Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images


Με την μορφή και την κατασκευή της να αλλάζει από τόπο σε τόπο και από χρόνο σε χρόνο, η ασπίδα θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα αμυντικά όπλα, με μερικές από τις πιο γνωστές να είναι οι ξύλινες, οι σιδερένιες, οι δερμάτινες, οι ορειχάλκινες, οι ορθογώνιες, οι στρογγυλές, οι τριγωνικές κ.ά..

Ο σάκος

aspida_2

Αυτός ο τύπος της ασπίδας αναφέρεται, ήδη, από τον Όμηρο στην Ιλιάδα ως ένας από τους τύπους των ασπίδων τον οποίο οι Έλληνες πολεμιστές χρησιμοποιούσαν περισσότερο. Κατασκευαζόταν από ένα ή περισσότερα στρώματα δέρματος, εκτός εξαιρέσεων, όπως π.χ. οι ασπίδες του Οδυσσέα και του Αίαντα του Τελαμώνιου, που είχαν από τέσσερα έως και επτά στρώματα βοείου δέρματος, αντιστοιχα.

«τῆλε δ᾽ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ· χώσατο δ᾽ Ἕκτωρ». - Ιλιάδα, Χ 291

Τα δερμάτινα αυτά στρώματα ήταν τεντωμένα σε ξύλινο πλαίσιο με εσωτερική ενίσχυση από πλέγμα κλαδιών, κατά πάσα πιθανότητα λυγαριάς. Ο Άγγλος μελετητής Peter Connolly στο βιβλίο του «Η πολεμική τέχνη των Ελλήνων»την χαρακτηρίζει πυργωτή ασπίδα λόγω των διαστάσεών της.

Η εξωτερική της πλευρά ήταν συνήθως επενδυμένη με έλασμα από χαλκό για να έχει μεγαλύτερη αντοχή στα χτυπήματα και διέθετε διακοσμητικές ανάγλυφες παραστάσεις και ηλώσεις (καρφιά).

Το σχήμα της ήταν ημικυλινδρικό, με ανύψωση στο επάνω μέρος της και ύψος όσο ενός άνδρα, έτσι ώστε να καλύπτει τον πολεμιστή από τα πόδια έως τον λαιμό – «ποδυνεκής», όπως αναφέρει και ο Όμηρος. Παράλληλα, διέθετε τελαμώνα για το κρέμασμά της και είχε μονή λαβή, ενώ έπρεπε να προστάτευε τον πολεμιστή που την κρατούσε και να εξοστράκιζει τα χτυπήματα που δεχόταν στα επάλληλα στρώματα των δερμάτων που έφερε.

Η Οκτάσχημη Ασπίδα

 aspida_3

Επρόκειτο για εξέλιξη του σάκου και πήρε το όνομά της από το σχήμα της, μιας και έμοιαζε με ένα τεράστιο οκτώ. Το ύψος της ήταν σχεδόν όσο με του πολεμιστή, που την κρατούσε και η κυρτότητά της ήταν μεγαλύτερη, για να μην φτάνει το αντίπαλο ξίφος ή βέλος τον πολεμιστή σε περίπτωση διάτρησής της. Στη μέση της, περίπου, έφερε μία στένωση που επέτρεπε ευκολότερα τη χρήση του ξίφους ή του ακοντίου.

Η βασική της καινοτομία ήταν η ξύλινη οξεία ράχη, η οποία της έδινε κατά τη διάρκεια της μάχης και ιδιαίτερα κατά το στάδιο του ωθισμού, τη δυνατότητα να διασπά την ενότητα των ασπίδων του εχθρού και να εισχωρεί στις γραμμές του, ενέργεια που οδηγούσε στη σύγχυση και στη διάλυση της εχθρικής παράταξης, από άνδρες ειδικών σωματικών δυνατοτήτων.

Ως προς την κατασκευή της ήταν φτιαγμένη από έναν χιαστί ξύλινο σκελετό με υπόστρωμα από πλεκτά κλαδιά λυγαριάς, τα οποία επικαλύπτονταν από συρραμμένο βόειο δέρμα και για τη συγκράτησή της είχε υποτυπώδη δερμάτινο πόρπακα, μια λαβή, δηλαδή, μέσα στην οποία περνούσε το χέρι ο πολεμιστής και αντιλαβή.

