Θεσσαλονίκη είχε έρθει αντιμέτωπη με τη «Μεγάλη Πυρκαγιά» του 1917, αλλά σίγουρα, ο σεισμός του 1978 ήταν η πρώτη μεγάλη σεισμική δόνηση που έπληττε μια μεγάλη σύγχρονη ελληνική πόλη.
Η καταστροφή του 1978, ακολουθούμενη από νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές, επιβεβαίωσε τους φόβους ότι οι σύγχρονες ελληνικές πόλεις με αντισεισμικά κτίρια από μπετόν δεν ήταν άτρωτες από τον σεισμό.
Παρόλα αυτά, μετά το φοβερό βράδυ της 20ης Ιουνίου του 1978, ο Αντισεισμικός Κανονισμός του 1959, που έμεινε αναλλοίωτος επί 25 χρόνια άλλαξε, προκειμένου να προωθηθεί η αντισεισμική προστασία της χώρας. Παράλληλα, δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας, που είναι ο αρμόδιος φορέας για το σχεδιασμό της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας, ενώ καθιερώθηκε, ακόμη, το μαρκάρισμα των κτιρίων με κόκκινο, κίτρινο και πράσινο χρώμα, ανάλογα με τις ζημιές που είχαν υποστεί και το κατά πόσο ήταν κατοικήσιμα ή όχι.