Η μοίρα των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης

Μπορεί η Ελληνική Επανάσταση να τέλειωσε με ευτυχή για το έθνος έκβαση, ωστόσο, προέκυψε ένα ζήτημα ηθικής και υλικής ανταμοιβής των Αγωνιστών, καθώς και της απονομής σύνταξης στις οικογένειες των πεσόντων.

Εκτός από τις σοβαρές δυσχέρειες σχετικά με τον καθορισμό της συμβολής του κάθε αγωνιστή που συμμετείχε στον αγώνα για την απελευθέρωση, προκειμένου να λάβει την οφειλόμενη ανταμοιβή, υπήρχε και η αντιπαλότητα που δημιουργήθηκε μεταξύ των Αγωνιστών και των τότε πολιτικών, όταν οι πρώτοι έβλεπαν τις κρατικές αμοιβές που έπαιρναν οι δεύτεροι.

Σύντομα, οι προστριβές αυτές επεκτάθηκαν και μεταξύ των Αγωνιστών, οι οποίοι παρακινούνταν σε μεγάλο βαθμό από προσωπικά πάθη και φιλοδοξίες, με μεγάλο μέρος εξ αυτών να καταλαμβάνει δημόσιες θέσεις.

Έτσι, αρχικά επικράτησε η σκέψη να τους παραχωρηθούν τουρκικά κτήματα που είχαν περιέλθει στο ελληνικό δημόσιο, απόφαση που δεν ελήφθη μέχρι τον ερχομό του Όθωνα, οπότε και εκδόθηκε, στις 20 Μαΐου του 1834, το διάταγμα «Προς αναγνώρισιν των εκδουλεύσεων όλων των αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών των κατά ξηράν και θάλασσαν ελληνικών στρατευμάτων των αγωνισθέντων υπέρ της ελευθερίας της πατρίδος».

Με το συγκεκριμένο διάταγμα, απονεμήθηκε στον κάθε αγωνιστή «Αριστείον», ένα είδος ηθικής αναγνώρισης για την προσφορά τους στο έθνος, καθώς για την υλική ο δρόμος... ήταν ακόμα μακρύς.

 Νικηταράς

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστότερος ως Νικηταράς, γεννήθηκε στη Νέδουσα Μεσσηνίας, το 1781, και από νεαρή ηλικία εντάχθηκε ως επικεφαλής μπουλουκιού στο σώμα του κλέφτη Ζαχαριά, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του.

Με την έκρηξη της Επανάστασης, μετέβη στο Βαλτέτσι Αρκαδίας, όπου έλαβε μέρος στη νικηφόρα μάχη της 12ης-13ης Μαΐου του 1821, αν και, σύμφωνα με τον χρονογράφο της εποχής, Φωτάκο, δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του στη μάχη, καθώς ο Κεχαγιάμπεης μόλις τον είδε να πλησιάζει μαζί με τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη και άλλους, διέταξε την υποχώρηση του οθωμανικού στρατεύματος.

Η πρώτη μάχη, στην οποία έλαβε ενεργά μέρος, πρωταγωνιστώντας μάλιστα, ήταν η Μάχη των Δολιανών, κατά τη διάρκεια της οποίας κατάφερε να αποκρούσει χιλιάδες Τούρκους που επιτέθηκαν με τη βοήθεια πυροβολικού. Αυτή η ηρωική στάση του, που οδήγησε στην εξουδετέρωση αρκετών Τούρκων, του χάρισε το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος».

Παράλληλα, ο Νικηταράς διακρίθηκε και σε άλλες μάχες που ακολούθησαν, σε αρκετές από τις οποίες συνεργάστηκε με τον θείο του, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, μεταξύ των οποίων στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς και σε άλλες μάχες στη Στερεά Ελλάδα.

adelfia_2

Επί Καποδίστρια και Όθωνα, εντάχθηκε στο Κόμμα των Ναπαίων, με την ελληνική κυβέρνηση, που φοβόταν ότι το ρωσόφιλο κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον βασιλιά με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, να διατάζει τη σύλληψή του, το 1839, καταδικάζοντάς τον σε 1,5 χρόνο φυλάκιση, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας.

