Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, το διατλαντικό εμπόριο επιβατών ήταν εξαιρετικά κερδοφόρο και ανταγωνιστικό και οι ναυτιλιακές γραμμές, μεταξύ των οποίων οι White Star και Cunard, συναγωνίζονταν για τη μεταφορά πλούσιων ταξιδιωτών και μεταναστών, προγραμματίζοντας την κατασκευή νέων επιβατικών πλοίων.
Η αγορά από την εταιρεία Cunard των πλοίων Lusitania και Mauretania, το 1907, - πλοία τα οποία αργότερα θα έκαναν ρεκόρ ταχύτητας διασχίζοντας τον Ατλαντικό Ωκεανό – έκανε τον πρόεδρο της White Star, J. Bruce Ismay, να συνεργαστεί με τον William Pirrie, της ναυπηγικής εταιρείας Harland and Wolf του Μπέλφαστ, η οποία με κύριο σχεδιαστή τον Thomas Andrews, κατασκεύαζε τα περισσότερα από τα πλοία της White Star, προκειμένου να κατασκευάσουν μεγάλα σκάφη, που θα ήταν γνωστά για την άνεσή και όχι την ταχύτητά τους. Τελικά αποφασίστηκε να κατασκευάσουν τρία σκάφη: το Olympic, το Titanic και το Britannic.
Η κατασκευή του Τιτανικού και οι πρώτες δοκιμές
Στις 31 Μαρτίου 1909 ξεκίνησε η κατασκευή του Τιτανικού, που είχε εννέα καταστρώματα με ξεχωριστούς χώρους για επιβάτες πρώτης, δεύτερης και τρίτης θέσης και εκτός από περίτεχνες διακοσμήσεις, διέθετε μια τεράστια τραπεζαρία πρώτης κατηγορίας, τέσσερις ανελκυστήρες και μια πισίνα. Τα καταλύματα δεύτερης κατηγορίας του ήταν αυτά που σε άλλα πλοία χαρακτηρίζονταν ως πρώτης θέσης, ενώ η τρίτη θέση προσέφερε μέτρια αλλά σχετική άνεση.

Όσον αφορά τα στοιχεία ασφαλείας, ο Τιτανικός είχε 16 δεξαμενές που περιλάμβαναν πόρτες που μπορούσαν να κλείσουν από τη γέφυρα, έτσι ώστε να συγκρατείται το νερό σε περίπτωση παραβίασης του κύτους, με τους κατασκευαστές του πλοίου να ισχυρίζονται ότι τέσσερις από τις δεξαμενές αυτές θα μπορούσαν να πλημμυρίσουν χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η άνωση του πλοίου. Αυτό το σύστημα οδήγησε πολλούς να ισχυριστούν ότι ο Τιτανικός ήταν αβύθιστος.
Στις αρχές Απριλίου του 1912 ο Τιτανικός, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο πολυτελή πλοία στον κόσμο, υποβλήθηκε σε θαλάσσιες δοκιμές, μετά τις οποίες το πλοίο κηρύχθηκε αξιόπλοο. Είχε περίπου 882,5 πόδια (269 μέτρα) μήκος και περίπου 92,5 πόδια (28,2 μέτρα) πλάτος, στο πλατύτερο σημείο του, και ολική χωρητικότητα (δηλαδή μεταφορική ικανότητα) 46.328 τόνων. Στις 10 Απριλίου 1912, ο Τιτανικός απέπλευσε για το παρθενικό του ταξίδι, από το Σαουθάμπτον της Αγγλίας στη Νέα Υόρκη.
Το παρθενικό ταξίδι με την ολέθρια κατάληξη
Στο πλοίο βρίσκονταν πολλά εξέχοντα άτομα, μεταξύ των οποίων ο Αμερικανός επιχειρηματίας Benjamin Guggenheim, ο Βρετανός δημοσιογράφος William Thomas Stead και ο συνιδιοκτήτης του πολυκαταστήματος Macy's, Isidor Straus και η σύζυγός του, Ida, ο Ismay και ο Andrews. Το βράδυ της ίδιας μέρας το πλοίο σταμάτησε στο Cherbourg της Γαλλίας, με την αποβάθρα της πόλης να είναι πολύ μικρή για να χωρέσει τον Τιτανικό, και τους νέους επιβάτες να μεταφέρονται στο βοηθητικά πλοία.
