
29 Μαΐου 1453: Η άλωση της Κωνσταντινούπολης
- Παναγιώτα Απέργη - 29 Μαΐου 2020
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, καθώς το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, έπειτα από την άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους, με τις πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, τη δεινή οικονομική κατάσταση και την έλλειψη συμμάχων να οδηγούν σταδιακά την άλλοτε κραταιή αυτοκρατορία στην εξασθένηση και τη συρρίκνωση.

Σε κείμενα - πηγές της εποχής, αλλά και των επόμενων χρόνων, γίνεται ιδιαίτερη μνεία για τον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ΄, με τους Δούκα, Κριτόβουλο, Γιώργο (Σ)Φραντζή και Χαλκοκονδύλη να είναι οι τέσσερις χρονογράφοι της άλωσης, των οποίων τα έργα θεωρούνται οι κυριότερες πηγές μας για το πρώτο μισό του 15ου αι., χάρη στη χρονική, προς το ιστορικό γεγονός, εγγύτητα.
Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401-1478), «Χρονικόν»
Η μαρτυρία του Σφραντζή θεωρείται αρκετά σημαντική μέχρι και σήμερα, καθώς ήταν κρατικός αξιωματούχος και συνεργάτης του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Β΄ και ιδιαίτερα στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, ενώ υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος που περιγράφει, μιας και είχε ενεργό ρόλο στην οργάνωση της άμυνας της πόλης.
Στο τρίτο βιβλίο του «Χρονικού», ο χρονογράφος πραγματεύεται τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ΄, αλλά και γεγονότα της άλωσης, δίνοντας μια γλαφυρή περιγραφή της πολιορκίας και της άλωσης από τους Οθωμανούς, αλλά και του θανάτου του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα.
« Ήρθαν οι Τούρκοι, και τους χριστιανούς που είχαν εναπομείνει στα εσωτερικά τείχη τους έδιωξαν με μικρά πυροβόλα όπλα, βέλη και τόξα και πέτρες, και έγιναν κύριοι όλης της περιοχής, εκτός από τους πύργους τους ονομαζόμενους του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, όπου είχαν τοποθετηθεί οι ναύτες που είχαν έρθει από την Κρήτη. Αυτοί πολεμούσαν γενναία ως την έκτη και την έβδομη ώρα, και θανάτωσαν πολλούς Τούρκους• και βλέποντας τον αριθμό των αντιπάλων δεν ήθελαν να υποδουλωθούν• και έλεγαν καλύτερα να πεθάνουν παρά να ζουν. Ένας Τούρκος έκανε αναφορά στον αμιρά για την ανδρεία των Κρητικών, και αυτός διέταξε να κατέβουν με συμφωνία, και να είναι ελεύθεροι αυτοί και το πλοίο τους και όλος ο εφοδιασμός που είχαν. Και αφού έγιναν έτσι τα πράγματα, τέλος τους έπεισαν να φύγουν από τον πύργο. Δυο αδέρφια Ιταλοί, ονομαζόμενοι Παύλος και Τρωίλος, μάχονταν γενναία με πολλούς άλλους στο σημείο που τους είχε οριστεί, διώχνοντας σκληρά τους εχθρούς με γενναία συμπλοκή και σύρραξη, και γινόταν φοβερό φονικό ανάμεσα στα δυο αντιμαχόμενα μέρη. Κάποια στιγμή στρέφεται ο Παύλος και, βλέποντας τους εχθρούς μέσα στην πόλη, λέει στον αδερφό του: «Φρίξε ήλιε και στέναξε γη! Έπεσε η Πόλη και ‘μεις ξεχαστήκαμε πολεμώντας. Τώρα, αν μπορούμε, ας κοιτάξουμε να σωθούμε».
