Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήρθε σταδιακά, μετά την επανάσταση των Νεότουρκων (1908) και τα κινήματα επαναφοράς του Σουλτάνου, τις αλβανικές επαναστάσεις (1910, 1912), και τον πόλεμο με την Ιταλία (1911-1912), η οποία πήρε την Λιβύη και τα Δωδεκάνησα.
Στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων, που διακήρυτταν ισότητα, ελευθερία και ισονομία σε όλους τους πολίτες, δημιούργησε ελπίδες για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χώρας που, όχι μόνο διαψεύστηκαν, αλλά, αντίθετα, προωθήθηκε μια ιδιαίτερα σκληρή στάση ώστε να γίνει θρησκευτική και πολιτισμική ομογενοποίηση των λαών της Αυτοκρατορίας.
Συνεχίστηκαν, λοιπόν, οι διώξεις και η καταπίεση των χριστιανικών και μη πληθυσμών, καταστάσεις που προκάλεσαν την αντίδραση των βαλκανικών εθνικών κρατών, που είχαν δημιουργηθεί κατά τον 19ο αι. (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο) και περίμεναν την αποδυνάμωση της Αυτοκρατορίας για να επεκτείνουν τα σύνορά τους. Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό κλίμα, κατά τους βαλκανικούς πολέμους (1912 και 1913), η ελληνική κυβέρνηση Βενιζέλου επεδίωξε τη διασφάλιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στη Μακεδονία και τη Θράκη.

Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε με την επίθεση της βαλκανικής συμμαχίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις 25/9/1912, από το Μαυροβούνιο. Παράλληλα, ο ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας, απελευθέρωσε την Ελασσόνα, την Κατερίνη, τα Γρεβενά και τη Κοζάνη και είχε σκοπό να προχωρήσει προς το Μοναστήρι. Εξαιτίας της ταυτόχρονης προέλασης όμως των Βουλγάρων προς τη Θεσσαλονίκη, η κυβέρνηση Βενιζέλου έδωσε εντολή στην ηγεσία του ελληνικού στρατού να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί προς την πόλη, προκειμένου η Ελλάδα να είναι σε θέση ισχύος, όταν θα μοιράζονταν τα εδάφη μεταξύ των νικητών των βαλκανικών πολέμων. Αυτή υπήρξε η πρώτη φανερή σύγκρουση μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου.
Η μάχη για τη Θεσσαλονίκη έγινε γύρω από τα Γιαννιτσά (19 και 20 Οκτωβρίου 1912), όπου ο ελληνικός στρατός κατανίκησε τις δυνάμεις των Οθωμανών και πέρασε τον Αξιό ποταμό. Συγκεκριμένα, οι κάτοικοι του χωριού Χαλάστρα έδωσαν τις βάρκες τους στον στρατό των Ελλήνων, που τις έδεσε όλες μαζί στην σειρά και με τις πόρτες και τα σανίδια από τα σπίτια και τους αχυρώνες των γύρω αγροικιών σχημάτισε μια λεμβόζευκτη γέφυρα. Οι εκτεταμένες προσπάθειες του μηχανικού και των κατοίκων είχαν επιτυχημένο αποτέλεσμα: ο ελληνικός στρατός πέρασε το ποτάμι σε δυο ημέρες, παρά τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες και ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη ήταν ανοικτός πια για τον ελληνικό στρατό.
Στις 24 Οκτωβρίου 1912 το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο από το Άδενδρο των Γιαννιτσών μεταφέρθηκε στην έπαυλη Τόψιν1(Γέφυρα Θεσσαλονίκης), όπου ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον ελληνικό στρατό και την τουρκική ηγεσία της Θεσσαλονίκης για την άνευ όρων παράδοση της.
Το μεσημέρι της 25ης Οκτωβρίου, συναντήθηκαν η τουρκική αντιπροσωπεία του διοικητή της Θεσσαλονίκης, Χασάν Ταχσίν Πασά, με την αντιπροσωπεία των Μεγάλων Δυνάμεων.

Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ενώ ο ελληνικός στρατός προέλαυνε προς την πόλη, με γράμμα του στον βασιλιά Κωνσταντίνο, αρχιστράτηγο των Ελλήνων, ο Χασάν Ταχσίν Πασάς, στρατηγός μεραρχίας και διοικητής του 8ου σώματος του οθωμανικού στρατού, αποδέχεται την άνευ όρων παράδοση της Θεσσαλονίκης. Όπως έχει γράψει ο Πασάς στα απομνημονεύματά του η παράδοση ήταν αναπόφευκτη και η μόνη λογική λύση, γιατί:
✓στο τουρκικό στράτευμα δεν υπήρχε σύμπνοια, αφού τα κινήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο,
✓το ηθικό του οθωμανικού στρατού ήταν πολύ χαμηλό,
✓καθημερινά σημειώνονταν λιποταξίες στην τουρκική φρουρά της πόλης, το ηθικό της οποίας μειώθηκε ακόμη περισσότερο μετά τον τορπιλισμό του τουρκικού θωρηκτού Φετχί Μπουλέντ, το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου από τον υποπλοίαρχο Βότση (για χρόνια, ο ιστός που υψωνόταν η ελληνική σημαία στον Λευκό Πύργο ήταν, σύμφωνα με τον ελληνικό τύπο της εποχής, το κατάρτι του θωρηκτού),
✓η Θεσσαλονίκη, μια πολιτισμική πόλη Ελλήνων, Άγγλων, Εβραίων, Γάλλων, Γερμανών, Αυστριακών, Ρώσων, Οθωμανών, είχε τη δυνατότητα μέσω των προξένων τους να πιέζει τον Πασά για να αποφευχθεί η μάχη μέσα στην πόλη ώστε να προστατευθούν οι κάτοικοι και να μη σταματήσει η εμπορική της δραστηριότητα.

Στις 27 Οκτωβρίου, στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης, υπογράφηκε το Πρωτόκολλο Παράδοσης, στο οποίο όμως η ημερομηνία είναι αυτή της 26ης Οκτωβρίου. Οι Έλληνες επεδίωξαν αυτή την αλλαγή για δυο λόγους. Ο πρώτος, καθαρά συμβολικός, γιατί συνέπιπτε με τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης. Ο δεύτερος, ο πρακτικός, για να αποφύγουν πιθανές απαιτήσεις των Βουλγάρων για δυαρχία στην πόλη.
Μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου, ακολούθησε ο αφοπλισμός της οθωμανικής φρουράς της Θεσσαλονίκης και μεγάλο μέρος του ελληνικού στρατού Θεσσαλίας μεταφέρθηκε στην Ήπειρο για τη συνέχιση του πολέμου σε εκείνο το μέτωπο.
Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης ο Χασάν Πασάς δεν ακολούθησε τους Τούρκους αξιωματικούς που κρατήθηκαν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο του Καραμπουρνού, ούτε και επέστρεψε στην Τουρκία, αφού το Τουρκικό Στρατοδικείο τον καταδίκασε μαζί με τον γιο του ερήμην εις θάνατον. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος του έδωσε άσυλο και σύνταξη και ο Χασάν Ταχσίν Πασάς, λόγω προβλημάτων υγείας αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία, όπου πέθανε και κηδεύτηκε το 1918. Το 1937 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο αλβανικό νεκροταφείο Θεσσαλονίκης (στην Τριανδρία) όπου αργότερα θάφτηκε και ο γιος του. Το 2000, τα οστά τους μεταφέρθηκαν σε ταφικό μνημείο, που σχεδίασε ο εγγονός του πασά, Σαχίν- Σέρτζιο Μεσαρέ, και δημιουργήθηκε ειδικά στον προαύλιο χώρο του Στρατιωτικού Μουσείου της έπαυλης Τόψιν.

Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Μάιος 1913), ωστόσο υπήρχε ακόμη ο κίνδυνος για τη Θεσσαλονίκη αφού δεν είχαν προσδιοριστεί τα ελληνικά σύνορα σε σχέση με τη Βουλγαρία.
Η απουσία συμφωνίας Ελλήνων –Βούλγαρων για τη διανομή των εδαφών και η απαίτηση της «φιλομακεδονικής ομάδας» της Βουλγαρίας να προσαρτηθεί η Θεσσαλονίκη στο κράτος τους οδήγησαν στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, αυτή τη φορά με τη Βουλγαρία αντίπαλο της Ελλάδας και της Σερβίας. Οι ελληνικές δυνάμεις με διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις και επιτυχίες στη Μακεδονία και τη Θράκη νίκησαν τον αντίπαλό τους και έθεσαν τέλος στον πόλεμο, με το ελληνικό κράτος να έχει διπλασιαστεί σε έκταση και πληθυσμό.
1 Για την ονομασία της περιοχής υπάρχουν δυο θεωρίες: α) έτσι ονομαζόταν η περιοχή στην τουρκοκρατία και σήμαινε «τόπος κανονιού», επειδή εκεί ήταν εγκατεστημένη μια μοίρα πυροβολικού, β)φορολογικοί κατάλογοι του 15ου αι., της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατονομάζουν την περιοχή «Τόψιν Ιμπραήμ» (= περιοχή του πυροβολητή Ιμπραήμ), πιθανό γιατί αυτή είχε δοθεί ως ανταμοιβή, τσιφλίκι, σε κάποιον πυροβολητή με αυτό το όνομα. Το 1904 η έπαυλη ήταν ιδιοκτησία της πάμπλουτης οικογένειας του Σαούλ Μοδιάνο και από εκεί πέρασε σε διάφορα χέρια, μέχρι το 1999, που την αγόρασε ο ελληνικός στρατός, για να στεγάσει το Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων.