Ανδρόνικος Τζιβλέρης στο newstrip.gr: «Οι ελληνικές ταινίες είναι σαν το οικογενειακό μας λεύκωμα»

Συγγραφέας, αγαπημένος YouTuber, αλλά και ένας βαθύς γνώστης (κι ας μη το παραδέχεται ο ίδιος) του ελληνικού κινηματογράφου, ο Ανδρόνικος Τζιβλέρης μιλά στο newstrip.gr για το νέο του «παιδί» το Ξαναγράφοντας, ένα ιδιαίτερο βιβλίο για πέντε διαχρονικές κωμωδίες, τις οποίες λατρεύουν μικροί και μεγάλοι.

Τι δηλώνει, όμως, ο ίδιος ο Ανδρόνικος Τζιβλέρης; Συγγραφέας, ερευνητής ή λάτρης του ελληνικού κινηματογράφου;

«Bon viveur, έζησα όσο καλύτερα μπορούσα, ορθολόγησα τους ανθούς και τους χυμούς της ζωής μέσα από την προσωπικότητά μου, με την οικογένεια και τα παιδιά μου, αν και προσπάθησα και την καριέρα, αλλά ενδεχομένως να μην ήμουν από τους φανατικούς της καριέρας. Τουλάχιστον όταν ήμουν εγώ στα είκοσι και των τριάντα, που ήταν και η μεγάλη άνθιση της τηλεόρασης, αλλά το μετερίζι το δικό μου ήταν το σενάριο.

Την ιδιότητα του συγγραφέα θα μπορούσα να τη βάλω, αλλά δεν είμαι υπό την έννοια της αγοράς. Θα ήθελα να γίνω, όμως, γι’ αυτό και ξεκίνησα αυτήν την εκδοτική προσπάθεια και θέλω ο κόσμος να γνωρίσει το έργο μου. Αυτό είναι μια αέναη προσπάθεια».

Kαι κάπως έτσι ξεκινάει η άκρως απολαυστική μας κουβέντα για το νέο του βιβλίο, το Ξαναγράφοντας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΣΠΡΟ ΜΑΥΡΟ, στην απήχηση που έχει το κανάλι του, Kastalia, στο YouTube στο κοινό, στους συγγραφείς της φάρσας και της κωμωδίας, τη σημασία της ιστορικής γνώσης για τη βαθύτερη κατανόηση ενός έργου, την ομοιομορφία που διατρέχει τις σύγχρονες δημιουργίες, αλλά και τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τους σπουδαίους δραματουργού και κινηματογραφιστές…

«Το βιβλίο προέκυψε μέσα από το κανάλι μου στο YouTube, το οποίο επίσης ξεκίνησε ως χόμπι. Η ιδέα ξεκίνησε από ένα βίντεο για τον Βασίλη Λογοθετίδη και δώδεκα ταινίες που είχα ανακαλύψει τότε, τώρα έχω βρει πολλές περισσότερες, που δεν έπαιξε. Πρόκειται για έργα που τα πρωτοέπαιξε στο θέατρο, αλλά στη συνέχεια κινηματογραφήθηκαν για διάφορους λόγους με άλλους ηθοποιούς. Αυτό ήταν, από εκεί ξεκίνησαν όλα χωρίς να το περιμένω, χωρίς να με έχει προϊδεάσει κάτι πάνω σ’ αυτό. Ο κόσμος το δέχθηκε, το αγκάλιασε, ενδεχομένως να αντιλήφθηκε ότι ξέρω τι λέω και τι γίνεται, οπότε μου είπε “πες κι άλλα, αν γνωρίζεις”. Και αφού το ένα έφερε το άλλο πλέον έχουμε μπει στον έκτο χρόνο», επεσήμανε.

«Ο αναγνώστης θα νιώθει ότι βρισκόταν στο πλευρό του Σακελλάριου».

Πολύ σύντομα, αυτή η θεματική, όμως, βεντάλια των βίντεο άνοιξε και προς άλλες κατευθύνσεις, περισσότερο αναλυτικές, με τον κόσμο να συναντά ξανά αγαπημένα έργα, τα οποία πλέον μπορεί και τα βλέπει από μια άλλη σκοπιά.

