Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Τα επιθετικά όπλα διακρίνονται σε αγχέμαχα και εκηβόλα. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει το δόρυ –το βασικό επιθετικό όπλο των πολεμιστών από την Παλαιολιθική εποχή μέχρι και τον 15ο αιώνα μ.Χ., σε όλο τον κόσμο–, το ξίφος και την κοπίδα, το τσεκούρι και το ρόπαλο (αν και στον Ελλαδικό χώρο τα δυο τελευταία χρησιμοποιούνταν σπάνια ή και καθόλου, ειδικά από τον 11ο περίπου αιώνα π.Χ. και έπειτα), ενώ η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει το τόξο, τη σφενδόνη και τους διάφορους τύπους ακοντίων ρίψης.

Τα αμυντικά όπλα αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από τους διάφορους τύπους ασπίδων, όπως η ασπίδα τύπου Διπύλου, η οκτάσχημη ασπίδα, η πέλτη και φυσικά, το όπλον, ο τύπος ασπίδας που έδωσε το όνομά του στους πιο διάσημους πολεμιστές των αρχαίων ελληνικών πόλεων-κρατών, τους οπλίτες.

Η χρήση του δόρατος στον ελληνικό κόσμο είναι γνωστή από τη Μεσοελλαδική περίοδο(2000 / 1900 - 1650 π.Χ. ). Χρησιμοποιούνταν επιμήκη δόρατα, τα έγχη, σε συνδυασμό με επιμήκεις ασπίδες για σχηματισμούς βαρέως πεζικού ή μόνα τους σε περιπτώσεις χρήσης τους από αρματηλάτες.
Το μεγάλο μήκος τους και η στιβαρή κατασκευή τους δηλώνει ότι χρησιμοποιούνταν στην αντιμετώπιση των αρμάτων, κυρίως, όμως, για την αντιμετώπιση του αντίπαλου παρόμοια οπλισμένου πεζικού.
Χρησιμοποιούνταν, επίσης, και ακόντια ρίψης, τόσο κατά τη διάρκεια της μάχης για την καταπόνηση του αντίπαλου πεζικού όσο και για την υπεράσπιση φρουρίων, οικισμών και άλλων οχυρών θέσεων.
Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου (8ος-7ος αι. π.Χ.), οι Έλληνες ανέπτυξαν ένα νέο είδος κλειστού σχηματισμού, τη φάλαγγα, ο οποίος απαιτούσε τη χρήση ενός κοντύτερου δόρατος.
Στις πρώιμες εικονογραφίες ο οπλίτης κρατά ένα δόρυ και δύο ακόντια τα οποία έφεραν και μία θηλιά στο μέσον τους για τη διευκόλυνση της βολής.

