
Κιλελέρ: Το αιματοβαμμένο σύμβολο του αγώνα των αγροτών
- Θανάσης Απέργης - 23 Μαρτίου 2024
Η ιστορία, ωστόσο, ξεκινά μερικά χρόνια πριν, το 1881 όταν η Θεσσαλία και το τμήμα του Νομού Άρτας, ανατολικά του Αράχθου, προσαρτήθηκε στην Ελλάδα ύστερα από την υπογραφή ειδικής σύμβασης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία και την ολοκλήρωση των διεργασιών με τη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης. Κι αυτό γιατί η προσάρτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την όξυνση του αγροτικού ζητήματος στην περιοχή, καθώς τα τούρκικα τσιφλίκια, που χαρακτηρίστηκαν από τις πρώτες Εθνικές Συνελεύσεις ως εθνική γη, αντί να δοθούν σε καλλιεργητές, στη βάση της μικρής οικογενειακής ιδιοκτησίας, δόθηκαν σε Τούρκους γαιοκτήμονες, οι οποίοι ενόψει της αποχώρησής τους, άρχισαν να ξεπουλάνε τα κτήματά τους σε εύπορους εντός κι εκτός των τότε ελληνικών συνόρων.

Έτσι, μεγάλες εκτάσεις πέρασαν από τους Οθωμανούς σε μικρές οικονομικές ελίτ, με τους κολίγους να μετατρέπονται σε δουλοπάροικους, την ώρα που οι Έλληνες τσιφλικάδες είχαν δικαιώματα απόλυτης κυριότητας σε όλη την ιδιοκτησία τους. Ζώντας με τον φόβο της έξωσης, που ήταν και το μοναδικό προνόμιο που τους προσέφερε το φεουδαρχικό δίκαιο, οι κολίγοι ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν το μισό της παραγωγής τους, υφιστάμενοι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ταπεινώσεις και αδικίες.
Πολύ σύντομα, και ενώ ο Χαρίλαος Τρικούπης παραγκώνιζε σημαντικά τους κολίγους, οι αγρότες του θεσσαλικού κάμπου προχώρησαν στην ίδρυση των πρώτων αγροτικών συλλόγων σε Λάρισα, Καρδίτσα και Τρίκαλα και την υιοθέτηση σύγχρονων μορφών αντίστασης, με μαζικές κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια σε μεγάλες πόλεις και ψηφίσματα.
Πρωταγωνιστής των αγροτικών στάσεων υπήρξε ο Κεφαλλονίτης Μαρίνος Αντύπας, υπέρμαχος των λαϊκών ελευθεριών και των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, που το 1906 κατέβηκε στη Θεσσαλία, για να επιστατεί στα κτήματα του θείου του. Σταδιακά, εφάρμοσε προοδευτικά μέτρα, με ενδεικτικότερα την αργία της Κυριακής και την παραγραφή των χρεών των κολίγων, ενώ διοργάνωνε συγκεντρώσεις στα χωριά του κάμπου, κινητοποιώντας τους εξαθλιωμένους αγρότες για τα εργασιακά τους δικαιώματα.

Αυτές οι ενέργειες του δεν άργησαν να τον μετατρέψουν σε persona non grata στους μεγαλοτσιφλικάδες, οι οποίοι επιχείρησαν να τον σταματήσουν, αποφασίζοντας, στις 8 Μαρτίου 1907, τη δολοφονία του στον Πυργετό Λάρισας, βάζοντας τον επιστάτη Ιωάννη Κυριακό να προκαλέσει επεισόδιο και, στη συνέχεια, να τον πυροβολήσει. Τα τελευταία λόγια του Αντύπα, «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία», μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα σε όλη την Ελλάδα και η σκηνοθετημένη δολοφονία του προκάλεσε λαϊκές εκδηλώσεις.
Το επαναστατικό πνεύμα άρχισε να φουντώνει στον κάμπο, με το πρώτο μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο να οργανώνεται στην Καρδίτσα, ενώ ακολούθησαν άλλα μικρότερα σε πόλεις, την ώρα που μέχρι το 1910, οι κυβερνήσεις απέφευγαν να αντιμετωπίσουν με ρεαλισμό τα δίκαια αιτήματα των αγροτών για βιώσιμο ιδιόκτητο γεωργικό κλήρο και για την ανεξαρτοποίησή τους από τούς γαιοκτήμονες.

Βλέποντας τις αόριστες υποσχέσεις της τότε κυβέρνησης προς τους Θεσσαλούς βουλευτές για επίλυση του προβλήματος, στις 6 Μαρτίου του 1910, οι αγρότες προχώρησαν πανθεσσαλικό συλλαλητήριο στη Λάρισα, με διαδηλωτές να μεταβαίνουν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ για να πάνε στη Λάρισα χωρίς εισιτήριο, θεωρώντας ότι είχαν το δικαίωμα να ταξιδέψουν δωρεάν.
Όμως, ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, που επέβαινε στο τρένο, τους το αρνήθηκε και, ως απάντηση στις έντονες αντιδράσεις τους, ζήτησε από τον αξιωματικό που ήταν επικεφαλής των στρατιωτών να «προστατεύση την έννομον τάξιν», με τον τελευταίο να δίνει το σήμα για ρίψη πυροβολισμών προς το πλήθος. Από τα πυρά σκοτώθηκαν δυο αγρότες και τραυματίστηκαν δεκάδες άλλοι, ενώ ανάλογα επεισόδια έγιναν και στο χωριό Τσουλάρ (σημερινά Μελία) και, φυσικά, στη Λάρισα, όπου ξέσπασαν συμπλοκές μεταξύ άοπλων διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής.
Στη θεσσαλική πόλη, το συλλαλητήριο ολοκληρώθηκε, την ώρα που στην Βουλή έφτανε ψήφισμα, που ζητούσε την απαλλοτρίωση και διανομή των τσιφλικιών, την ενίσχυση του Γεωργικού Ταμείου και καταδίκαζε τις δολοφονίες των κολίγων. Η αδικαιολόγητη επίθεση σε βάρος του αγροτικού πληθυσμού πυροδότησε κύμα συμπάθειας σε όλη τη χώρα, αυξάνοντας την κοινωνική πίεση για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος και οδηγώντας σε ήπια νομοθετικά μέτρα που πάρθηκαν υπέρ των κολίγων, χωρίς να επιλύουν ουσιαστικά το πρόβλημα.
Τελικά, οι απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών σε ευρύτερη κλίμακα έγιναν μόνο μετά το 1923, όταν το πρόβλημα της αποκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων ήρθε να διογκώσει μια ήδη έκρυθμη κατάσταση, που ζητούσε άμεση λύση.
*Πηγή φωτογραφιών: Εθνική Πινακοθήκη