Επί της ουσίας, αυτό ήταν που, όπως μας αναφέρει, τον ώθησε στη συγγραφή του Ξαναγράφοντας, στο οποίο επανασυστήνει στο κοινό και αναλύει πέντε θεατρικά κείμενα, τέσσερα της δεκαετίας του '50 και '60 και ένα της δεκαετίας του '90.

Ο λόγος για τα:

♢ τα Κίτρινα Γάντια των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου

♢ τον Ηλία του 16ου των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου

♢ την Κόμισσα της φάμπρικας του Ασημάκη Γιαλαμά

♢ τον Θησαυρό του μακαρίτη του Νίκου Τσιφόρου

♢ τους Μπαμπάδες με ρούμι των Δημήτρη Ρέππα και Μιχάλη Παπαθανασίου

Όσο για το αν φοβήθηκε να καταπιαστεί με αυτά τα έργα, τα οποία κινηματογραφικά και θεατρικά αγαπήθηκαν από το κοινό, ο Ανδρόνικος Τζιβλέρης απάντησε:

«Η αλήθεια είναι ότι δεν το φοβήθηκα, γιατί ο τρόπος που ανέλυσα αυτά τα κείμενα γραπτώς είχε δοκιμαστεί πιο πριν στα βίντεο. Οπότε, ο κόσμος το είχε ήδη αποδεχθεί. Επίσης, η ανάλυση δεν γίνεται καθ’ έδρας, δεν πήρα τα κείμενα να τα αναλύσω εκ των υστέρων, να τα αποδομήσω.

Το έκανα με έναν πρωτότυπο και, υποθέτω, γλαφυρότερο τρόπο, προσπαθώντας να ανιχνεύσω την κεντρική ιδέα κάθε κειμένου και, αφού βρήκα την πυρηνική σύλληψη του έργου, έθεσα ερωτήματα που οδηγούν στην κατανόηση του έργου όπως το συνέλαβε ο συγγραφέας. Πχ. Ο Νίκος Σταυρίδης στα Κίτρινα Γάντια, στη μέση του πουθενά, σε ένα καφενεδάκι, βρίσκει στο πάτωμα τα γάντια της γυναίκας του. Αυτό είναι το ευτράπελο, η κεντρική ιδέα, που γέννησε την κωμωδία, αλλά από εκεί και πέρα άρχισαν τα διάφορα ερωτήματα που γεννούν νέα ερωτήματα και απαιτούν εύστοχες απαντήσεις.

[…] Και με αυτόν τον τρόπο, εισάγω και τον πιο αμύητο αναγνώστη – θεατή, τον εισάγω στη γλυκάδα της δημιουργίας. Στο τέλος κάθε ανάλυσης των έργων, ο αναγνώστης θα νιώθει ότι βρισκόταν στο πλευρό του Σακελλάριου. Γιατί αυτός ήταν ο σκοπός κι όχι να αναλύσω εκ των υστέρων, κάτι που δημιουργεί και μια απόσταση με τον αναγώστη-θεατή».

«Οι «μπαμπάδες» όλων είναι… χωρίς ρούμι και είναι ο Σακελλάριος με τον Γιαννακόπουλο».

Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κ. Τσιβλέρης, αυτή η «εισβολή» στο μυαλό του συγγραφέα μπορεί να καταστεί δυνατή μόνο μέσω της φάρσας και κατ’ επέκταση της φαρσοκωμωδίας, η οποία διαθέτει τους δικούς της κανόνες.

«Διάλεξα επίτηδες τη φάρσα και τη φαρσοκωμωδία που έχει αυστηρούς και γνωστούς κανόνες και είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει στην καθαρόαιμη κωμωδία, όπως λ.χ. Στο Ένας ήρωες με παντούφλες, όπου ο συγγραφέας έχει να επιλέξει κατά το δοκούν σε έναν ωκεανό ιδεών πώς θα χτίσει το έργο του. Στη φαρσοκωμωδία είναι άλλος ο κώδικας, εκεί είναι το ρωτώ-απαντώ», υποστήριξε.

Ερωτώμενος για το ποιος δημιουργούς ξεχωρίζει για το είδος της φαρσοκωμωδίας, ο Ανδρόνικος Τζιβλέρης ήταν σαφής: τα σκήπτρα κρατούν ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, καθώς είναι οι «Διόσκουροι» της θεατρικής κωμωδίας, οι οποίοι πήραν τον κώδικα της φάρσας και τον ανέλυσαν.