Στη δίκη που ακολούθησε για τη συμμετοχή του σε συνωμοσία εναντίον του Όθωνα, δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη δράση του, αφού είχαν προλάβει να τα καταστρέψουν, πριν ένα πρώην μέλος τους προδώσει, γι' αυτό και αθωώθηκε.

Μετά την αποφυλάκισή του, η υγεία του ήταν εξασθενημένη από τα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, ενώ ο διαβήτης, από τον οποίον έπασχε χωρίς να το γνωρίζει, είχε οδηγήσει στην απώλεια της όρασής του σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Κι όλα αυτά την ώρα που το έθνος, για την απελευθέρωση του οποίο αγωνίστηκε, του χορήγησε άδεια... επαιτείας στο χώρο όπου υπάρχει σήμερα ο ναός της Ευαγγελίστριας Πειραιώς, κάθε Παρασκευή.

Το 1843, του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου, μαζί με μία πενιχρή σύνταξη, ενώ απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 68 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί πλάι στον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, κάτι που επιτεύχθηκε πριν από λίγα χρόνια, μετά από ιδιωτική πρωτοβουλία.

 Κωνσταντίνος Κανάρης

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης γεννήθηκε στα Ψαρά, περίπου στα 1790 ή 1793 και από πολύ μικρός ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα. Αν και δεν μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, συμμετείχε από την πρώτη στιγμή στον Αγώνα του 1821, με χαρακτηριστική στιγμή του την καταστροφή της τουρκικής ναυαρχίδας του επικεφαλής του στρατού που κατέσφαξε τους κατοίκους της Χίου.

Με την αρωγή των πυρπολικών του Ανδρέα Πιπίνου και δικό του στόλο, ο Κανάρης έβαλε μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καρά Αλί, την ώρα που περίπου 2.000 Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι. Η φωτιά μεταδόθηκε ταχύτατα, πριν οι Τούρκοι προλάβουν να αντιδράσουν, και έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε, με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών ναυτών, αλλά και του ίδιου του Καρά Αλής.

Μάλιστα, η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας υπήρξε ένα από τα διασημότερα γεγονότα του πολεμικού αγώνα στη θάλασσα, που έκανε διάσημο τόσο στην Ευρώπη όσο και μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων, τον Κανάρη που πλέον θεωρούνταν ήρωας.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, η δράση του Κανάρη συνεχίστηκε, με την ανατίναξη της καπουδάνας του νέου Τούρκου ναυάρχου, του Κακλαμάν Πασά Μεχμέτ, που είχε προσαράξει στην Τένεδο, να σκορπά ξανά τον θάνατο στον τουρκικό στόλο.

Συνοδευόμενος από τον Δημήτριο Βρατσάνο, ο Κανάρης πέρασε ανάμεσα από τον τουρκικό στόλο και κόλλησε το πυρπολικό του στην αντιναυαρχίδα «Ρίαλα-Γεμισί» και την ανατίναξε, με 800 μέλη του πληρώματος, Τούρκους αλλά και Χριστιανούς ναύτες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο, να χάνουν τη ζωή τους.

adelfia_2

Μετά την Επανάσταση, έχοντας την εύνοια του Ιωάννη Καποδίστρια, διορίστηκε φρούραρχος της Μονεμβασιάς, αλλά και διοικητής μιας ναυτικής μοίρας. Μάλιστα, ο Κανάρης ήταν αυτός που κλήθηκε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν εκείνος δραπέτευσε από το Ναύπλιο, ενώ μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο διάσημος μπουρλοτιέρης αποσύρθηκε στη Σύρο, όπου ιδιώτευσε για ένα διάστημα.

Από το 1843 και μετά διετέλεσε Υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά, Ιωάννη Κωλέττη και Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ενώ το καλοκαίρι του 1862, ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Τότε, ο Κανάρης πρότεινε έναν κατάλογο με Υπουργούς, γνωστούς για τις σχεδόν επαναστατικές απόψεις, λέγοντας στον Όθωνα ότι μόνο με τέτοια κυβέρνηση θα διατηρηθεί η τάξη στη χώρα και η μοναρχία, με τις συμβουλές του, ωστόσο, να μην γίνονται δεχτές.

