Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Ένα από τα ισχυρότερα όπλα που είχε τεθεί στην υπηρεσία του ελληνικού Έθνους ήταν η ελληνική γελοιογραφία. Αν και από το 1936, η δικτατορία του Μεταξά είχε επιβάλλει λογοκρισία στον τύπο, η οποία συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Έλληνες γελοιογράφοι άρχισαν να γράφουν το δικό τους έπος. Άλλωστε, η πολιτική γελοιογραφία, που αποσκοπεί στον εξευτελισμό και τη διακωμώδηση του αντιπάλου, ενταγμένη στην πολεμική προπαγάνδα των αντίπαλων παρατάξεων, έπαιξε σημαντικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, δεκαεπτά ακριβώς χρόνια μετά την πορεία προς τη Ρώμη και την εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία, ο Μουσολίνι, επέλεξε να επιτεθεί στην Ελλάδα, πιστεύοντας ότι η εντός ολίγων ημερών κατάληψή της, θα τον καθιστούσε ισάξιο και ισότιμο κατακτητή με τον Χίτλερ, έναν διόλου ευκαταφρόνητο σύμμαχο. Η κατάληψη της Ελλάδας ήταν ζήτημα γοήτρου για τον Ντούτσε, ο οποίος ενεπλάκη στην πολεμική σύρραξη, έχοντας «αυτοκρατορικές» βλέψεις, και, παράλληλα, θέλοντας να στείλει ένα μήνυμα στους συμμάχους του, καθώς, η νικηφόρα πορεία του ναζιστικού Ράιχ είχε θίξει τη μεγαλομανία του.,
Η ιταλική προπαγάνδα ξεκίνησε πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, με τη γελοιογραφία να εντάσσεται σχεδόν αμέσως στην υπηρεσία της προπαγάνδας. Οι εφημερίδες φιλοξενούσαν σκίτσα για τον φιλάργυρο Έλληνα που έκανε παρέα με τον καλοθρεμμένο Βρετανό, ώστε να καλλιεργήσουν την αντιπάθεια του ιταλικού λαού προς τον ελληνικό, με τις φουστανέλες να γίνονται αρκετές φορές στόχος χλευασμού. Όσο η ιταλική επίθεση αντιμετώπιζε προβλήματα τόσο η ιταλική προπαγάνδα γινόταν πιο χυδαία. Όταν η ελληνική αντεπίθεση άρχισε, σηματοδοτώντας μια σειρά ηττών για τον στρατό του Μουσολίνι στο αλβανικό μέτωπο, οι χλευασμοί προς τους Έλληνες στρατιώτες αντικαταστάθηκαν από τον εκθειασμό των ιταλικών νικών στον πόλεμο υποβρυχίων που μαίνονταν στον Ατλαντικό.

Οι Έλληνες γελοιογράφοι της εποχής, απεναντίας, εμπνεύστηκαν από τον ενθουσιασμό του λαού για αντίσταση στην επίθεση των Ιταλών, από την ανδρεία των στρατιωτών στο μέτωπο και από τις πρώτες νίκες. Έτσι, άρχισαν να χρησιμοποιούν την πένα τους για να εμψυχώσουν όχι μόνο τους στρατιώτες αλλά και τον λαό. Οι ιταλικές ήττες στα ηπειρωτικά βουνά έγιναν αντικείμενα διακωμώδησης από τους γελοιογράφους, με τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής καθημερινά να δημοσιεύουν γελοιογραφίες γεμάτες από πλούσια ειρωνεία.
Το χιούμορ, ακόμη και σε καιρό πολέμου, δεν έλειψε και ο χλευασμός και η γελοιοποίηση του εχθρού αναδείχθηκαν σε ισχυρότατα όπλα του ψυχολογικού πολέμου, που διεξάγεται, πάντα, στα μετόπισθεν κάθε πολεμικής αναμέτρησης. Με το πενάκι τους, οι γελοιογράφοι κατέγραφαν σχεδόν καθημερινά τη νικηφόρα πορεία των ελληνικών στρατευμάτων, σατιρίζοντας τον απροσδόκητο επιδρομέα, γελοιοποιώντας την ιταλική επιβουλή και τη νεορωμαϊκή φασιστική μεγαλομανία του Μουσολίνι. Άλλωστε, η μορφή του Ιταλού δικτάτορα, αποτελούσε τον προσφιλή στόχο των γελοιογράφων και καθιερώθηκε ως βασικός γελοιογραφικός στόχος με πρόταση του Κώστα Μπέζου.

Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία του ελληνικού λαού προκάλεσε, παγκοσμίως, τον θαυμασμό, δείχνοντας τον δρόμο για τον αγώνα ενάντια στον φασισμό, τη δίψα για ελευθερία και την επανεγκατάσταση της δημοκρατίας. Σε αυτή την άνιση μάχη, όπου οι επιτιθέμενοι υπερτερούσαν σε στρατιωτικό εξοπλισμό και δυναμικό, οι γελοιογράφοι της εποχής συνέβαλαν τα μέγιστα στην εμψύχωση του λαού, αν και η μεταξική λογοκρισία απαγόρευσε οποιαδήποτε κριτική.
Αντώνης Βώττης, Γιώργος Γκεϊβέλης, Φωκίωνας Δημητριάδης, Νικόλαος Νείρος, Σταμάτης Πολενάκης, Κώστας Μπέζος, Μίμης Παπαδημητρίου, Σοφοκλής Αντωνιάδης, Νίκος Κατσούρος, Μιχάλης Παπαγεωργίου, Μιχάλης Νικολινάκος, Παύλος Παυλίδης, Νίκος Καστανάκης ήταν μερικοί από τους γελοιογράφους εκείνους που συνεισέφεραν στον ελληνικό αγώνα και επιτέλεσαν με συνέπεια και ταλέντο τον ιδιαίτερο ρόλο τους.