«Οι δυο τους καταπιάστηκαν με αυτό το δύσκολο έργο. Και κρατούν τα σκήπτρα και για τις περίτεχνες φτιάξεις τους και για το πλήθος των έργων τους. Ο Τσιφόρος έχει λιγότερες και με πιο χαλαρές πλοκές φάρσες, αλλά διακρίνεται για τη δηλητηριώδη ατάκα, ενώ ο Ρέππας και ο Παπαθανασίου μου έκανε εντύπωση γιατί όχι μόνο ακολούθησαν τα χνάρια του Σακελλάριου, αλλά παιδεύτηκαν για να φτιάξουν σωστά – κάτι που το κατάφεραν – μια θεατρική φάρσα, έτσι όπως πρέπει να είναι. Ήξεραν πάρα πολύ καλά πώς να το κάνουν!

Είναι επάξιοι συνεχιστές τους. Αλλά οι «μπαμπάδες» όλων είναι… χωρίς ρούμι και είναι ο Σακελλάριος με τον Γιαννακόπουλο», παρατήρησε.

«Οι ταινίες αυτές είναι το οικογενειακός μας άλμπουμ».

Κατά την κουβέντα μας, γυρίσαμε λίγο τον χρόνο πίσω, στην εποχή της ασπρόμαυρης ΕΡΤ, η οποία μύησε αρκετούς στον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο.

«Μιλάμε για την ταινία του Σαββατόβραδου κατά τη δεκαετία του 1980, όταν οι ταινίες άρχισαν να παίζονται στην τηλεόραση, όχι με τους ρυθμούς που προβάλλονταν στην αρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Στην εφηβεία και την μετεφηβεία μου είχαμε τρεις με τέσσερις ελληνικές ταινίες μέσα στην εβδομάδα, αλλά σίγουρα είχαμε αυτή του Σαββάτου, που ήταν κατά βάση της Finos Film. Και για να καταλάβουν οι νεότεροι, μιλάμε για ταινία της Finos Film που θα τη βλέπαμε για πρώτη φορά, θα βλέπαμε τη «Σαραντάρα» με τη Ρένα Βλαχοπούλου, που δεν την είχαμε ξαναδεί. Και θα την ξαναβλέπαμε μετά από χρόνια, εάν η ΕΡΤ μας έκανε τη χάρη να την ξαναβάλει.

Κι αυτό ήταν που μας γαλούχησε, γράφτηκε στο DNA μας... Είναι σαν το οικογενειακό μας λεύκωμα, σαν το άλμπουμ με τις φωτογραφίες της γιαγιάς, του μπαμπά και της μαμάς. Γι’ αυτό και τις αντιμετωπίζουμε με συναίσθημα κι όχι με επικριτική διάθεση», σημείωσε.

Μάλιστα, ο δημιουργός του αγαπημένου καναλιού «Kastalia» εξήγησε ότι σταδιακά στράφηκε από την παρουσίαση αποσπασμάτων ελληνικών ταινιών στην αφήγηση και την ανάλυση, χαρακτηρίζοντας τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο ως μια «ζώσα κιβωτό λαογραφίας και πραγματολογικών στιγμιότυπων» της Αθήνας που έχει μεταλλαχθεί πλέον πλήρως, με απώτερο στόχο να σκιαγραφήσει τις ιστορίες πίσω από τα έργα.

Φυσικά, κάτι τέτοια δεν γίνεται εύκολα ούτε χωρίς προσπάθεια, καθώς είναι μια διαδικασία που απαιτεί έναν ιδιαίτερο μηχανισμό και μια προσωπική έρευνα και γνώση της ιστορικής, κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας, για να ταυτοποιηθούν οι διαρκείς αλλαγές που παρατηρούνται στην Αθήνα από τα τέλη του ‘40.

