Πηγή Φωτογραφιών: Google Images


Παραμένοντας για σχεδόν εβδομήντα πέντε χρόνια ανεξιχνίαστη, η μυστηριώδης δολοφονία του νεκρού άνδρα με το διάσημο περσικό ποίημα, αποτελεί μέχρι και σήμερα αίνιγμα για όλο τον κόσμο.

Η ανεξιχνίαστη υπόθεση ξεκίνησε το πρωί της 30ης Νοεμβρίου 1947, όταν ένας άγνωστος ψηλός άντρας με πυρόξανθα μαλλιά και ρούχα, ιδιαίτερα ακατάλληλα για τις ψηλές θερμοκρασίες της περιοχής, αποβιβάστηκε από το τρένο στην Αδελαΐδα της Νότιας Αυστραλίας κι αφού αγόρασε ένα εισιτήριο με προορισμό την παραλία Χένλει, τοποθέτησε τη βαλίτσα του σε ειδικό ντουλάπι στον σταθμό του τρένου και εξαφανίστηκε. Χάνοντας την επιβίβαση, ο άγνωστος άντρας αγόρασε άλλο ένα εισιτήριο, αυτή τη φορά για το λεωφορείο που κατευθυνόταν στην παραλία Σόμερτον, όπου και κατέληξε να αφήνει την τελευταία του πνοή.

Οι αυτόπτες μάρτυρες της περιοχής δεν έδωσαν σημασία στον άνδρα, διότι, αρχικά, θεώρησαν πως ήταν απλά μεθυσμένος. Ήταν, όμως, το επόμενο πρωί, την 1η Δεκεμβρίου, όταν θα διαπίστωναν πως ο άνδρας ήταν τελικά νεκρός κι όχι κοιμισμένος, όπως εσφαλμένα πίστευαν.

Οι έρευνες που ακολούθησαν δεν κατέληξαν πουθενά, διότι κανένας δεν ήξερε ούτε ποιος ήταν ο νεκρός ούτε την ακριβή αιτία θανάτου, μη μπορώντας να κάνουν λόγο για αυτοκτονία ή θάνατο από φυσικά αίτια ή δολοφονία. Τελικά, επικρατέστερη άποψη θεωρήθηκε ο θάνατος από δηλητήριο, εξ αιτίας του ότι η αυτοψία έδειξε κυκλοφορική συμφόρηση στο κεφάλι και στο σώμα, αίμα στο στομάχι και στο συκώτι, αλλά και μια αρκετά μεγεθυμένη σπλήνα. Παρόλα τα ευρήματα της αυτοψίας, η δηλητηριώδης ουσία δεν μπόρεσε να ανιχνευθεί, οδηγώντας τις θεωρίες για τις αιτίες θανάτου σε ναυάγιο.

Για μήνες οι έρευνες συνεχίζονταν χωρίς να υπάρχει σημαντική πρόοδος, με μοναδικό φωτεινό σημείο την ύπαρξη μιας καφέ βαλίτσας στον σταθμό του τρένου της Αδελαΐδας, η οποία θεωρήθηκε πως ανήκε στον νεκρό, επειδή περιείχε την ίδια κλωστή που είχε χρησιμοποιηθεί για ένα μπάλωμα στο σακάκι του. Η ιδιαίτερη επεξεργασία της κλωστής, που ήταν φτιαγμένη από ειδικά κατεργασμένο υλικό, οδήγησε τις αρχές να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως ο νεκρός είχε ταξιδέψει στις Η.Π.Α, καθώς αυτού του ίδιου οι κλωστές δεν ήταν εξαγώγιμα προϊόντα και πωλούνταν μόνο εκεί.

somerton_man5

Στις 14 Ιουνίου 1948, οι ερευνητές ανακάλυψαν σε μία κρυφή τσέπη του παντελονιού του πτώματος, ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί, πάνω στο οποίο είχαν τυπωθεί οι λέξεις: «Tamam Shud». Οι ειδικοί αναγνώρισαν, αμέσως, πως οι λέξεις σήμαιναν «τελειωμένο» στα περσικά και πως επρόκειτο για τις τελευταίες λέξεις του διάσημου περσικού ποιήματος με τον τίτλο «Ρουμπαγιάτ» του Ομάρ Καγιάμ.

Μετά την ανακάλυψη, οι αρχές ξεκίνησαν εκτενή έρευνα για να εντοπίσουν το βιβλίο απ’ όπου προερχόταν, με τη «λύση» να έρχεται από έναν ανώνυμο πληροφοριοδότη κι οδηγό ταξί, ο οποίος στις 22 Ιουλίου παρέδωσε το βιβλίο στην αστυνομία, δηλώνοντας πως κάποιος πελάτης είχε ξεχάσει το βιβλίο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, περίπου δύο εβδομάδες πριν εντοπιστεί το πτώμα στην Αδελαΐδα.

