
Κυριακή του Πάσχα: Η εορτὴ των Εορτών, η Πανήγυρις των Πανηγύρεων
- Παναγιώτα Απέργη - 5 Μαΐου 2024
Στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες η Ανάσταση του Χριστού δεν γιορταζόταν την ίδια μέρα από όλους τους χριστιανούς. Η ακριβής ημερομηνία της γιορτής ορίστηκε στους Ιερούς Κανόνες (Κανόνας Κ΄) της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια, το 325μ.Χ.. Στη βυζαντινή εποχή έχουν τις ρίζες τους τα έθιμα που ακολουθούμε και σήμερα, για τα οποία μας δίνει πληροφορίες ο καθηγητής Φαίδων Κουκουλές.
Το Πάσχα στα βυζαντινά χρόνια αποτελούσε τη μεγαλύτερη γιορτή και οι εορτασμοί κρατούσαν μια βδομάδα, την Εβδομάδα της Διακαινησίμου, δηλ. από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή του Θωμά.
Οι βυζαντινοί φρόντιζαν την καθαριότητα και την εμφάνιση των σπιτιών τους, βάφοντάς τα και στρώνοντάς τα με κλαδιά μυρτιάς, δάφνης, φύλλα λεμονιάς κ.ά.. Μάλιστα, στην περιοχή του Πόντου τα δάπεδα των σπιτιών στρώνονταν με βάγια από την Κυριακή των Βαΐων. Ανάλογη ήταν και η προσοχή στον φωτισμό των πόλεων και των χωριών, που μετά την Ανάσταση φωταγωγούνταν με τους τρόπους της εποχής.
Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν οι βυζαντινοί και στην εμφάνισή τους με την αγορά καινούργιων ρούχων. Στα Πτωχοδρομικά (Ι.46) γράφει ο ποιητής για τα παράπονα που του κάνει η γυναίκα του:
[…]Ποίον ιμάτιον μ΄ έρραψες; Ποίον δίμιτον μ΄ εποίκες; Και ποιόν γυρίν μ΄ εφόρεσες; Ουκ οίδα Πασχαλίαν.[…]
Μετά την Ανάσταση οι πιστοί αντάλλασσαν το «φιλί της αγάπης», όπως κάνουμε και σήμερα, όταν ακούμε το «Χριστὸς Ανέστη».
Η αυστηρή νηστεία της Σαρακοστής τελείωνε τη μέρα της Λαμπρής με τα τραπέζια πλούσιων και φτωχών, αυτοκράτορα και λαού, τα γεμάτα με κρέατα και άλλα φαγώσιμα, τα κόκκινα αυγά και τις πασχαλιάτικες κουλούρες με το κόκκινο αυγό πάνω τους, όλα έθιμα που επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Τα φαγητά ήταν άφθονα για όλους, ακόμα και για τους πιο φτωχούς.
Το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών, συμβολισμός της Ανάστασης του Χριστού, υπήρχε ήδη από τον 13ο αι., όπως βεβαιώνεται από τον μητροπολίτη της Ναυπάκτου (1204-1232) Ιωάννη Απόκαυκο. Αναφέρεται, μάλιστα, σε λαογραφικές μελέτες και άλλων χωρών – τον 14οαι. στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας, τον 15οαι.στην Πολωνία. Σχετικά με το βάψιμο των αυγών με κόκκινο χρώμα έχουν διατυπωθεί διάφορες ανεκδοτολογικές απόψεις μεταξύ των οποίων και αυτή του Αδαμάντιου Κοραή. Αυτός επικαλούμενος τα κεφάλαια 7 και 8 του δωδέκατου βιβλίου της Εξόδου εικάζει ότι το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα των προβάτων με το οποίο οι Ιουδαίοι έβαψαν τις παραστάδες και το ανώφλι της εξώθυράς τους, προκειμένου να αποφύγουν την τιμωρία που θα έστελνε ο Θεός στην Αίγυπτο. Με τα ίδια χωρία σχετίζεται και το έθιμο του ψημένου αρνιού.

