Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Σύμφωνα με ένα μεσαιωνικό μύθο της Θεσσαλονίκης, «Μια φορά κι έναν καιρό, ο Μέγας Αλέξανδρος φιλοξένησε στο παλάτι του τον βασιλιά της Θράκης με τη συνοδεία του, τον οποίον είχε προσκαλέσει για να ζητήσει ενισχύσεις για την εκστρατεία του κατά των Περσών. Ο Αλέξανδρος ερωτεύθηκε την όμορφη γυναίκα του βασιλιά και, αφού το αίσθημα ήταν αμοιβαίο, τα βράδια μέσα από μια κιονόστοιχη στοά επισκεπτόταν στα διαμερίσματά της τη βασίλισσα. Γρήγορα, όμως, ο απατημένος σύζυγος πληροφορήθηκε αυτή τη σχέση και ανέθεσε σε έναν σπουδαίο μάγο να τιμωρήσει το παράνομο ζευγάρι. Ο μάγος έριξε μάγια στο μυστικό πέρασμα, τόσο τρομερά, που όποιος περνούσε από τη στοά θα γινόταν πέτρα. Για καλή τύχη, όμως, του Αλέξανδρου ο δικός του μάγος… ο Αριστοτέλης κατάλαβε την παγίδα και τον συμβούλευσε να μην επισκεφθεί τη βασίλισσα εκείνη τη νύχτα. Η βασίλισσα που μάταια περίμενε τον Αλέξανδρο έστειλε μια υπηρέτριά της να δει γιατί αργεί ο Μακεδόνας βασιλιάς. Επειδή εκείνη άργησε να επιστρέψει, η ανυπόμονη βασίλισσα πήγε να δει τι συμβαίνει η ίδια. Λίγο μετά ο βασιλιάς της Θράκης και ο μάγος του πέρασαν να δουν κι αυτοί τα αποτελέσματα των μαγικών, με αποτέλεσμα να πετρώσουν κι αυτοί και να μείνουν για πάντα εκεί».
Μετά τη μαρτυρία του Κυριάκου Αγκωνίτη, γνωστού κι ως Κυριάκου Πιστικόλι, ο οποίος, ακόμη πριν το 1453, επισκεπτόμενος την Ελλάδα, αναφέρει τις «Μαγεμένες», έρχονται στο φως νέες αναφορές για αυτές, όταν δυο Άγγλοι περιηγητές, ο James Stuart και ο Nicholas Revett, περιγράφουν την εβραϊκή συνοικία Rogos, όπου στην αυλή μιας κατοικίας της, δεσπόζουν, παρότι με τις κολόνες τους μισοχωμένες στη γη, οι Las Incantadas, όπως αποκαλούνταν στα Ισπανοεβραϊκά ή οι Sureth Maleh στα Τούρκικα.
Η γοητευτική ιστορία της Στοάς των Μαγεμένων ή Ειδώλων ξεκινάει στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., όταν ήταν τοποθετημένες σε μια δίτονη κιονοστοιχία πάνω σε ένα μνημείο του 2ου με 3ου αιώνα, που σχημάτιζε στοά, ανατολικά της Παναγίας Χαλκέων, βόρεια της οδού Εγνατίας και νότια της Ρωμαϊκής αγοράς.
Στην ουσία πρόκειται για οχτώ ανάγλυφες μαρμάρινες μυθολογικές μορφές, που κοσμούν μια κορινθιακή κιονοστοιχία ύψους 12,69 μ. και μήκους 20,465 μ.. Οι μορφές ήταν αμφίπλευρες πάνω σε 4 πεσσούς και αναπαριστούν μία Μαινάδα που παίζει φλάουτο, τον θεό Διόνυσο σε νεαρή ηλικία δίπλα σε έναν πάνθηρα, την Αριάδνη στεφανωμένη με τα φύλλα μιας κληματαριάς, τη Λήδα μαζί με τον κύκνο, τη Νίκη, την Αύρα με το πέπλο της, τον Διόσκουρο με ένα άλογο στα πόδια του και τον Γανυμήδη μαζί με τον Δία μεταμορφωμένο σε αετό, ενώ σε ένα από τα επιστύλια υπήρχε θραύσμα επιγραφής με τη μορφή ΝΓΕΓΕΝΗΜΕΝΟΝΥΠΟ, παραπέμποντας στην «κομμένη» φράση [ν] γεγενημένον υπό[...].