Το μειονέκτημά της, βέβαια, ήταν το γεγονός ότι τα κενά τα οποία άφηνε λόγω του σχήματός της επέτρεπαν το πέρασμα των εχθρικών πληγμάτων κατά του πολεμιστή που την κρατούσε.

Η Ασπίδα της Ύστερης Μυκηναϊκής Εποχής

 aspida_4

Αυτού του τύπου η ασπίδα αντικατέστησε στον ελληνικό χώρο τις δύο προηγούμενες, οι οποίες αν και ήταν ασφαλείς, παράλληλα ήταν βαριές και δύσχρηστες. Η νέα ασπίδα, η οποία υιοθετήθηκε, ήταν επίπεδη, κυκλική, ξύλινη και μικρότερη από τις προηγούμενες με διάμετρο από 80 εκ. έως 1μ..

Εξωτερικά είχε δερμάτινη επένδυση, μεταλλική περιφέρεια (άντυγα) και πιθανόν μεταλλικές εξωτερικές πρόσθετες επικαλύψεις.

Το επάνω μέρος ήταν ελλειψοειδές και στην εξωτερική της επιφάνεια είχε μεταλλικά εξογκώματα, που έδειχναν σαφώς τον επιθετικό της χαρακτήρα, ενώ, εσωτερικά και στο κέντρο, είχε μια χειρολαβή και έναν δερμάτινο τελαμώνα για την ανάρτησή της από τον λαιμό, ώστε το ελλειπτικό κόψιμό της να βρίσκεται στο κάτω μέρος, για να επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.

Ο πολεμιστής την ώρα της μάχης κρατούσε την ασπίδα, έχοντας την ελλειψοειδή εγκοπή δεξιά, ώστε να μπορεί να χειρίζεται άνετα τόσο το ακόντιο (έγχος ) όσο και το ξίφος (άορ).

Σε πολλές παραστάσεις, η ασπίδα αυτή απεικονίζεται να είναι στρογγυλή, χωρίς ελλειψοειδή εγκοπή και, επίσης, να φέρει εσωτερικά για την κράτησή της τόσο πόρπακα όσο και αντιλαβή. Παραλλαγή αυτού του τύπου της ασπίδας ήταν η λεγομένη «ασπίδα του Κιτίου». Σ' αυτή την ασπίδα το ελλειψοειδές σχήμα είχε την μορφή V και στο κάτω μέρος της περιφέρειάς της ήταν κομμένη οριζόντια.

Η Ασπίδα των Γεωμετρικών Χρόνων

 aspida_4a

Την εποχή της γεωμετρικής περιόδου, η ασπίδα που κυριαρχούσε στον ελληνικό προκλασικό κόσμο ήταν μία αρκετά μεγάλη ασπίδα με ύψος που κυμαινόταν από 1,20 έως 1,50 μ. και ανάλογα πλάτος, σημαντικά, όμως, μικρότερη από τις προηγούμενες των μυκηναϊκών χρόνων. Το σχήμα της ήταν στρογγυλό ή πιο συχνά ωοειδές, αποτελούμενο από δύο τοξοειδή μέρη ενωμένα και έφερε, ενίοτε, δύο ημισελινοειδείς εντομές στα πλάγια.

Πιστεύεται πως υπήρξε ο πρόδρομος της βοιωτικής ασπίδας στο σχήμα και την εμφάνιση και ο τρόπος κράτησής της ήταν αυτός της αργολικής ασπίδας, η οποία άλλωστε και ακολούθησε την ασπίδα των γεωμετρικών χρόνων.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της και το οποίο την διέκρινε ως αμυντικό όπλο αυτής της περιόδου ήταν ο διάκοσμός της, ο οποίος περιελάμβανε γραμμικά σχήματα σε ευθείες, καμπύλες ή συμπλέγματα γεωμετρικών στοιχείων, αλλά και αφηρημένους συνδυασμούς αξόνων σύμφωνων με το πνεύμα της γεωμετρικής διάθεσης.