Το πρωί της 11ης Απριλίου το πλοίο έκανε την τελευταία του προγραμματισμένη στάση στην Ευρώπη, στο Queenstown (Cobh) της Ιρλανδίας, από όπου γύρω στη 1:30 μ.μ. αναχώρησε για τη Νέα Υόρκη. Στο πλοίο επέβαιναν περίπου 2.200 άνθρωποι, από τους οποίους οι 1.300 ήταν επιβάτες. Σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, οι χειριστές ασύρματου ραδιοφώνου του Τιτανικού, υπάλληλοι της εταιρείας Marconi, λάμβαναν προειδοποιήσεις για ύπαρξη παγόβουνου, τις οποίες μετέφεραν στη γέφυρα του πλοίου.

Το βράδυ της 14ης Απριλίου, επειδή ο Τιτανικός άρχισε να πλησιάζει σε μια περιοχή που ήταν γνωστό ότι είχε παγόβουνα, ο καπετάνιος του, Edward Smith άλλαξε ελαφρώς την πορεία του πλοίου, κατευθύνοντάς το νοτιότερα, αλλά διατηρώντας την ταχύτητα του πλοίου στους 22 κόμβους. Η προειδοποίηση γύρω στις 9:40 μ.μ. για ένα πεδίο πάγου δεν μεταδόθηκε ποτέ στη γέφυρα του Τιτανικού, ενώ στις 23:40 η γέφυρα ειδοποιήθηκε για την παρουσία ενός παγόβουνου, στα 400 περίπου ναυτικά μίλια (740 χλμ.) νότια της Νέας Γης του Καναδά.
Ο Τιτανικός δεν κατάφερε να αποφύγει τη σύγκρουση και όταν η δεξιά πλευρά του ξύθηκε κατά μήκος του παγόβουνου, τουλάχιστον πέντε από τις υποτιθέμενα υδατοστεγείς δεξαμενές του, προς την πλώρη, έσπασαν. Εκτιμώντας τις ζημιές ο Andrews διαπίστωσε ότι, καθώς οι μπροστινές αυτές δεξαμενές γέμιζαν με νερό, η πλώρη του πλοίου θα έπεφτε βαθύτερα στον ωκεανό, γεμίζοντας βαθμιαία και τις υπόλοιπες, σφραγίζοντας έτσι τη μοίρα του σκάφους, το οποίο οι περισσότεροι ειδικοί, σήμερα, πιστεύουν ότι θα είχε επιζήσει, αν χτυπούσε κατά μέτωπο το παγόβουνο.
Η σύγκρουση με το παγόβουνο και οι εκκλήσεις για βοήθεια
Ο καπετάνιος του Τιτανικού διέταξε την αποστολή σημάτων κινδύνου, στα οποία ανταποκρίθηκαν παραπλέοντα πλοία, τα οποία ωστόσο ήταν όλα μακριά, ενώ παράλληλα άρχισαν να εκτοξεύονται σωσίβιες λέμβοι, με πρώτους επιβαίνοντες τα παιδιά και τις γυναίκες. Αν και ο αριθμός των ναυαγοσωστικών λέμβων του Τιτανικού ξεπέρασε αυτόν που απαιτούσε το Βρετανικό Συμβούλιο Εμπορίου, οι 20 λέμβοι του μπορούσαν να μεταφέρουν μόνο 1.178 άτομα, πολύ λιγότερα από τον συνολικό αριθμό επιβατών. Αυτό το πρόβλημα επιδεινώθηκε, όταν, επειδή είχε ακυρωθεί η προγραμματισμένη άσκηση σωσίβιας λέμβου νωρίτερα την ημέρα, το πλήρωμα, μη γνωρίζοντας ότι οι σωσίβιες λέμβοι είχαν δοκιμαστεί στο Μπέλφαστ, δεν τις γέμιζε, φοβούμενο ότι αυτές δεν θα άντεχαν την πλήρη φόρτωση. Για παράδειγμα, λέμβος με χωρητικότητα 65 ατόμων δέχθηκε μόνο 27 άτομα, γεγονός που οδήγησε στη σωτηρία μόνο 705 ανθρώπων.
