
Μέρι Μακλέοντ Μπεθιούν: «Όταν ανοίγεις ένα βιβλίο, ανοίγεις τον δρόμο της ελευθερίας»
- Παναγιώτα Απέργη - 29 Αυγούστου 2025
Γεννημένη στις 10 Ιουλίου του 1875, η Μέρι Μακλέοντ Μπεθιούν ήταν το δέκατο πέμπτο από τα δεκαεπτά παιδιά μιας οικογένειας πρώην σκλάβων από τη Νότια Καρολίνα, που είχε ζήσει τη φτώχεια και την καταπίεση του Νότου. Ο σπόρος για μια ζωή μάθησης και διδασκαλίας φυτεύτηκε μάλλον τυχαία μέσα της, όταν ένα λευκό παιδί της άρπαξε από τα χέρια το βιβλίο που περιεργάζονταν φωνάζοντας: «Άφησέ το κάτω. Δεν ξέρεις να διαβάζεις!».
Αυτή η πράξη την προβλημάτισε βαθιά, οδηγώντας τη στην αρχική της άποψη ότι η διαφορά μεταξύ των λευκών και μαύρων είναι απλώς θέμα ανάγνωσης και γραφής. Έτσι, αποφάσισε να μορφωθεί, για να μπορεί να αντιπαρατεθεί ισότιμα με τους λευκούς, καταφέρνοντας να γίνει το πρώτο παιδί της οικογένειας που – έχοντας γεννηθεί ελεύθερη – κατάφερε να μορφωθεί. Φυσικά, το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας το πέρασε εξισορροπώντας ανάμεσα στο σχολείο και στην εργασία σε χωράφια με βαμβάκι, με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε να είναι τεράστιες, αφού για να πάει στο σχολείο και να επιστρέψει, διάνυε καθημερινά με τα πόδια μια απόσταση περίπου 16 χιλιομέτρων.

Ωστόσο, η αγάπη της για τα γράμματα ήταν τόσο δυνατή, που δεν την απομάκρυνε από το στόχο της, φτάνοντας στο σημείο να διδάσκει στην οικογένειά της και στους γείτονές της όσα μάθαινε κάθε μέρα. Μάλιστα, επωφελήθηκε από τις προσπάθειες για την εκπαίδευση Αφροαμερικανών, κέρδισε υποτροφία και συνέχισε τις σπουδές της σε ανώτερο επίπεδο. Μετά τη διάψευση του ονείρου της να γίνει ιεραπόστολος στην Αφρική, αφού οι περισσότερες εκκλησίες έστελναν μόνο λευκούς ιεραποστόλους στο εξωτερικό, η Μπεθιούν στράφηκε στη διδασκαλία σε σχολεία της Νότιας Καρολίνας.
Μετά το διαζύγιό της από τον συνάδελφό της, Αλμπέρτους Μπεθιούν, μετακόμισε με τον γιο της στην ανατολική ακτή της Φλόριντα, όπου άνοιξε ένα δικό της σχολείο, το «Daytona Normal and Industrial Institute for Negro Girls» με σκοπό την εκπαίδευση των μαύρων κοριτσιών. Μάλιστα, μετά από αρκετή σκληρή δουλειά, φτάνοντας σε σημείο να φτιάχνει μελάνι για στυλό από χυμό σαμπούκου και μολύβια από καμένο ξύλο, και με οικονομική βοήθεια από αφροαμερικανικές και λευκές κοινότητες, το όνειρο της άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, με τη σχολή της να αποκτά γρήγορα φήμη και να φιλοξενεί συνολικά διακόσιους πενήντα μαθητές.
Αργότερα το σχολείο συγχωνεύτηκε με το «Cookman Institute» και μετονομάστηκαν σε «Bethune-Cookman College», με τη Μπεθιούν να προχωρά σε μια σειρά άλλων έργων, όπως κτίσιμο τοπικού νοσοκομείου, αλλά και δημιουργία της πρώτης δωρεάν βιβλιοθήκης για το κοινό στη Φλόριντα, που ήταν προσβάσιμη και σε μαύρους κατοίκους. Υπέρμαχος της φυλετικής ισότητας, η Μπεθιούν ίδρυσε πολλές σχετικές οργανώσεις για την ίση μεταχείριση και μόρφωση των μαύρων, αποκτώντας εθνική φήμη, την οποία χρησιμοποίησε για να προωθήσει τα δικαιώματα της μαύρης κοινότητας.

Μάλιστα, η στενή φιλία της με το ζεύγος Ρούσβελτ την επέτρεψε τον σχηματισμό ενός συνασπισμού ηγετών από μαύρες οργανώσεις που ονομάστηκε «Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Υποθέσεων Νέγρων», αργότερα γνωστό ως Μαύρο Υπουργικό Συμβούλιο και λειτούργησε ως συμβουλευτικό όργανο για την κυβέρνηση Ρούσβελτ σε ζητήματα που αντιμετώπιζαν οι μαύροι στην Αμερική. Όσο για την ίδια την Μπεθιούν διετέλεσε σύμβουλος πέντε προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών από διάφορες κυβερνητικές θέσεις σε θέματα μειονοτήτων, ενώ ήταν η μόνη μαύρη γυναίκα, που ήταν παρούσα στην ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών στο Σαν Φρανσίσκο, το 1945, εκπροσωπώντας την Εθνική Ένωση για την Προώθηση των Έγχρωμων Ατόμων.
Εκτός από το ακτιβιστικό της έργο, η Μπεθούν υπήρξε μια άκρως παραγωγική συγγραφέας και χρονικογράφος της αφροαμερικανικής ιστορίας, διατηρώντας, μάλιστα, αρχείο για την ιστορία των μαύρων γυναικών και τη συμβολή τους στον αμερικανικό πολιτισμό και τον αντίκτυπο που θα είχαν στις μελλοντικές γενιές.
Για το πολυσήμαντο έργο της, κατά τη διάρκεια της ζωής της, έλαβε δεκάδες βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, μπαίνοντας στο αμερικανικό «Hall of Fame» των σημαντικότερων γυναικών. Προς τιμήν της ανεγέρθηκαν μνημεία και αγάλματα, γεγονός μοναδικό για Αφροαμερικανό πολίτη, ενώ η τελευταία της κατοικία έχει χαρακτηριστεί Εθνικός Ιστορικός Χώρος.
Μέχρι τον θάνατό της, στις 18 Μαΐου του 1955, η Μπεθιούν εργάστηκε ακατάπαυστα, για να καλλιεργήσει το κλίμα που θα οδηγούσε σε μια δικαιότερη νομοθεσία για τους Αφροαμερικανούς και τις γυναίκες.