«Ας δούμε το παράδειγμα του Τσιφόρου, που γύρισε με τη Finos Film την ταινία Χαμένοι Άγγελοι με πρωταγωνιστές τον Μίμη Φωτόπουλο, την Ειρήνη Παπά, τον Χρήστο Τσαγανέα… Εκείνη την εποχή ο χωροφύλακας, εάν έβλεπε έναν άνδρα να κρατά μπουζούκι, το έπαιρνε και το έσπαζε στο γόνατο. Σε συνελάμβανε και σε πήγαινε στο τμήμα για εξακρίβωση. Όλα αυτά και μετά τον Εμφύλιο και αυτό έφτασε μέχρι τα μέσα του ‘50, οπότε και ήρθε ο Μανώλης Χιώτης, για να το “αθωώσει”. Ο Τσιφόρος, όμως, βάζει με μαγκιά τον Μανώλη Χιώτη να τραγουδά με τρίχορδο μπουζούκι σε μια ταινία λαϊκής κατανάλωσης… Κάτι που ήταν τολμηρό για την εποχή.

Αν δεν ξέρεις την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, λες απλώς ότι ο Χιώτης απλώς τραγουδά, αλλά αν γνωρίζεις τι συνέβαινε αποκτά άλλη σημειολογία. Κι ο Τσιφόρος το κάνει συχνά αυτό και στον “Πύργο των Ιπποτών” με το λαϊκό συγκρότημα του Γιώργου Μητσάκη με τον νεαρούλη Γιώργο Ζαμπέτα».

«Ο κωμωδιογράφος καταγράφει τον παλμό της εποχής»

Και κάπως έτσι, η συζήτησή μας εστιάζει στη σημασία του ιστορικού γίγνεσθαι για τη βαθύτερη κατανόηση τόσο των γεγονότων όσο και των τύπων των ανθρώπων που βλέπουμε στις ελληνικές ταινίες, που όπως σημειώνει ο «πατέρας» της «Kastalia» κρύβουν στο βλέμμα τους όσα έζησαν.

«Ο Παπαγιαννόπουλος πολέμησε στην Αλβανία, ο Κωσταντάρας επίσης, άλλοι σκοτώθηκαν, ο Φιλοποίμην Φίνος κατατάχθηκε εθελοντικά στην πρώτη γραμμή του πολέμου και με την ομάδα του κινηματογραφούσε τα γεγονότα.

Αυτοί οι άνθρωποι έκαναν σινεμά με το αίμα τους… Ο Παπαγιαννόπουλος όταν κοιτάζει το φακό βλέπεις στο βλέμμα του ότι είναι φορέας της Ελλάδας, είναι σαν να σε κοιτά κατάματα η ίδια ιστορία: η Κατοχή, ο Εμφύλιος, οι προδότες και οι ασφαλίτες, οι καλοί και οι κακοί άνθρωποι, όσοι είχαν ονοματεπώνυμο», παρατηρεί.

Μάλιστα, ο Ανδρόνικος Τζιβλέρης αναφέρθηκε και στη δύναμη των κωμωδιογράφων να καταγράψουν με έναν διαφορετικό τρόπο τον παλμό της εποχής, παρουσιάζοντας προσωπικότητες που πλέον δεν τις συναντούμε, καθώς έχει πλέον επικρατήσει το ομοιόμορφο στιλ.

«Τα τελευταία χρόνια τείνουμε όλοι μας να γίνουμε το ίδιο πράγμα και κυκλοφορούμε σαν εξώφυλλο περιοδικού ή σαν να μας παρακολουθεί μια αόρατη κάμερα και γινόμαστε σταρ της ίδιας μας της ζωής. Κι αυτό έχει μια ψευτιά. Αυτή είναι η γενεσιουργός ύλη, το γελοίον και το ανόητο του πράγματος. Οι ήρωες που ενσάρκωναν η Βασιλειάδου και ο Αυλωνίτης είχαν αίμα, ήταν υπαρκτοί. Αναγνώριζες τη θεία ή τη γειτόνισσά σου, μια κυρία που θα συναντούσες, αυτά πλέον δεν υπάρχουν», εξηγεί.

«Το λαϊκό στοιχείο υιοθετήθηκε από το ελληνικό σίριαλ»

Παρόλα αυτά, δεν παρέλειψε να αναδείξει τον ποιοτικό σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, από τον οποίο – ωστόσο – απουσιάζει το λαϊκό στοιχείο:

«Αυτό που απουσιάζει είναι το λαϊκό σινεμά, που θα πάρει ο μπαμπάς και η μαμά την οικογένεια να δουν μια ταινία, όπως έβλεπαν τότε τον Βουτσά και τη Βλαχοπούλου. Και απουσιάζει γιατί έχει αντικατασταθεί από το ελληνικό σίριαλ, που υιοθέτησε το λαϊκό στοιχείο και έφτιαξε μια νέα μυθολογία, που είναι οι Τρεις Χάριτες, το Δις Εξαμαρτείν, οι Μεν και οι Δε, οι Απαράδεκτοι. Και στα δραματικά, οι Μέλισσες, εκεί πέρασε πλέον το λαϊκό θέαμα και καλύπτει την ανάγκη του νεοέλληνα.