Ασπίς ή Όπλον

 aspida_6

Η ασπίδα αυτή εμφανίστηκε με τη νέα της τροποποιημένη μορφή τον 5ο π.Χ. αιώνα και αποτελούσε συνέχεια του τύπου, που έφεραν οι Δωριείς στην Ελλάδα, το 1050 π.Χ.. Αποτέλεσε τον πλέον χαρακτηριστικό τύπο ελληνικής ασπίδας, καθώς ήταν η ασπίδα που χρησιμοποιήθηκε κατά τους περσικούς πολέμους με το όνομα «όπλον».

Το σχήμα της ήταν στρογγυλό και στόχευε, εκτός από την προστασία του ίδιου του οπλίτη και δεξιού ακάλυπτου πλευρού του συμπολεμιστή του, με την προέκτασή της, κατά τη διάρκεια του σχηματισμού της οπλιτικής φάλαγγας. Ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη από χαλκό, με κοιλόκυρτο σχήμα και διάμετρο 80 εκ. έως 1μ, φέροντας περιμετρικά στεφάνη, που τελείωνε σε νεύρωση (άντυγα) για μεγαλύτερη αντοχή.

Εσωτερικά, ήταν επενδεδυμένη με τεμάχια λεπτού ξύλου γύρω από το κέντρο και χονδρότερα προς τη στεφάνη, τα οποία επενδύονταν με βόειο δέρμα. Εσωτερικά και έκκεντρα για την κράτησή της έφερε μια κατακόρυφη μεταλλική ταινία (όχανο), πάνω στην οποία στηριζόταν η κυλινδρική λαβή ( πόρπαξ) για τον βραχίονα και κοντά στην περιφέρεια υπήρχε η αντιλαβή για την παλάμη. Η κατασκευή της αποδίδεται με επιφύλαξη στους Κάρες.

Αυτός ο τύπος ασπίδας υπήρξε ο μακροβιότερος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και πολλοί μεταγενέστεροι τύποι ασπίδων δανείστηκαν στοιχεία απ’ αυτόν. Στην εξωτερική της πλευρά, η αργολική ασπίδα είχε διάφορες παραστάσεις, τα επισήματα, τα οποία στόχευαν στον εκφοβισμό του αντιπάλου και τα οποία αργότερα αντικαταστάθηκαν με το αρχικό γράμμα της πόλης, απ’ όπου καταγόταν ο πολεμιστής - κάτοχος της ασπίδας.

Η Βοιωτική Ασπίδα

 aspida_5

Όπως η αιτωλική ασπίδα, έτσι και η βοιωτική αποτέλεσε σχηματική παραλλαγή της αργολικής ασπίδας με περιορισμένη, βέβαια, χρήση της. Η δομή της ήταν όμοια με της αιτωλικής ασπίδας και της αργολικής, από την οποία άλλωστε και προήλθε, διαφέροντας, ωστόσο, ως προς το σχήμα της, το οποίο ήταν σχεδόν οκτάσχημο, με τη λέπτυνση στο μέσον της ασπίδας να δημιουργεί ημισελινοειδείς εγκοπές, που υπήρχαν στα πλευρά του ελλειψοειδούς σχήματός της.

Οι εγκοπές αυτές επέτρεπαν στον οπλίτη να χρησιμοποιεί ευκολότερα το δόρυ ή το οπλιτικό ξίφος. Τέτοιου τύπου ασπίδες, δυστυχώς, δεν έχουν διασωθεί και γνωρίζουμε την ύπαρξή τους μόνο από τα αγγεία, τις διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις και τα νομίσματα.

Η Θρακική Πέλτη

 aspida_7

Η…διάσημη πέλτη ανήκει στις ελαφριές ασπίδες και υπήρξε ασπίδα, κυρίως, των Θρακών ακοντιστών, από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά. Η πέλτη έδωσε το όνομά της στους πελταστές, το ελαφρύ, δηλαδή, πεζικό των Θρακών, αρχικά, και αργότερα και σε όποιους πολεμιστές του αρχαίου κόσμου χρησιμοποιούσαν πέλτη, αποτελώντας άμεση εξέλιξη, σε μικρότερο, βέβαια, μέγεθος, της ασπίδας της ύστερης μυκηναϊκής εποχής.

