Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Αναφερόμενος τόσο στην παρουσία των Αζτέκων στο ιστορικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι όσο και στην εξαφάνισή τους, ο Γερμανός ιστορικός Όσβαλντ Σπέγκλερ έγραψε: «Ο πολιτισμός αυτός είναι το μοναδικό παράδειγμα ενός βίαιου θανάτου...Δε μαράθηκε, δεν καταπιέστηκε, ούτε παρεμποδίστηκε, αλλά σ' όλο το μεγαλείο της ανάπτυξής του δολοφονήθηκε, καταστράφηκε σαν ένα ωραίο λουλούδι, που κάποιος περαστικός σκύβει και το κόβει».
Όταν αναφερόμαστε στους Αζτέκους εννοούμε τις φυλετικές ομάδες, οι οποίες κατοικούσαν στο κεντρικό Μεξικό και ζούσαν, κυρίως, από το κυνήγι, το ψάρεμα και την υποτυπώδη καλλιέργεια της γης και ήταν οργανωμένοι σε φυλές, χωρίς να έχουν δημιουργήσει πολιτικές κοινωνίες.
Η προέλευσή τους συνδέεται με τις μετακινήσεις πληθυσμών των προσφύγων Τολτέκων και της μετανάστευσης των Τσιτσιμέκ και οι λόγοι αυτής της μετακίνησης και μετοίκησης σχετίζονται με την ξηρασία, που επικρατούσε σ’ εκείνες τις περιοχές, αλλά και τον υπερπληθυσμό.
Στην γλώσσα νάουατλ, την οποία χρησιμοποιούσαν, η λέξη aztecatl (πληθυντικός aztecah) σημαίνει «άνθρωποι από το Αζτλάν», χωρίς, ωστόσο, κανένας να μπορεί να ισχυρισθεί με σιγουριά ότι, πράγματι, υπήρχε τέτοια περιοχή και πού ακριβώς βρίσκονταν. Άλλοι την ταυτίζουν με την Καλιφόρνια, άλλοι με το Νέο Μεξικό, άλλοι με τη Φλόριντα και κάποιοι λίγοι με την Ασία.
Σίγουρα, έπειτα από αγώνες, στερήσεις και αρκετές μετακινήσεις, γύρω στο 1300 μ.Χ., οι Αζτέκοι έφτασαν στη σημερινή Κοιλάδα του Μεξικού, όπου, αξιοποιώντας και το ύψωμα Τσαπουλτεπέκ, εγκαταστάθηκαν σε μερικές ακατοίκητες ελώδεις νήσους, ανάμεσα σε μεγάλες λίμνες και βάλτους, κοντά στη δυτική ακτή της λίμνης Τεξκόκο.

Ο λόγος που επέλεξαν αυτή την τοποθεσία ήταν, γιατί, σύμφωνα με τον θρύλο, ο Θεός Ήλιος, ο Ουιτζιλοπότστλι, τους είπε να εγκατασταθούν εκεί όπου θα δουν έναν αετό, καθισμένο σε κάκτο, να κρατάει στα νύχια του ένα φίδι. Αυτό θα αποτελούσε ένδειξη της περιοχής στην οποία έπρεπε να χτιστεί η πρωτεύουσά τους.
Μέχρι σήμερα, στο εθνόσημο του Μεξικού, υπάρχει ένας χρυσαετός (águila real), ο οποίος κρατάει στο ράμφος του ένα ερπετό,σύμβολο της νίκης του καλού επί του κακού, και είναι κουρνιασμένος σε έναν κάκτο του γένους οπουντία, φυτρωμένο σε βράχο, υψώνεται πάνω από μία λίμνη.
Tο 1325 μ.Χ. έχτισαν την πρωτεύουσά τους, που ονομάστηκε Τενοτστιτλάν, πιθανότητα προς τιμήν του αρχηγού τους, τους Τένοτς, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως Μεγάλη Τενοτστιτλάν (= πέτρα η οποία εξέχει από το νερό).
Οι Αζτέκοι είχαν αναπτύξει έναν σύνθετο και ξεχωριστό πολιτισμό, με πλούσια θρησκευτική, αρχιτεκτονική και μυθολογική κληρονομιά, μέσα από μια περίπλοκη κοινωνική δομή, που έδινε βάση στην υποχρεωτική εκπαίδευση, την πρωτοκαθεδρία της οικογένειας και την τέχνη, ως μέσο έκφρασης.
Η κοινωνία τους ήταν διαστρωματωμένη σε τρεις κύριες κατηγορίες: τους ευγενείς (πίλλι), που ήταν συγγενείς του βασιλιά, τους πολίτες (μασεουάλες), που ανήκαν εκ γενετής σε μια από τις είκοσι φατρίες (Καλπούλι) και στους περιθωριοποιημένους/κατακτημένους (μαγιέκες), που εργάζονταν ως μισθωτοί.
Μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων, την ευθύνη για την εκπαίδευση των παιδιών είχαν οι γονείς, πάντα, υπό την εποπτεία ειδημόνων από το κράτος, οι οποίοι μεριμνούσαν για την εκμάθηση κανόνων, γνωμικών και πεποιθήσεων, που εμπεριείχαν τα ήθη, την σοφία και τα ιδανικά του λαού τους, με τα σχολεία να είναι δυο ειδών: ένα για τεχνικές και στρατιωτικές σπουδές και ένα για εξειδίκευση στην αστρονομία, τη γραφή, τη διοίκηση και τη θεολογία.