Τελικά, ο Κανάρης προσχώρησε στην αντιπολίτευση και, μετά την έξωση του Όθωνα, έγινε μέλος της προσωρινής κυβέρνησης υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη και τον Μπενιζέλο Ρούφο, ενώ το 1864 σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, και μάλιστα δυο φορές.

Το 1877 τέθηκε για τελευταία φορά επικεφαλής οικουμενικής κυβέρνησης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις που προκάλεσε στη χώρα ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1877, χτυπημένος από ημιπληγία και ανακοπή καρδιάς.

 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας, στις 3 Απριλίου 1770, και καταγόταν από την παλιά οικογένεια των Κολοκοτρωναίων, που εμφανίζεται από τον 16ο αιώνα να βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο με τους Τούρκους.

Tο 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, τρία χρόνια αργότερα, αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στην επικείμενη Επανάσταση, κατά την οποία πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Οι νικηφόρες συμμετοχές του στη μάχη του Βαλτετσίου, στην άλωση της Τριπολιτσάς και στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια, όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου, με τη σύνεσή του να φαίνεται και στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, με τις προσπάθειές του να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους.

Μετά από μια σειρά ενόπλων συγκρούσεων, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο, από όπου αποφυλακίστηκε εκ νέου, για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της απειλής του Ιμπραήμ. Ο ευφυής κλεφτοπόλεμος στον οποίο επιδόθηκε, προκειμένου να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, διήρκεσε μέχρι το 1828, με τον Κολοκοτρώνη να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής μέχρι το τέλος της Επανάστασης.

Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια, πρωτοστατώντας μάλιστα στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Παρόλα αυτά, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, στις φυλακές της Ακροναυπλίας με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και την καταδίκη σε θάνατο.

adelfia_2

Τελικά, η ποινή μετατράπηκε σε εικοσαετή ποινή φυλάκισης και, μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835, ονομάστηκε στρατηγός, λαμβάνοντας το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας».

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836», αποτελώντας μια πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο «Γέρος του Μοριά» πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1843 από εγκεφαλικό επεισόδιο, αφού επέστρεψε από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου διετέλεσε υπασπιστής του Όθωνα.

Όπως ήταν φυσικό, η κηδεία του τελέστηκε με κάθε επισημότητα, με το φέρετρο του να ακολουθείται από μια πομπή χιλιάδων κατοίκων, ενώ γύρω του βρίσκονταν οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης Πλαπούτας, Μακρυγιάννης κ.ά..

Μακρυγιάννης

Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε στο Κροκύλειο Φωκίδας, το 1797, και μέχρι σήμερα παραμένει η πιο αντιφατική φυσιογνωμία της Ελληνικής Επανάστασης, καθώς ήρθε σε ρήξη με συναγωνιστές του για καθαρά οικονομικούς λόγους, εμπλεκόμενος στις ενδοοικογενειακές αναλώσεις των δανείων που συνήψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις.

Όπως, άλλωστε, είχε δηλώσει κι ο ίδιος κατά τη διάρκεια της Α΄ Εθνικής Συνελεύσεως: «Αν είναι να μείνωμε ημείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία».

Ξεκίνησε τη συμμετοχή του στον Αγώνα για την απελευθέρωση τον Αύγουστο του 1821, όταν - ως επικεφαλής μπουλουκιού - μαζί με 18 άντρες από την Άρτα και το ένοπλο σώμα του Γώγου Μπακόλα, πήρε μέρος στη Μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα, όπου νίκησαν περίπου 9.000 Τούρκους του Χασάν μπέη.

Μετά από σειρά μαχών, επέλεξε να μείνει στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, κυρίως επειδή εντάχθηκε στα τοπικά δίκτυα προυχόντων και ενόπλων που στήριζαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ενώ το 1823, συνεργαζόμενος με το σώμα του Νικηταρά, συμμετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα.