Καθώς η πλώρη του Τιτανικού συνέχιζε να βυθίζεται, η πρύμνη άρχισε να σηκώνεται από το νερό, ασκώντας απίστευτη πίεση στο μεσαίο τμήμα του πλοίου, το οποίο στη συνέχεια έσπασε στα δύο με την πρύμνη του να εξαφανίζεται στον Ατλαντικό ωκεανό και με εκατοντάδες επιβάτες που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο να χάνονται μέσα στα παγωμένα νερά. Φοβούμενοι μήπως καταβυθιστούν, όσοι βρίσκονταν στις σωσίβιες λέμβους καθυστέρησαν να επιστρέψουν για να παραλάβουν τους επιζώντες, και όταν, τελικά, επέστρεψαν ήταν πλέον αργά, αφού χάθηκαν περισσότεροι από 1500 άνθρωποι με την πλειονότητα να είναι μέλη του πληρώματος και επιβάτες της τρίτης θέσης, καθώς από τους 710 επιβάτες της διασώθηκαν μόνο 174.

Στις 15 Απριλίου1912, ο Τιτανικός βυθίστηκε μέσα σε δυόμισι περίπου ώρες μετά τη σύγκρουσή του με το παγόβουνο. Στην κοινή γνώμη η αίγλη που συνδέεται με το πλοίο, το παρθενικό του ταξίδι και οι αξιόλογοι επιβάτες του μεγάλωσαν την τραγωδία της βύθισής του. Οι θρύλοι προέκυψαν σχεδόν αμέσως για τα γεγονότα της νύχτας, γι’ αυτούς που είχαν πεθάνει και γι’ αυτούς που επέζησαν. Ήρωες και ηρωίδες —όπως η Αμερικανίδα Molly Brown, που βοήθησε στη διοίκηση μιας σωσίβιας λέμβου, και ο καπετάνιος Arthur Henry Rostron του Carpathia, του πλοίου που προσέτρεξε σε βοήθεια — αναγνωρίστηκαν από τον Τύπο και έγιναν διάσημοι. Άλλοι -κυρίως ο Ismay, ο οποίος είχε βρει χώρο σε μια σωσίβια λέμβο και επέζησε- δυσφημίστηκαν.
Οι έρευνες ΗΠΑ και Βρετανίας και οι ζωές που δεν σώθηκαν
Η έντονη επιθυμία να εξηγηθεί η τραγωδία οδήγησε σε έρευνες τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και τη Μεγάλη Βρετανία. Η έρευνα των ΗΠΑ, η οποία διήρκεσε από τις 19 Απριλίου έως τις 25 Μαΐου 1912, είχε επικεφαλής τον γερουσιαστή William Alden Smith και έλαβε υπόψη της τις καταθέσεις περισσότερων των 80 ατόμων. Σύμφωνα με κάποιες των καταθέσεων, υπήρξε γενική σύγχυση στο πλοίο, δεν ακούστηκε ποτέ γενική προειδοποίηση, με αποτέλεσμα αρκετοί επιβάτες, ακόμη και μέλη του πληρώματος να αγνοούν τον κίνδυνο για κάποιο χρονικό διάστημα, οι σωστικές λέμβοι κατέβαιναν ασυγχρόνιστα, ενώ άλλες μαρτυρίες υποστήριζαν τις σωστές ενέργειες του καπετάνιου και των αξιωματικών του πλοίου.

Η έρευνα των ΗΠΑ κατηγόρησε το Βρετανικό Συμβούλιο Εμπορίου, «για την χαλαρότητα του κανονισμού και τη βιαστική επιθεώρηση», ενώ πιο έντονη κριτική εκτοξεύτηκε στον καπετάνιο και το πλήρωμα του πλοίου Californian, το οποίο η επιτροπή διαπίστωσε ότι ήταν «πλησιέστερα στον Τιτανικό από τα 19 μίλια που ανέφερε ο καπετάνιος του, και ότι οι αξιωματικοί και το πλήρωμά του είδαν τα σήματα κινδύνου του Τιτανικού και δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτά σύμφωνα με τις επιταγές της ανθρωπότητας, της διεθνούς χρήσης, και τις απαιτήσεις του νόμου».
Η βρετανική έρευνα ξεκίνησε τον Μάιο του 1912, επιβλεπόταν από το Βρετανικό Συμβούλιο Εμπορίου, στο οποίο προήδρευε ο Sir John Charles Bigham, Λόρδος του Mersey, την ίδια υπηρεσία που κατήγγειλε η αμερικανική ερευνητική επιτροπή και, στις 28 μέρες διεξαγωγής της, λίγα μόνο στοιχεία έφερε στο φως, με την τελική έκθεσή να αναφέρει ότι «η απώλεια του εν λόγω πλοίου οφειλόταν σε σύγκρουση με παγόβουνο, που προκλήθηκε από την υπερβολική ταχύτητα με την οποία πλοηγούνταν το πλοίο» και ότι ο καπετάνιος Smith «…έκανε μόνο αυτό που θα έκαναν άλλοι ικανοί άνδρες στην ίδια θέση». Οι Βρετανοί ερευνητές επέπληξαν έντονα το Californian, ισχυριζόμενοι ότι το πλοίο απείχε μόλις 5-10 μίλια από τον Τιτανικό και ότι «θα μπορούσε να είχε σώσει πολλές, αν όχι όλες, από τις ζωές που χάθηκαν».