Γι’ αυτό και οι παραγωγοί που ενδεχομένως θα μπορούσαν να βάλουν το χέρι στην τσέπη, ο Φίνος, δηλαδή, της εποχής μας, δεν το βάζουν γιατί είναι επίφοβο… Γιατί αυτό που θα δει ο άνθρωπος στο σινεμά το βλέπει στην τηλεόραση. Ωστόσο, ο κινηματογράφος μας έχει περάσει σε μια άλλη αισθητική, με άλλη θεματολογία και ύφος, που υψηλό, που δεν μπορεί να περάσει στην τηλεόραση. Κι ακόμη και στις τηλεοράσεις, βλέπουμε πως περνάμε παγκοσμίως στις πλατφόρμες».

Γιατί, όμως, οι λαϊκές ταινίες αποτελούσαν πόλο έλξης για μικρούς και μεγάλους;

«Αυτό που έβλεπαν οι άνθρωποι και βλέπουν οι άνθρωποι μέσα από την τηλεόραση είναι ξεχαστούν και να ξεδώσουν. Η δεκαετία του ‘60 είναι αυτή που μας παρουσιάζει η Finos Film; Όλα ρόδινα και χορεύουμε συρτάκι; Ο Έλληνας, όμως, ήθελε να μπει στην αίθουσα και να ξεχαστεί, όχι να ζήσει αυτό που ζούσε στο πετσί του καθημερινά. Τις ταινίες του Κούνδουρου τις ζούσε καθημερινά, έμπαινε στην αίθουσα για να ζήσει το παραμύθι. Αυτό ήταν που το έλειπε και του έδινε τα κουράγια, όπως κρατούσε το θυμικό παλαιότερα το Δημοτικό τραγούδι», παρατήρησε, διακρίνοντας παράλληλα την ομοιομορφία που κυριαρχεί στην ελληνική τηλεόραση, δίνοντας μια ορισμένη κατεύθυνση στην πραγματικότητα.

Στο τέλος της απολαυστικής μας συζήτησής του επιφύλασσα το… κλασικό ερώτημα: ποιους δημιουργούς και καλλιτέχνες ξεχωρίζει;

«Στις νέες γενιές υφέρπει η αντίληψη ότι οι παλιοί ηθοποιοί είναι αναντικατάστατοι. Δεν είναι έτσι και το υπογράφω ότι σήμερα έχουμε ηθοποιούς που είναι πολύ καλύτεροι από εκείνη τη γενιά. Υπάρχει, όμως, μια σειρά έξι ή επτά ηθοποιών που είναι πράγματι αναντικατάστατοι: Βασίλης Λογοθετίδης, Αιμίλιος Βεάκης, Έλλη Λαμπέτη δεν έχουμε, Βάσω Μανωλίδου, Δημήτρης Χορν και Κατίνα Παξινού δεν ξαναγεννήθηκαν… Αυτούς ναι, δεν τους έχουμε. Το καλλιτεχνικό ανάστημα των υπολοίπων το έχουμε και πολύ καλύτερο», επεσήμανε.

Παράλληλα, ως προς τη δραματουργική του δεινότητα ξεχωρίζει από τα «χρυσά» χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, ενώ ως προς την κινηματογράφηση τον Γιώργο Τζαβέλα, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Τάκη Κανελόπουλο, τον Γιώργο Σκαλενάκη και πολλούς άλλους.

Κι κάπως έτσι προχώρησε σε άλλη μια σημαντική διάκριση, δημιουργοί όπως ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Ντίνος Δημόπουλος ήταν κατά βάθος «γραφιάδες», που μετέτρεπαν τον γραπτό τους λόγο σε ταινία, ενώ η ομάδα των Τζαβέλα και Κούνδουρου μεριμνούσαν βαθιά για τη σκηνοθεσία, τα πλάνα και την αισθητική των έργων.