Το 1825 υπερασπίστηκε το Νεόκαστρο από τον Ιμπραήμ, ενώ συμμετείχε και στην Πολιορκία της Ακροπόλεως, αν και αναγκάστηκε να μεταβεί στην Αίγινα, για να θεραπευτεί από τα τραύματα και να ζητήσει βοήθεια από την Κυβέρνηση. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη, ο οποίος προσπαθούσε να διασπάσει – ανεπιτυχώς - τον οθωμανικό κλοιό γύρω από την Ακρόπολη.

Στους ελληνικούς εμφυλίους πολέμους βρέθηκε να πολεμά με την πλευρά του Γεωργίου Κουντουριώτη.

Tον Απρίλιο του 1828, διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου και της Σπάρτης, ενώ μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια μετακόμισε στο Ναύπλιο, ζητώντας παράλληλα οικονομική βοήθεια, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει, αλλά και παραχωρητήρια εθνικών γαιών στην Αττική έναντι όσων του όφειλαν οι Εθνικές Διοικήσεις από την περίοδο της Επανάστασης.

adelfia_2

Στα 1829 ξεκίνησε τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του, ενώ σταδιακά ήλθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί από τον Νικηταρά στη θέση του αρχηγού της Εκτελεστικής Δύναμης. Ακόμη κι όταν του προτάθηκε να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα στα νησιά του Αιγαίου, αρνήθηκε υποστηρίζοντας ότι δεν ήθελε να πάρει την εργασία των εκεί αγωνιστών.

Τον Αύγουστο του 1831, όταν αποκαλύφθηκε η δράση μιας μυστικής αντικαποδιστριακής οργάνωσης, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι κλήθηκαν να ορκιστούν δημοσίως ότι δεν ανήκουν σε καμία τέτοια οργάνωση, με τον Μακρυγιάννη να αρνείται να δώσει τον όρκο που ήθελε η κυβέρνηση, αντιπροτείνοντας δικό του, με αποτέλεσμα να τεθεί εκτός υπηρεσίας.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και την αποτυχία των αντικυβερνητικών του σχεδίων, πήγε στην Κόρινθο μαζί με τους Κωλέττη, Ζαΐμη και Κουντουριώτη, ενώ κινήθηκε δυτικά προς την Ιτέα με σκοπό την ενίσχυση του οπλαρχηγού Στάθη Κατζικογιάννη.

Με την άφιξη του Όθωνα, ο Μακρυγιάννης αποφάσισε να εκφράσει τη νομιμοφροσύνη του στον νέο ηγεμόνα, κερδίζοντας τη βασιλική εύνοια, αλλά και σειρά αξιωμάτων. Το 1840, συμμετείχε στις κινήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Κρήτης, ενώ εντάχθηκε και σε συνωμοτικές κινήσεις των αντιφρονούντων, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για την προετοιμασία κινήματος στην Αθήνα.

Περί τα 1851, και αφού είχε συμμετάσχει στις συζητήσεις για τα δικαιώματα των ετεροχθόνων, βρέθηκε στο επίκεντρο συνωμοσιών σε βάρος του Όθωνα και της Αμαλίας, με αποτέλεσμα να περάσει από στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και να καταδικαστεί σε θάνατο. Ο μοναδικός μάρτυρας ήταν ο πολιτευτής και δικηγόρος Νικόλαος Στεφανίδης, ο οποίος κατέθεσε ότι ο Μακρυγιάννης τού είχε αποκαλύψει ότι θα δολοφονούσε μαζί με άλλους το βασιλικό ζεύγος έξω από τον τότε μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης.

Αν και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και κατόπιν σε δεκαετή κάθειρξη, αποφυλακίστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1854 και οχτώ χρόνια αργότερα αποκαταστάθηκε στο βαθμό του αντιστράτηγου.

Στις 27 Απριλίου του 1864 άφησε την τελευταία του πνοή από υπερβολική σωματική εξάντληση, σε ηλικία 67 ετών.

Όποια κι αν ήταν η τύχη τους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, οι «Αγωνιστές του 1821» έτυχαν πλήθους τιμών, ανδριάντων και μνημείων, ενώ τα ονόματά τους δόθηκαν σε πλατείες και δρόμους, ως ένδειξη της τεράστιας προσφοράς του για την απελευθέρωση του έθνους.