Το βιβλίο φέρεται να ήταν μια αρκετά σπάνια έκδοση του 1859, από τους Νεοζηλανδούς εκδότες Γουίτκομπ και Τομπς, με το πίσω εξώφυλλο του βιβλίου να περιλαμβάνει έναν ακατανόητο κώδικα. Επρόκειτο για τις πέντε σειρές με κεφαλαία λατινικά γράμματα, που ποτέ δεν αποκρυπτογραφήθηκαν:

WRGOABABD MLIAOI WTBIMPANETP MLIABOAIAQC ITTMTSAMSTGAB

Κάτω από αυτές τις λέξεις ήταν σημειωμένος ένας αριθμός τηλεφώνου, που όπως αποκαλύφθηκε, ανήκε στην Τζέσικα Τόμσον, που έμενε αρκετά κοντά στο σημείο που βρέθηκε το πτώμα. Η γυναίκα δήλωσε πως ήταν σύζυγος του Πρόσπερ Τόμσον και νοσοκόμα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ πως πράγματι κάποτε είχε ένα αντίτυπο του βιβλίου, το οποίο, βέβαια, χάρισε σε κάποιον λοχία φίλο της με το όνομα Άλφρεντ Μπόξολ, με τον οποίο, μετά το τέλος του πολέμου έχασε κάθε επαφή.

Όταν οι αρχές της έδειξαν το ομοίωμα του προσώπου του πτώματος, η Τόμσον, αν και, αρχικά, ταράχτηκε, δήλωσε πως δεν τον γνώριζε, ενώ, παράλληλα, ζήτησε να μη μάθει η οικογένειά της ότι συμμετείχε στην έρευνα της αστυνομίας, γιατί δεν ήθελε να τους ανησυχήσει, αναγκάζοντας την αστυνομία να της δώσει το ψευδώνυμο «Τζέστιν».

somerton_man5

Η κηδεία του νεκρού αγνώστων στοιχείων πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1949, με τις έρευνες να έχουν σταματήσει και τη φήμη πως ο νεκρός μπορεί να ήταν κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης να είναι διαδεδομένη.

Πολλές δεκαετίες μετά την εν λόγω υπόθεση, το 2002 ο ντετέκτιβ Τζέραλντ Φέλτους, «σκαλίζοντας» το παρελθόν της Τζέσικα Τόμσον, ανακάλυψε πως δεν ήταν παντρεμένη, όταν μίλησε στην αστυνομία το 1948, καθώς ο Πρόσπερ Τόμσον πήρε διαζύγιο από την πρώτη σύζυγό του το 1950 και παντρεύτηκε την Τζέσικα λίγους μήνες αργότερα. Ο Φέλτους, παράλληλα, πίστευε ότι η Τόμσον δεν αποκάλυψε στην αστυνομία όσα ήξερε, μιας και του φάνηκε περίεργη η έντονη αντίδραση, όταν της έδειξαν το πρόσωπο ενός άγνωστου πτώματος.

Περαιτέρω έρευνες που έγιναν από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας απέδειξαν πως το πτώμα παρουσίαζε δυο γενετικές ιδιομορφίες: την ανομοιομορφία στην πάνω κοιλότητα του αυτιού, αλλά και την έλλειψη κυνοδόντων, χαρακτηριστικά που παρουσιάζονται σε ένα ελάχιστο ποσοστό, της τάξεως του 2%, στον καυκάσιο πληθυσμό.

Η αποκάλυψη αυτή ήταν αρκετά συγκλονιστική, εξ αιτίας τού ότι ο γιος της Τζέσικα Τόμσον, ο Ρόμπιν, είχε ακριβώς τις ίδιες γενετικές ιδιομορφίες, οδηγώντας τους σύγχρονους ερευνητές να πιστέψουν πως ο άγνωστος νεκρός άντρας ήταν ο πατέρας του Ρόμπιν. Το 2013, η κόρη της Τζέσικα Τόμσον, Κέιτ, δήλωσε σε συνέντευξή της ότι η Τζέσικα της είχε εκμυστηρευτεί πως είχε πει ψέματα στην αστυνομία και πραγματικά γνώριζε την ταυτότητα του νεκρού, την οποία γνώριζαν και οι πιο υψηλόβαθμοι αστυνομικοί, παραμένοντας πεπεισμένη πως η μητέρα της υπήρξε και αυτή κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης, γιατί μιλούσε ρώσικα και κανείς δεν ήξερε πώς έμαθε τη ξένη γλώσσα. Οι δηλώσεις της Κέιτ επιβεβαιώθηκαν από τη χήρα του Ρόμπιν Τόμσον, Ρόμαν, η οποία ζήτησε να γίνει εξέταση DNA για να αποδειχθεί τι συνέβη πραγματικά, με την υπόθεση, βέβαια, να παραμένει ένα αίνιγμα του 20ου και του 21ου αιώνα.