Το σχήμα της ήταν ελλειψοειδές και στο επάνω μέρος της είχε μία ημισεληνοειδή εντομή και ο τρόπος κατασκευής της ήταν ο κλασικός τρόπος κατασκευής όλων των ελαφρών ασπίδων.

Σύμφωνα μ’ αυτόν, κατασκευαζόταν μια επίπεδη επιφάνεια από σκελετό χονδρών κλαδιών λυγαριάς, η οποία γεμιζόταν με πλέγμα λεπτότερων κλαδιών και το σύνολο επενδυόταν με χονδρό βοδινό δέρμα, πάνω στο οποίο ζωγράφιζαν διάφορες διακοσμητικές παραστάσεις, από ζώα ή πουλιά, αν και συνήθως σχεδίαζαν μια τυποποιημένη μορφή, με μεγάλα μάτια, που έδειχναν την εγρήγορση των πελταστών.

Υπήρχε άλλος ένας τύπος πέλτης, φτιαγμένος από λεπτές φέτες ξύλου επενδυμένες, επίσης, με δέρμα και για την κράτησή της διέθετε δύο δερμάτινες λαβές, μία για τον βραχίονα και μία αντιλαβή, όπως συνηθιζόταν να εξοπλίζονται οι ασπίδες, σύμφωνα με τον τύπο της αργολικής ασπίδας. Επίσης, στην εσωτερική της επιφάνεια είχε δερμάτινο αορτήρα για το κρέμασμά της από τον ώμο ή το λαιμό κατά τη διάρκεια των πορειών του πελταστή.

Η πέλτη χρησιμοποιήθηκε σε εκ του συστάδην μάχες από άτακτους και ελαφρούς πεζούς, που ήθελαν να αναπτύξουν πρωτοβουλίες και νέες τακτικές μάχης, εκτός από τη γνωστή ως τότε τακτική της οπλιτικής φάλαγγας (π.χ. οι πελταστές του Αθηναίου στρατηγού Ιφικράτη, οι Θράκες πελταστές κ.ο.κ.).

Η Μακεδονική Ασπίδα

 aspida_8

Κατά την εκστρατεία των Μακεδόνων στην Ασία (334 - 323 π.Χ) χρησιμοποιήθηκαν από τα τακτικά Μακεδονικά στρατεύματα, τους πεζέταιρους και τους φαλαγγίτες, δύο κυρίως είδη ασπίδων, δεδομένου ότι το ιππικό, απαρτιζόμενο κυρίως από τους υπασπιστές και τους εταίρους, είναι αδιευκρίνιστο, τουλάχιστον από την σχετική βιβλιογραφία, αν έφεραν ή όχι ασπίδα και ποιο είδος.

Οι πεζέταιροι, που αποτελούσαν και την κύρια οπλιτική δύναμη κρούσης και μάχονταν πεζοί, χρησιμοποιούσαν ασπίδες αργολικού τύπου, που ήταν ο πιο συνηθισμένος τύπος ασπίδας από τον 5ο αιώνα και μετά. Οι ασπίδες αυτές ήταν χρωματισμένες με ζωηρά χρώματα και περιφερειακά φύλλα δάφνης, το οκτάκτινο ή δεξαεξάκτινο αστέρι, σύμβολο της δυναστείας των Αργεαδών-Τημενιδών και, αργότερα, έφεραν συμβολικά τη μορφή του Μ. Αλεξάνδρου με περσική τιάρα, ως κατακτητή της Περσίας και κατ’ επέκταση όλης της Ασιατικής ηπείρου.

Οι φαλαγγίτες, επίσης, οι οποίοι ως κύριο όπλο τους είχαν την σάρισα και χρειάζονταν και τα δύο τους χέρια ελεύθερα όσο την χρησιμοποιούσαν, προστατεύονταν από ένα είδος ασπίδας, η οποία ήταν χάλκινη ή ορειχάλκινη, διαμέτρου 0,60 -0,70 εκ., δεν είχε στεφάνη για να στερεώνεται στον ώμο, με μικρότερη κύρτωση, αλλά διαθέτοντας, παράλληλα, όλα τα στοιχεία της αργολικής ασπίδας από την οποία άλλωστε και προερχόταν.