Το νορβηγικό Samson και η επικερδής τουριστική επιχείρηση
Τόσο οι έρευνες των ΗΠΑ όσο και της Βρετανίας πρότειναν επίσης διάφορες συστάσεις για την ασφάλεια και το 1913 συγκλήθηκε στο Λονδίνο η πρώτη Διεθνής Διάσκεψη για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα. Εκεί αποφασίστηκαν κανόνες που απαιτούσαν κάθε πλοίο να έχει χώρο στη σωσίβια λέμβο για κάθε άτομο που επιβιβάζεται, να πραγματοποιούνται ασκήσεις με τις σωσίβιες λέμβους σε κάθε ταξίδι, τα πλοία διατηρούν 24ωρη ραδιοφωνική βάρδια κ.ά..

Οι επικρίσεις για το Californian και τον καπετάνιο του Stanley Lord έφεραν, όμως, και την αντίστοιχη υποστήριξη από αυτούς που θεωρούσαν άδικες τις εναντίον τους κατηγορίες. Αυτοί υπεραμύνονταν της άποψης ότι υπήρχε και τρίτο πλοίο στην περιοχή, το νορβηγικό Samson, που αλίευε παράνομα φώκιες, και ότι, σύμφωνα με μαρτυρίες των επιβατών του μοιραίου πλοίου, προς το μέρος τους κατευθυνόταν άλλο πλοίο και όχι το Californian του οποίου οι επιβαίνοντες δεν ήταν σε θέση να ακούσουν τις ρουκέτες που εκτοξεύονταν από τον Τιτανικό.
Σχεδόν αμέσως μετά τη βύθιση του Τιτανικού άρχισε η συζήτηση για την εύρεση του ναυαγίου αλλά έλλειψη τεχνολογίας επέτρεψε τις σοβαρές προσπάθειες μόνο στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Μια αμερικανικο-γαλλική αποστολή από το ερευνητικό πλοίο Knorr του Ναυτικού των ΗΠΑ, την 1η Σεπτεμβρίου του 1985, κατέγραψε σε βίντεο τις πρώτες υποβρύχιες εικόνες του Τιτανικού, καθώς ανακαλύφθηκαν οι γιγάντιοι λέβητες του, τα δυο κομμάτια του πλοίου, όρθια, με αναγνωρίσιμη την πλώρη και τμήμα της πρύμνης με πολλές ζημιές. Μέχρι το 2019 διαπιστώθηκε φοβερή φθορά των στα υπολείμματα του ναυαγίου, ενώ έγιναν κατά καιρούς εξερευνήσεις του σημείου με επανδρωμένα και μη επανδρωμένα υποβρύχια. Σ’ αυτό το διάστημα οι θαλάσσιοι διασώστες ανέσυραν μικρά αντικείμενα από τα συντρίμμια καθώς και κομμάτια του πλοίου, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου τμήματος του κύτους. Η εξέταση αυτών των εξαρτημάτων -καθώς και η γραφειοκρατία στα αρχεία του κατασκευαστή- οδήγησε σε εικασίες ότι ο χάλυβας χαμηλής ποιότητας ή τα αδύναμα πριτσίνια μπορεί να συνέβαλαν στη βύθιση του Τιτανικού.
Στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, αντικείμενα από το πλοίο αποτέλεσαν τη βάση μιας εξαιρετικά επιτυχημένης έκθεσης που έκανε τον γύρο του κόσμου και αναπτύχθηκε μια κερδοφόρα επιχείρηση που μεταφέρει τουρίστες στο ναυάγιο του Τιτανικού. Ωστόσο, πολλοί αντιτάχθηκαν στην απομάκρυνση των αντικειμένων και το ζήτημα έγινε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο, περιπλέκοντας το γεγονός ότι τα συντρίμμια βρίσκονται σε διεθνή ύδατα και επομένως είναι εκτός της δικαιοδοσίας οποιασδήποτε χώρας.