Το 1864, το μνημείο έμελλε να βανδαλιστεί από τον Γάλλο ειδήμονα παλαιογράφο Εμανουέλ Μιλέρ, τον Γάλλο...Έλγιν, ο οποίος, αφού πέρασε από το Άγιο όρος και κατέστρεψε ένα σωρό μνημεία στη Θάσο, έφθασε στη Θεσσαλονίκη για να αρπάξει τις «Καρυάτιδες της πόλης», τις οποίες του παραχώρησαν οι οθωμανικές αρχές για λογαριασμό του Ναπολέοντα Γ΄.

Ο ίδιος ο Μιλέρ σε επιστολή προς τη γυναίκα του της γράφει: «Βιάζομαι να σου στείλω την καλή, μεγάλη είδηση... Ο Σουλτάνος, μέσω του Μεγάλου Βεζύρη, του Φουάντ Πασά, μου έδωσε την άδεια να αποκολλήσω και να μεταφέρω στη Γαλλία οκτώ αγάλματα της Σαλονίκης, που ήθελα τόσο πολύ ...αλλά ...ο πληθυσμός έχει ήδη αρχίσει να εξάπτεται και να δυσανασχετεί. Είναι έξαλλοι που θα πάρω αυτά τα αγάλματα, τα οποία έχουν υποστεί τόσες φθορές».
Ο Μιλέρ άρχισε να αποδομεί το μνημείο, για να το μεταφέρει ολόκληρο και το μόνο που κατάφερε ήταν να το καταστρέψει, προκαλώντας την αντίδραση όλου του πληθυσμού της πόλης, Ελλήνων, Εβραίων, Τούρκων. Στη συνέχεια κατέβασε τα αγάλματα και το επιστύλιο, φόρτωσε τις «πέτρες», όπως τις αποκαλούσε, σε βοϊδάμαξες που διέσχισαν όλη τη Θεσσαλονίκη, προς τα ανατολικά, για να τα φορτώσουν μαζί με τα αποκτήματα από τη Θάσο στο γαλλικό πλοίο «Le Truite», που ήταν αραγμένο στο λιμάνι, μπροστά στους Μύλους Αλλατίνι.
Στις 23 Απριλίου του 1939, η 80χρονη τότε Ζεντίλ Κοέν διηγείται στον δημοσιογράφο της εφημερίδας «Μακεδονία», Ι. Ταχογιάννη, την ιστορία των «Ινκαντάδος», όπως τις αποκαλεί, ενθυμούμενη το σπίτι κάποιου συγγενή της, στο οποίο βρίσκονταν οι «Ινκαντάδος» και αποκαλύπτοντας ότι «στο υπόγειο του ίδιου οικήματος υπήρχαν και άλλα τέτοια... μάρμαρα».
Τα γλυπτά που είχαν πάνω τις παραστάσεις πήγαν στο Λούβρο κι είναι ακόμη εκεί, ενώ αυτά που πετάχτηκαν κατέληξαν να χάνονται μέσα στον χρόνο.

Το 1997 βρέθηκε ένα κομμάτι πολύ φθαρμένο, που ήταν το κεφάλι και το πάνω μέρος ενός ακόμη πεσσού, μιας ακόμη, πέμπτης Μαγεμένης, το οποίο μπορεί να το δει κανείς, έστω και στραπατσαρισμένο, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό και δημοσιογράφο Μαρκ Μαζάουερ , στο βιβλίο του «Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων», «Οι Καρυάτιδες έστεκαν πάνω σε μια μαρμάρινη κιονοστοιχία, το να τις κατεβάσουν χωρίς να τις σπάσουν ήταν λεπτή δουλειά και απαιτούσε μηχανήματα που δεν βρίσκονταν εύκολα στη Θεσσαλονίκη. Τελικά πέρασαν ένα μεγάλο ξύλινο βαρούλκο μέσα από τα στενοσόκακα, πάνω σε δυο βουβαλάμαξες. Το βαρούλκο έδειχνε σάπιο ως το μεδούλι, ιδίως για τόσο τεράστια μάρμαρα!».
Προσπάθειες για «επαναπατρισμό» των Μαγεμένων έχουν γίνει πολλές φορές στο παρελθόν, με όλες τις διαπραγματεύσεις να ναυαγούν. Το αίτημα επανήλθε το 2012, ενόψει του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Η επιστροφή των πρωτότυπων γλυπτών απορρίφθηκε και το Μουσείο του Λούβρου δέχθηκε να κατασκευάσει αντίγραφα, έναντι του ποσού 180.000 ευρώ, που εξασφάλισε ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης από την επιχειρηματία Έλενα Αμβροσιάδου, και να τα παραχωρήσει μαζί με τις μήτρες των εκμαγείων. Τα αντίγραφα εκτίθενται από το 2017 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.