Είναι πιθανόν η ασπίδα αυτή να είχε αντιλαβή ώστε να μπορούσαν να την κρατούν σαν την αργολική, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα τη δυνατότητα να περνούν το χέρι τους μέσα από αυτή, σαν να είχε δύο όχανα (κατακόρυφες μεταλλικές ταινίες όπου στηριζόταν η κυλινδρική λαβή), έτσι ώστε η αριστερή παλάμη να μένει και αυτή ελεύθερη, όπως δηλαδή λειτουργούσε και η κρητική πέλτη των τοξοτών.

Θυρεός

 aspida_9

Μετά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη θέση της μακεδονικής ασπίδας πήρε μία άλλη ασπίδα με το όνομα θυρεός, η οποία ήταν μάλλον γαλατικής προέλευσης. Παρά την αλλοδαπή της προέλευση, η νέα ασπίδα διαδόθηκε πολύ γρήγορα στον ελληνικό κόσμο της εποχής και υιοθετήθηκε σαν το νεότερο αμυντικό όπλο μεταξύ των Ελλήνων και, ιδιαίτερα, των Μακεδόνων.

Ήταν κατασκευασμένη από ξύλινες αντικολλητές τάβλες, σε επίπεδη ή ελαφρώς κυρτή μορφή, και στην περιφέρειά της είχε μεταλλική ενίσχυση, που παρείχε προστασία από τα κτυπήματα καταφοράς. Το σχήμα της ήταν ελλειπτικό αλλά και εξάγωνο ή παραλληλόγραμμο και το ύψος της κυμαινόταν από 1μ. έως και 1,20 μ., ενώ το φάρδος της ήταν 60 εκ..

Εξωτερικά, ήταν επενδυμένη με δέρμα και είχε κατακόρυφα ένα μεταλλικό εξόγκωμα σαν ράχη, το οποίο στη μέση διογκωνόταν ακόμη περισσότερο, καθώς από πίσω υπήρχε η λαβή συγκράτησης της ασπίδας. Εκτός από την χειρολαβή, η ασπίδα διέθετε και ιμάντα ανάρτησής της από τους ώμους, κατά την διάρκεια των πορειών, με το επίμηκες μεταλλικό εξόγκωμα να έχει ως στόχο τη διάσπαση των γραμμών της αντιπάλου παρατάξεως, κατά το στάδιο του ωθισμού.

Η προστασία έναντι των πληγμάτων των σαρισών ή των ακοντίων ήταν μικρή, αλλά έναντι των πληγμάτων από σπαθιά και βέλη ήταν πολύ ικανοποιητική και η γρήγορη εξάπλωσή της στον τότε ελληνικό κόσμο οφειλόταν στο γεγονός ότι η κατασκευή της ήταν γρήγορη, εύκολη και είχε χαμηλό οικονομικό κόστος.

Αιγίδα

 aspida_10

Αιγίδα ή αιγίς ονομαζόταν στην Αρχαία Ελλάδα το δέρμα κατσίκας ( αἴξ ) και κατ’ επέκταση η ασπίδα, όταν καλυπτόταν από τέτοιο δέρμα.

Με αυτόν τον τρόπο, οι αρχαίοι Έλληνες σκέπαζαν τη γυμνότητά τους και αμύνονταν, καθώς ως επένδυση στην ασπίδα προσέφερε πρόσθετη προστασία. Έτσι λεγόταν και η ασπίδα του Δία, την οποία έφτιαξε ο Ήφαιστος από το δέρμα της Αμάλθειας, της κατσίκας, με το γάλα της οποίας είχε ανατραφεί ο Δίας. Η ασπίδα λέγεται πως ήταν στολισμένη με λαμπρές παραστάσεις και ο Δίας τη δάνειζε στα πιο αγαπημένα του παιδιά, την Αθηνά και τον Απόλλωνα μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Ο Όμηρος και ο Ορφέας ονομάζουν το Δία «αιγίοχο», ακριβώς επειδή κρατούσε την αιγίδα.