
Αύγουστος 1917: H στιγμή που η Θεσσαλονίκη τυλίχθηκε στις φλόγες
- Παναγιώτα Απέργη - 6 Μαΐου 2024
Εν αντιθέσει με τη σημερινή της μορφή, η σύνθεση της πόλης στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν τελείως διαφορετική, αποτελούμενη από ένα μωσαϊκό θρησκευτικών κοινοτήτων και εθνοτήτων, με τους Σεφαραδίτες Εβραίους να αποτελούν την πλειοψηφία και να ακολουθούν – μεταξύ άλλων – οι Τούρκοι, οι Έλληνες, αλλά και οι Βούλγαροι.
Στη μακραίωνη ιστορία της, η πόλη δοκιμάστηκε κι άλλες φορές από πύρινες λαίλαπες, όπως αυτή του 629 επί του Ηρακλείου, όταν σημειώθηκαν σοβαρές ζημιές, αλλά και του 1890, όταν στην περιοχή των χριστιανικών συνοικιών ξέσπασε μια μεγάλη πυρκαγιά που άφησε περίπου 20.000 ανθρώπους άστεγους.
Ωστόσο, καμιά δεν μπορεί να συγκριθεί με τις καταστροφές που προξένησε ο «Πύρινος Βαρδάρης», η πυρκαγιά, δηλαδή, που ξεκίνησε στις 5 Αυγούστου του 1917 από ένα προσφυγικό σπίτι στην οδό Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης.

Με τη βοήθεια του ανέμου, που «χτυπούσε» αλύπητα τη Θεσσαλονίκη, οι φλόγες επεκτάθηκαν σε παρακείμενη αποθήκη με άχυρο κι από κει κατέκαψε, μέσα σε 32 ώρες, περισσότερα από 10.000 κτίρια σε έκταση μισού τετραγωνικού χιλιομέτρου, τα οποία στον μεγαλύτερο βαθμό αποτελούσαν το ιστορικό κέντρο της πόλης.
Χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν αλλόφρονες στους δρόμους, τρέχοντας μακριά από τις φλόγες, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προσπάθησαν να κουβαλήσουν ό,τι μπορούσαν κι άλλοι που θρηνούσαν γιατί έχασαν το σπίτι τους.
Δεκάδες νεοκλασικά κτίρια, αγορές, ξενοδοχεία, ναοί, τζαμιά, σχολεία και συναγωγές καταστράφηκαν ολοσχερώς, μαζί με τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων, ενώ πολυπολιτισμικά αρχεία και ίχνη αιώνων έγιναν στάχτες.
«Κι όλα τούτα τα θλιβερά κατάλοιπα μιας πλούσιας μεγάλης πολιτείας, ήσαν τυλιγμένα σε βαριά σύννεφα καπνού. Στα βαθιά τους υπόγεια η χόβολη είχε συντηρηθεί για πολλούς μήνες μετά την φωτιά, και, καθώς διαπιστώθηκε αργότερα, τόση ήταν η δύναμη τούτης της φωτιάς, ώστε όλα τα γυάλινα είδη είχαν λιώσει και μέσα στα χαλάσματα των ζαχαροπλαστείων μπορούσε κανείς να διακρίνει τα βάζα με τις καραμέλες, πούχανε μεταβληθεί σε μια μάζα από καμένη ζάχαρη και γυαλί», αποκαλύπτει στην αυτοβιογραφία του ο ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος.

Εκτός από τον ισχυρότατο άνεμο, ο λόγος που η φωτιά εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα μέσα σε 32 ώρες από τις οδούς Αγίου Δημητρίου, Αγίας Σοφίας, Εγνατία, Εθνικής Αμύνης ως τα βορειοδυτικά της Λέοντος Σοφού, ήταν η ρυμοτομία της πόλης με τα στενά σοκάκια, συνδυαστικά με τα υλικά που ήταν κατασκευασμένα τα σπίτια και τα καταστήματα και την απουσία οργάνωσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Η βοήθεια που περίμεναν οι κάτοικοι από τις συμμαχικές δυνάμεις δεν ήρθε ποτέ, γι’ αυτό και οι πανικόβλητοι Θεσσαλονικείς προσπάθησαν να σβήσουν τη μεγάλη πυρκαγιά μόνοι τους, με τη βοήθεια των ελάχιστων πυροσβεστικών δυνάμεων και ορισμένων στρατιωτών, που όχι μόνο βοήθησαν στην πυρόσβεση, αλλά και την περίθαλψη των πυροπαθών, αν και πολλοί προέβησαν σε λεηλασίες, εμποδίζοντας μάλιστα τους ιδιοκτήτες να περισώσουν την περιουσία τους.
Τις επόμενες ημέρες, ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων, στρατηγός Σαράιγ, διέταξε τον τουφεκισμό δύο στρατιωτών του, που συνελήφθησαν να πουλούν κλεμμένα κοσμήματα.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι επιπτώσεις της πυρκαγιάς ήταν οικονομικές, κοινωνικές και εθνοτικές, ενώ επηρέασαν βαθύτατα όλους τους τομείς της ζωής στην πόλη, με την οικονομική ζωή της Θεσσαλονίκης να «παγώνει» για αρκετά χρόνια, εξ αιτίας της καθυστερημένης ανοικοδόμησης.
Αναπόφευκτα, η πληθυσμιακή ισορροπία άλλαξε, καθώς αρκετοί από τους πληγέντες, στο μεγαλύτερο μέρος τους Εβραίοι, έφυγαν στο εξωτερικό, ενώ οι ηλικιωμένοι που έμειναν πίσω αρρώστησαν και πέθαναν από τις κακουχίες του χειμώνα του 1918, καθώς διέμεναν σε άθλιες συνθήκες είτε σε αντίσκηνα είτε σε κατεστραμμένα κτίρια.
Η ανοικοδόμηση προχώρησε αργά, παρά τις μεγαλόστομες κυβερνητικές ανακοινώσεις, με το νέο ρυμοτομικό σχέδιο της «Διεθνούς Επιτροπής Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» να παραδίδεται στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918.
Φυσικά, το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως, λόγω των πιέσεων από την πλευρά των εύπορων οικοπεδούχων της παραλίας, που υπέστη λίγες μεταβολές, ενώ οι μεγαλύτερες αλλαγές περιορίστηκαν στην πλατεία Αριστοτέλους.