Στο κομμάτι της καλλιέργειας γης, είχαν καταφέρει να εφαρμόσουν ένα αρκετά πρωτότυπο σύστημα, επιλέγοντας να επεκτείνουν το νησί τους βγάζοντας λάσπη από το ρηχό βυθό της λίμνης και στοιβάζοντάς την επάνω σε σχεδίες από καλάμια, δημιουργώντας, έτσι, ένα είδος «επιπλεόντων κήπων», τους οποίους είτε τους μετέτρεπαν σε διακοσμητικά τοπία είτε χρησιμοποιούσαν για καλλιέργεια λαχανικών και προμήθεια πόσιμου νερού.
Γύρω στο 1415, η Τενοτστιτλάν είχε εξελιχθεί σε μια μεγάλη πόλη με πέτρινα σπίτια, ναούς και ανάκτορα, η οποία αποτελούνταν από νησιά, που συνδέονταν με διώρυγες και υπερυψωμένους δρόμους οιυ εξασφάλιζαν την επικοινωνία με τη στεριά.
Στο κέντρο της Τενοτστιτλάν δέσποζε ένας ιερός περίβολος, στον οποίο κυριαρχούσε μια υψηλή πυραμίδα, ύψους 60 μέτρων, όπου βρίσκονταν οι ναοί του Τλάλοκ (Tlaloc), του θεού της βροχής, και του Χουϊτζιλοπότστλι (Huitzilopochtli), του θεού του πολέμου, ενώ γύρω από τον περίβολο βρίσκονταν τα ανάκτορα των κυβερνητών της Τενοτστιτλάν, δύο μεγάλες αγορές και περιμετρικά οι κατοικίες των πολιτών.
Τα ανάκτορα ξεχώριζαν για τη μεγαλοπρέπεια και τις μεγάλες διαστάσεις τους, ενώ οι τοίχοι τους ήταν επενδυμένοι με δέρματα και με αλάβαστρο, γεγονός που έδινε την αίσθηση της υπερβολικής πολυτέλειας.
Σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής ανάπτυξής τους παρατηρείται στις τέχνες, καθώς υπήρξαν άριστοι λιθοξόοι και στις κατασκευές τους χρησιμοποιούσαν οψιανό, φυσικό μαύρο γυαλί, υλικά τα οποία προμηθεύονταν από ηφαιστειογενείς περιοχές, διάφανους κρυστάλλους και πράσινο νεφρίτη, ενώ εντυπωσιακή είναι και η κατασκευή κοσμημάτων, μωσαϊκών, κεραμικών, εικονογραμμάτων, σύνθεση φτερών και κατασκευή πολυτελών ενδυμάτων και καλυμμάτων κεφαλής.