Στα Ομηρικά έπη, το δόρυ αποτελεί σύμβολο ισχύος, κυρίως στρατιωτικής, και κατέχει πολύ σημαντικότερη θέση σε σχέση με το ξίφος, καθώς φαίνεται και από τη χρήση επιθέτων όπως «δορίκτητος» (Ι 343) και «δορυάλωτος»(=αιχμάλωτος, κυριευμένος).
Από τον 6ο αι. π.Χ. και μετά, οι οπλίτες έφεραν ένα δόρυ για μάχη εκ του συστάδην. Αυτό αποτελείται από ένα ξύλινο στέλεχος μήκους δύο - τριών μέτρων με διάμετρο περίπου πέντε εκατοστών, συνήθως από κερασιά ή φλαμουριά, στο οποίο ήταν στερεωμένη η αιχμή, μήκους είκοσι έως σαράντα εκατοστών, αρχικά από ορείχαλκο και στη συνέχεια από σίδηρο.
Η άλλη άκρη του δόρατος κατέληγε σε μια χάλκινη απόληξη, τον σαυρωτήρα, ίδιου μήκους με την αιχμή, ο οποίος λειτουργούσε ως αντίβαρο, προστάτευε το στέλεχος μέχρι ενός σημείου από τη σήψη λόγω υγρασίας και βοηθούσε την πεζοπορία χρησιμοποιούμενο ενίοτε ως ραβδί ή στερεώνοντας το στο έδαφος. Αν το δόρυ έσπαγε, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική αιχμή. Η λαβή του δόρατος αποτελούνταν από ιμάντες ή λεπτό σχοινί, για να είναι πιο σταθερή στο κράτημα.
Η βασική χρήση του δόρατος ήταν να επιτρέπει στον οπλίτη να κρατά τους εχθρούς σε απόσταση, αλλά παράλληλα να κρατάει την ασπίδα με το ελεύθερο αριστερό χέρι.
Παρά το αεροδυναμικό του σχήμα, το δόρυ δεν προοριζόταν για ρίψη, όπως το κοντύτερο ακόντιο. Λόγω της χρήσης του σε σχηματισμό φάλαγγας και της ανάπτυξης και εξέλιξής του για μάχη πεζικού εκ του συστάδην, ήταν βαρύ αλλά εύχρηστο, κατασκευασμένο για να χρησιμοποιείται από το βαρύτερα οπλισμένο πεζικό της εποχής.
Το δεύτερο μισό του 5ου αι. ξεκίνησαν αλλαγές, οι οποίες κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ.. Η μία ήταν η χρήση των πελταστών σε μεγαλύτερους αριθμούς, οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι κυρίως με ακόντια και μερικές φορές με δόρυ. Ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης (419-353 π.Χ.) τους αναβάθμισε καθιερώνοντας αρχικά τη χρήση δόρατος και, αργότερα, εξοπλίζοντας τους με μακρύτερα δόρατα.
Η άλλη αλλαγή ήταν η εισαγωγή και χρήση της σάρισας από τους Μακεδόνες. Η μακεδονική φάλαγγα, υποστηριζόμενη από ελαφρύ πεζικό και ιππικό, έγινε σταδιακά ο μοναδικός τρόπος μάχης των Ελλήνων, μέχρι την αντικατάστασή της από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.
Η σάρισα ήταν ένα δόρυ μεγάλου μήκους, το βασικό επιθετικό όπλο της μακεδονικής φάλαγγας. Ήταν κατασκευασμένη από σκληρό ξύλο κρανιάς, δέντρο που αφθονεί στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας (της Άνω Μακεδονίας των αρχαίων). Η κρανιά φτάνει σε μεγάλο ύψος με ευθύ κορμό, παρέχοντας έτσι δόρατα με μεγάλο μήκος, σχετικά ελαφρά, με σκληρότητα και αντοχή.

Χαρακτηριστικό της σάρισας, το οποίο κυρίως διαφοροποιούσε τη μακεδονική από τις οπλιτικές φάλαγγες, ήταν το μήκος της. Αρχικά περίπου τεσσεράμισι μέτρα, έφτασε τον 2ο π.Χ. αιώνα τα εξήμισι μέτρα. Είχε σιδερένια αιχμή και σαυρωτήρα στο αντίθετο άκρο, ως αντίβαρο και για να καρφώνεται στο έδαφος.
Ο φαλαγγίτης τη χειριζόταν με τα δύο χέρια. Η λέξη είναι άγνωστης ετυμολογίας και προφανώς αποτελεί κατάλοιπο ιδιωματισμού της μακεδονικής διαλέκτου, ή λεξιδάνειο από τους γειτονικούς λαούς. Σάρισες ονομάζονταν τα μακεδονικά δόρατα και προ του Φιλίππου Β΄, αυτός όμως είναι που επινόησε την αύξηση του μήκους τους και, ως εκ τούτου, δημιούργησε τη μακεδονική φάλαγγα.
Το δόρυ επίσης χρησιμοποιούνταν από το ιππικό. Το αρχαίο ιππικό ήταν εξοπλισμένο είτε με ακόντια είτε με δόρατα πεζικού.
Σε κάποιες περιπτώσεις όμως χρησιμοποιούνταν και μακρύτερα δόρατα. Το μακεδονικό ξυστόν είχε μήκος τρία με τέσσερα μέτρα και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί τόσο με το ένα χέρι όσο και με τα δύο.
Περιέργως, ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος, κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, στο έργο του Bellum Judaicum (Ιουδαικός Πόλεμος) χρησιμοποιεί τον όρο ξυστόν, για να περιγράψει το ρωμαϊκό pilum, ένα ακόντιο ρίψης εντελώς διαφορετικό σε όλα από το ξυστόν.
Την ίδια περίοδο οι ανατολικές ιρανικές φυλές εισήγαγαν τον κοντό, ένα δόρυ χειριζόμενο και με τα δυο χέρια, το οποίο το χρησιμοποιούσε το βαρύ ιππικό τους.
Χρησιμοποιήθηκε, κυρίως, από τα βασίλεια των Διαδόχων της ελληνιστικής εποχής και τους Πάρθους και αργότερα από τους Σασσανίδες και τους Σαρμάτες. Οι ύστεροι Ρωμαϊκοί στρατοί, καθώς και οι Βυζαντινοί στρατοί χρησιμοποιούσαν αυτά τα στρατεύματα.