
30 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τα ναζιστικά κατοχικά στρατεύματα
- Παναγιώτα Απέργη - 30 Οκτωβρίου 2024
Παρά την ηρωική αντίσταση των ελληνικών στρατευμάτων, στις 9 Απριλίου του 1941, η ναζιστική Γερμανία κατάφερε να εισβάλει στη Θεσσαλονίκη, μέσω της ελληνο-γιουγκοσλαβικής μεθορίου, καθώς θεωρήθηκε περιοχή ζωτικής στρατηγικής σημασίας για το Γ΄ Ράιχ.
Τα σχεδόν τέσσερα χρόνια γερμανικής κατοχής ήταν μοιραία για τη Θεσσαλονίκη και τους κατοίκους της, με την πολυπόθητη ελευθερία να ορίζεται τυπικά στη συμφωνία της Καζέρτας, που υπογράφτηκε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1944 μεταξύ της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας και των αντιστασιακών οργανώσεων, με τον όρο η εξουσία να παραδοθεί στους Βρετανούς και τον επικεφαλής του στρατού τους, τον αρχιστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι.
Βάσει της συμφωνίας, οι στρατιωτικοί ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ όφειλαν να αποτρέψουν οποιαδήποτε απόπειρα των αντάρτικων μονάδων τους να καταλάβουν την εξουσία, σχηματίζοντας την «Εθνικήν Ένωσιν», προκειμένου να συντονίζουν τη δράση τους για το καλύτερο συμφέρον του απελευθερωτικού αγώνα.
Βέβαια, από το καλοκαίρι του 1944, οι δυνάμεις της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ είχαν αρχίσει σταδιακά να περισφίγγουν τον κλοιό γύρω από τη Θεσσαλονίκη, αψηφώντας τη συμφωνία που απαγόρευε στις αντάρτικες δυνάμεις να κινηθούν στο τμήμα της Μακεδονίας μεταξύ Αξιού και Στρυμόνα, μπαίνοντας στην πόλη μετά από μάχες με τα κατοχικά και τα δωσιλογικά στρατιωτικά σώματα που βρίσκονταν στην περιοχή.
Μάχες-κλειδί για την απελευθέρωση δόθηκαν κατά τα μέσα Οκτωβρίου, όταν τα ΕΛΑΣικά στρατεύματα πήραν τον έλεγχο των πρώτων συνοικιών της Θεσσαλονίκης, όπως της Νεάπολης και των Συκεών, της Άνω Πόλης και, αμέσως, μετά του Αγίου Παύλου, της Τούμπας και της Καλαμαριάς.

Διαπιστώνοντας ότι η παραμονή τους στην περιοχή ήταν αμφίβολη, οι γερμανικές δυνάμεις υποχωρούσαν ναρκοθετώντας ζωτικούς χώρους για να προκαλέσουν γενική παράλυση στους Θεσσαλονικείς, τακτικές που ανακόπηκαν, όταν οι άντρες του ΕΛΑΣ κατάφεραν να διασώσουν την υδροδότηση και την ηλεκτροδότηση της πόλης, αποτρέποντας την έκρηξη του παγιδευμένου με εκρηκτικά κεντρικού υδραγωγείου στην περιοχή της Παναγίας Φανερωμένης και την καταστροφή της Ηλεκτρικής και των τηλεπικοινωνιών στην Εδμόνδου Ροστάν.
Με αντίστοιχο τρόπο, διασώθηκαν οι σιταποθήκες και οι αλευρόμυλοι Αλλατίνι, τους οποίους, κατά την υποχώρησή τους, ετοιμάζονταν να ανατινάξει γερμανικό στρατιωτικό τμήμα. Παρόλα αυτά, καθ’ όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, αντιστασιακές οργανώσεις δημιουργούσαν με τη δράση τους πολυάριθμα προβλήματα στους κατακτητές, συμβάλλοντας σημαντικά στην εξέλιξη και την τελική κατάληξη της ναζιστικής παραμονής στο ανατολικό μέτωπο.
Τελικά, το πρωί της 30ης Οκτωβρίου, αφού τα στρατιωτικά τμήματα ανταρτών, που βρίσκονταν ήδη σε αναμονή σε γειτονιές και προάστια της Θεσσαλονίκης, εισήλθαν στην πόλη, παρελαύνοντας με πολιτικά τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και των αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ στη λεωφόρο Νίκης και άλλους δρόμους σημαιοστολισμένους, με τους Θεσσαλονικείς να πανηγυρίζουν για την πολυπόθητη ελευθερία.

Την ξεχωριστή εθνική έξαρση εκείνων των ημερών περιγράφει στη συλλογή πεζογραφημάτων «Το δικό μας αίμα» ο Γιώργος Ιωάννου, ο οποίος έζησε ως παιδί τη μεγάλη μέρα της απελευθέρωσης:
«Από την οδό της Αγίας Σοφίας κατέβαιναν, σαρώνοντας τις γειτονιές, τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγίου Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου, το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη Βενιζέλου. Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν, ξιπόλητη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Επτάλοφος, ο παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετα, από ανατολικά κατάφταναν μέσα σε σκόνη και αλαλαγμό, με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά η Τούμπα, η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, ακόμα και η τόσο μακρινή Καλαμαριά. Πλημμύρισαν δρόμοι και πλατείες. Πανζουρλισμός. Φιλιόμασταν, αγκαλιαζόμασταν, χαϊδευόμασταν, δεν ξέραμε τι λέμε από την ταραχή μας. Λέγαμε “Χριστός Ανέστη”, λέγαμε “Ελευθερία”, “Ποτέ ξανά”. Σάμπως να ’ταν στο χέρι μας, αλλά έτσι νομίζεις σε τέτοιες στιγμές…».
Εκείνη την ώρα, το ξέφρενο πλήθος δεν μπορούσε να προβλέψει ότι, λίγο καιρό αργότερα, θα γραφόταν μια από τις μελανότερες σελίδες στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, όταν θα ξεσπούσαν οι φονικές συγκρούσεις μεταξύ του Ελληνικού και του Δημοκρατικού Στρατού, που ολοκληρώθηκαν με την ήττα του δεύτερου και την εκτέλεση, φυλάκιση κι εξορία χιλιάδων ανθρώπων.