«Έτσι οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της πόλης την Τρίτη 29 Μαΐου τη δεύτερη ώρα της ημέρας, του έτους 6961. Και όσοι παραδίδονταν, τους αιχμαλώτιζαν ή τους άρπαζαν ζωντανούς• όσοι πιάνονταν ανθιστάμενοι, αυτοί σφάζονταν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς. Ήταν φοβερό θέαμα, και άκουγες θρήνους πολλούς και ποικίλους, και έβλεπες αμέτρητους εξανδραποδισμούς ευγενών αρχοντισσών και παρθένων και μοναχών, που τις έσερναν αλύπητα οι Τούρκοι από τα ρούχα και τα μαλλιά και τις κοτσίδες έξω από τις εκκλησίες, ενώ έκλαιαν και οδύρονταν. Παιδιά έκλαιαν, επίσης, και οδύρονταν, λεηλατούνταν ιερά και εκκλησίες. Ποιος θα διηγηθεί όλη αυτή τη φρίκη;»
(Μιχαήλ) Δούκας (15ος αιώνας), «Βυζαντινοτουρκική Ιστορία»
Η ιστορία του Δούκα αρχίζει σύμφωνα με τα πρότυπα των περισσοτέρων χρονογραφιών, δηλαδή από κτίσεως κόσμου, διατρέχοντας πολλά ιστορικά γεγονότα, μεταξύ των οποίων και την άλωση της πόλης, με το έργο του να τελειώνει μάλλον απότομα, στο μέσο μιας φράσης, κατά το έτος 1462.
«Οι Τούρκοι σιγά σιγά πλησίασαν τα τείχη καλυπτόμενοι πίσω από τις ασπίδες τους κι έστησαν τις σκάλες. Δεν κατάφερναν όμως τίποτα, γιατί τους εμπόδιζαν οι λιθοβολιστές από πάνω. Παρέμεναν λοιπόν καθώς εμποδίζονταν, ενώ οι Ρωμαίοι όλοι μαζί με τον βασιλιά αντιστέκονταν στους εχθρούς. Όλη τους η προσπάθεια και ο μόνος τους στόχος ήταν να μην αφήσουν τους Τούρκους να περάσουν από τα γκρεμισμένα τείχη. Λάθεψαν όμως, γιατί ήταν θέλημα Θεού να περάσουν από άλλη οδό. Γιατί, αφού είδαν την πύλη, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, ανοικτή και αφού μπήκαν μέσα πενήντα άνδρες από τους πιο ονομαστούς δούλους του τυράννου, ανέβηκαν πάνω στα τείχη, ξεφυσώντας μανιασμένοι, σκότωσαν όσους συναντούσαν και κτυπούσαν τους ακροβολιστές. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Από τους Ρωμαίους και Λατίνους που εμπόδιζαν τους Τούρκους να στήσουν τις σκάλες στα τείχη, άλλοι σφαγιάστηκαν κι άλλοι έκλειναν τα μάτια και πηδούσαν από το τείχος, συντρίβοντας τα κορμιά τους και δίνοντας φρικτό τέλος στη ζωή τους. Και οι Τούρκοι ανενόχλητοι έστηναν τις σκάλες και ανέβαιναν σαν αετοί πετούμενοι».
«Οι Ρωμαίοι μαζί με τον βασιλιά δεν ήξεραν τι είχε γίνει, γιατί η είσοδος των Τούρκων έγινε πιο μακριά και γιατί ο σκοπός τους ήταν να αντιμάχονται τους κατά μέτωπο εχθρούς. Γιατί πολεμούσαν με άντρες δυνατούς, ένας Ρωμαίος εναντίον είκοσι Τούρκων και δεν ήξεραν να πολεμούν όσο ένας, ο οποιοσδήποτε, Τούρκος. Σε κείνους λοιπόν ήταν στραμμένη η προσοχή τους και η έννοια τους. Τότε ξαφνικά, βλέπουν τα βέλη να πέφτουν από ψηλά και να τους σκοτώνουν. Γυρνούν κατά κει και βλέπουν τους Τούρκους. Μόλις τους είδαν τρέχουν να φύγουν στο εσωτερικό. Και μη μπορώντας να μπουν από την πύλη του Χαρσού, γιατί πιέζονταν από το πλήθος, όσοι είχαν περισσότερη δύναμη, καταπατούσαν τους πιο αδύναμους και έμπαιναν. Τότε η παράταξη του τυράννου, βλέποντας την υποχώρηση των Ρωμαίων, με μια κραυγή, μπήκαν μέσα, καταπατώντας και κατασφάζοντας τους αξιολύπητους. Μόλις έφτασαν στην πύλη, δεν μπόρεσαν να μπουν, γιατί είχε φράξει από τα πεσμένα σώματα των νεκρών και των ετοιμοθάνατων. Έτσι λοιπόν έμπαιναν οι περισσότεροι από τα γκρεμισμένα τείχη και όσους συναντούσαν τους κατέσφαζαν».
«Τότε ο βασιλιάς αποκαμωμένος, καθώς στεκόταν κρατώντας το σπαθί και την ασπίδα, είπε λόγο σπαρακτικό: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» Είχε απομείνει ολομόναχος. Τότε ένας Τούρκος τον κτύπησε κατά πρόσωπο• κι εκείνος αντιγύρισε το κτύπημα στον Τούρκο• ένας άλλος όμως από πίσω τον κτύπησε καίρια και έπεσε καταγής• δεν ήξεραν ότι είναι ο βασιλιάς, αλλά τον σκότωσαν σαν κοινό στρατιώτη και τον παράτησαν».
Νικολό Μπάρμπαρο (1420-1494), « Χρονικό της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης»
Αν και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί τον έχουν χαρακτηρίσει μια από τις αξιόπιστες δυτικές πηγές για την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εν τούτοις, υπάρχουν σημαντικές αναφορές πως ο Μπάρμπαρο ήταν αρκετά προκατειλημμένος κατά των Γενουατών του Πέρα, τους οποίους πολύ συχνά στο έργο του κατηγορούσε ότι προέβησαν σε συναλλαγή με τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, χωρίς βέβαια να αμαυρώνεται η πολυτιμότητα της πηγής.
«Όλοι άρχισαν να τρέχουν σαν λυσσασμένα σκυλιά στη στεριά ψάχνοντας για χρυσάφι, κοσμήματα κι άλλα πλούτη, κι ακόμα να αιχμαλωτίσουν τους εμπόρους. Περισσότερο έψαχναν μέσα στα μοναστήρια κι όλες οι μοναχές στάλθηκαν στον στόλο τους κι ατιμάστηκαν και ταπεινώθηκαν από τους Τούρκους. Έπειτα πουλήθηκαν όλες σκλάβες στα παζάρια της Τουρκίας. Αλλά και όλες οι κοπέλες ατιμάστηκαν κι έπειτα πουλήθηκαν και μάλιστα ακριβά, αν και μερικές από εκείνες προτίμησαν να ριχτούν στα πηγάδια και να πνιγούν παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Το ίδιο έκαναν και πολλές παντρεμένες. Οι Τούρκοι φόρτωσαν τα καράβια τους με αιχμαλώτους και αμύθητα πλούτη. [...] Το αίμα έτρεχε στη γη όπως όταν βρέχει και το νερό πλημμύριζε τα ρείθρα των δρόμων, τόσο πολύ αίμα χύθηκε. Τα κορμιά των σκοτωμένων, τόσο των χριστιανών όσο και των Τούρκων, πετάχτηκαν στα Δαρδανέλια και παρασύρονταν από το ρέμα όπως τα πεπόνια στα κανάλια. Για τον αυτοκράτορα κανένας δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ είδηση για τις πράξεις του. Ούτε ζωντανός βρέθηκε κι ούτε νεκρός, αλλά μερικοί λένε ότι τον είδαν ανάμεσα στα πτώματα των σκοτωμένων, που σημαίνει ότι έπαθε ασφυξία κατά την έφοδο που έκαναν οι Τούρκοι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι αιχμάλωτοι ήταν 60.000 και οι Τούρκοι βρήκαν πλούτη αμέτρητα. Η ζημιά των χριστιανών υπολογίζεται σε 200.000 δουκάτα και των άλλων υπηκόων σε 100.000 δουκάτα.»
Φώτης Κόντογλου (1895 - 1965), « Το πάρσιμο της Πόλης»
Στο ιστορικό αφήγημά του ο Φώτης Κόντογλου περιγράφει με τη γνωστή για τη γλαφυρότητά του γλώσσα τα γεγονότα από την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, της «Πόλης» όπως κατά κόρον την αποκαλεί, ως την άλωσή της.
«Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του».
«Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια».