Στις καθημερινές τους συναλλαγές δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ χρήματα, αλλά διάφορα αγαθά, με πιο συνηθισμένους για τις μικρές αγοροπωλησίες σπόρους κακάο, ενώ για πιο ακριβές αγορές κομμάτια από βαμβακερό ύφασμα.
Οι Αζτέκοι από νωρίς είχαν δημιουργήσεις τους δικούς τους μοναδικούς μύθους, με δεσπόζουσα μορφή του Ουιτζιλοπότστλι ή Βιτσιλοπότστλι, ο οποίος ήταν θεός του πολέμου και του ήλιου, προστάτης της πόλης Τενοτστιτλάν, εθνικός θεός των Αζτέκων και, επίσης, θεός του θανάτου, των πολεμιστών, των καταιγίδων και οδηγός για μεγάλα ταξίδια.
Όλες αυτές οι παραδόσεις και οι ιστορίες για τον πολιτισμό και την κοινωνική διαστρωμάτωση των Αζτέκων έχουν έρθει στο φως μέσω των αρχαιολογικών ανασκαφών σε διάφορες τοποθεσίες, μέσω κωδίκων γραμμένων από αυτόχθονες πληθυσμούς σε φλοιό δέντρων, από προσωπικές μαρτυρίες Ισπανών κονκισταδόρ, όπως ο Ερνάν Κορτές και ο Μπερνάλ Ντίαθ ντελ Καστίγιο, από χειρόγραφα Ισπανών μοναχών και ιθαγενών λογίων του 16ου και 17ου αιώνα, στα οποία κυριαρχούν οι περιγραφές της κουλτούρας και των συνηθειών των γηγενών.
Το 1502 μ.Χ., στο κυβερνητικό θώκο ανήλθε ο Μοντεζούμα Β΄, γνωστός και ως Μοκτεζούμα Β΄ και Μοτεκουζόμα Σοκογιότζιν, μια πραγματικά τραγική φιγούρα, ο οποίος υπήρξε σπουδαίος πολεμιστής και έμπειρος ιερέας από τα νιάτα του.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η αυτοκρατορία τους έφτασε στο απόγειο της δύναμης της, με σχεδόν 15.000.000 υπηκόους και υποτελείς να πληρώνουν εξωπραγματικούς φόρους, σε πολύτιμα υφάσματα, κακάο, χρυσόσκονη, σπάνια ξυλεία, οπωροκηπευτικά, ψάρια και ανεκτίμητα φτερά του εξωτικού πουλιού Quetzal.

Η κυριαρχία και η παρουσία των Αζτέκων τελείωσε απρόσμενα με την εισβολή των Ισπανών κάτω από τις διαταγές του Ερνάν Κορτές, ο οποίος έφτασε στην πόλη στις 8 Νοεμβρίου 1519.
Όταν ο Κορτές έφτασε, ο αυτοκράτορας Μοντεζούμα και οι Αζτέκοι τον υποδέχθηκαν με τιμές, παραχωρώντας στον ίδιο και στους πολεμιστές του ένα παλάτι για να μείνουν, γιατί πίστευαν ότι οι λευκοί άντρες με την αλλόκοτη αμφίεση και τα μεγάλα ζώα ήταν απεσταλμένοι των θεών τους.
Εκμεταλλευόμενος τη φιλοξενία τους, ο Κορτές κατέστρωσε το σχέδιό του, που περιελάμβανε την απαγωγή του Μοντεζούμα, κάτι που έγινε πράξη και με τη βοήθεια του ίδιου του αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα να παραλύσει κάθε αντίδραση ενάντια στους Ισπανούς κατακτητές.
Τον Μάιο του επόμενου έτους, συντελέστηκε το αιματηρό γεγονός της σφαγής δεκάδων αμάχων στον Μεγάλο Ναό της Τενοτστιτλάν από τους κονκισταδόρες του Κορτές, όταν οι ιθαγενείς επαναστάτησαν με τον Μοντεζούμα να έχει πεθάνει και τον Κορτές να έχει επανέλθει με πλοία και συγχρόνα όπλα.
Στις 13 Αυγούστου 1521, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Αζτέκων, η περίφημη Τενοτστιτλάν, παραδόθηκε στους Ισπανούς και καταστράφηκε, αφού προηγήθηκαν χιλιάδες δολοφονίες των κατοίκων της.

Παρόλα αυτά, η πόλη ξανακτίστηκε το 1522, έχοντας λάβει πια την ονομασία Νέο Μεξικό και ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της ισπανικής αποικίας Νέα Ισπανία, στα θεμέλια της οποίας, σήμερα, βρίσκεται η Πόλη του Μεξικού, κάνοντας την έτσι μία από τις αρχαιότερες, εν χρήσει, πόλεις της αμερικανικής ηπείρου.
Αυτό ήταν και το τέλος της αυτοκρατορίας των Αζτέκων, όχι όμως και η επιρροή τους. Ακόμη και στις μέρες μας, η νάουατλ ομιλείται από περίπου 1,5 εκατ. ανθρώπους, κυρίως στις ορεινές περιοχές των κεντρικών πολιτειών του Μεξικού, επηρεάζοντας, σε διαφορετικό βαθμό, τις τοπικές διαλέκτους, τα μεξικάνικα και τα παγκόσμια ισπανικά, αλλά και δεκάδες άλλες γλώσσες σε όλο τον κόσμο, στις οποίες αφομοιώθηκαν λεξιλογικά.