Η Ανάσταση, λοιπόν, γιορταζόταν με πανηγυρισμούς και φωταγώγηση των πόλεων και των χωριών σε όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας. Επίκεντρο του εορτασμού ήταν το παλάτι, όπου τις ημέρες αυτές δίνονταν δεξιώσεις από τους αυτοκράτορες. Τα χαράματα της Κυριακής ο αυτοκράτορας, με την πολυπληθή συνοδεία του και υπό τις επευφημίες του πλήθους που κατέκλυζε τους δρόμους, πήγαιναν στην Αγία Σοφία για να παρακολουθήσουν τον όρθρο.
Αργότερα παρέθεταν επίσημα γεύματα στο μεγαλοπρεπέστερο διαμέρισμα των ανακτόρων, το λεγόμενο «Χρυσοτρίκλινο», όπου υπήρχε η χρυσή τράπεζα και το «πενταπύργιο», το έπιπλο στο οποίο τοποθετούσαν τα αυτοκρατορικά στέμματα και κοσμήματα. Στη χρυσή τράπεζα κάθονταν μαζί με τον αυτοκράτορα η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Πόλης και οι ξένοι πρεσβευτές και σε άλλα τραπέζια έτρωγαν κατώτεροι άρχοντες και οι ακόλουθοι των ξένων πρεσβευτών με τις εθνικές τους ενδυμασίες.
Την πέμπτη ημέρα των εορτασμών ο αυτοκράτορας προσκαλούσε για γεύμα στη χρυσή τράπεζα τον Πατριάρχη, τους μητροπολίτες και ηγούμενους 12 μοναστηριών. Στο γεύμα που δινόταν στο Χρυσοτρίκλινο συμμετείχαν, σε άλλα τραπέζια, οι διάκονοι και ιερείς του Πατριαρχείου. Επίσημα γεύματα, με συμμετοχή ανώτερων και κατώτερων αρχόντων, δίνονταν όλη την Εβδομάδα της Διακαινησίμου.
Στην Κωνσταντινούπολη οι πολίτες αξιοποιούσαν την πολυήμερη πασχαλινή αργία, παρακολουθώντας συναρπαστικά δημόσια θεάματα και, κυρίως, ιπποδρομίες, που τότε ήταν πολύ δημοφιλείς.
Μέχρι την Κυριακή του Θωμά, δηλαδή την «Διακαινήσιμον Εβδομάδα», δεν λειτουργούσαν τα δικαστήρια, δεν φυλακίζονταν όσοι υπέπιπταν σε ελαφρά πταίσματα και οι ελαφροποινίτες φυλακισμένοι έπαιρναν χάρη με ειδική αυτοκρατορική διαταγή.
Όπως γράφει ο Φαίδων Κουκουλές :
«Κατά τας μεγάλας εορτάς ή κατά τας ημέρας ευχαρίστων δια το κράτος γεγονότων, συνήθεια επεκράτει κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, ίνα απολύωνται των φυλακών οι δι’ ελαφρά παραπτώματα φυλακισθέντες. Τούτο εγίνετο και κατά το Πάσχα ερχομένης ειδικής βασιλικής διαταγής. Του ευεργετήματος όμως τούτου εστερούντο οι διά σοβαρά εγκλήματα εγκλεισθέντες».
Σύμφωνα με μια ιστορία που αναφέρεται στο βιβλίο Η άγνωστη πλευρά του Βυζαντίου: Ιστορικά παράδοξα, η οποία συνέβη το Πάσχα του 600 μ.Χ., κατά την περίοδο που οι βυζαντινοί βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Αβάρους στη Μυσία (σημερινή Βουλγαρία). Ο στρατός των Βυζαντινών υπέφερε από έλλειψη τροφίμων, πρόβλημα που ο χαγάνος των Αβάρων όχι μόνο δεν εκμεταλλεύτηκε αλλά, αντίθετα λόγω της χριστιανικής γιορτής έστειλε στον βυζαντινό στρατό 400 άμαξες με τρόφιμα. Ο βυζαντινός στρατηγός Πρίσκος για να τον ευχαριστήσει του πρόσφερε γαρίφαλο, κανέλα, πιπέρι και άλλα είδη από την Ινδία που ευχαρίστησαν τον χαγάνο. Η γιορτή του Πάσχα πέρασε ειρηνικά για τους λαούς και με το τέλος της ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες.