Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images


Ο Φρανθίσκο Γκόγια υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους του 19ου αιώνα, τα έργα του οποίου αντικατοπτρίζουν τις σύγχρονές του πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές και επηρέασαν σημαντικά εικαστικούς καλλιτέχνες του 19ου και 20ου αιώνα.

Ο Φρανθίσκο Χοσέ ντε Γκόγια ι Λουθιέντες (1746-1828) ξεκίνησε τις σπουδές του ως ζωγράφος στην Ισπανία και τις συνέχισε στη Ρώμη. Το 1771, μόλις επέστρεψε στη Σαραγόσα, ανέλαβε να κάνει τις τοιχογραφίες στον καθεδρικό ναό της πόλης, έργο που το εκτελούσε κατά διαστήματα τα επόμενα δέκα χρόνια. Αυτές οι τοιχογραφίες και άλλοι πρώιμοι θρησκευτικοί πίνακες, που έγιναν στη Σαραγόσα, είναι σε στυλ μπαρόκ-ροκοκό , επηρεασμένοι ιδιαίτερα από τον μεγάλο Βενετό ζωγράφο Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο (1696-1770), ο οποίος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Μαδρίτη, όπου είχε προσκληθεί να ζωγραφίσει τις οροφές του ισπανικού ανακτόρου.

 goya_2

Οι πρώτοι πίνακες και η νεοανεπτυγμένη ικανότητα της φαντασίας

Η σταδιοδρομία του στην αυλή ξεκίνησε το 1775, με μια σειρά πινάκων που απεικόνιζαν σκηνές της σύγχρονης ζωής, αριστοκρατικών και λαϊκών, κάτω από την καθοδήγηση του Γερμανού καλλιτέχνη Άντον Ράφαελ Μενγκς (1728-1779), μεγάλου εκφραστή του νεοκλασικισμού, ο οποίος, μετά το θάνατο του Τιέπολο, είχε γίνει ο αδιαμφισβήτητος καλλιτεχνικός υπεύθυνος της ισπανικής αυλής.

Με τα χρόνια, ο Γκόγια ξέφυγε από τις επιδράσεις τόσο της διακοσμητικής τεχνοτροπίας του Τιέπολο όσο και της απλότητας του Μενγκς, ανεξαρτητοποιήθηκε από τις ξένες παραδόσεις και ανέπτυξε το ατομικό του στυλ. Ο ίδιος αναγνώριζε τρεις δασκάλους: τον Βελάσκεθ (1599-1660), τον Ρέμπραντ (1606-1669) και, κυρίως, τη φύση.

Το 1780 ο Γκόγια εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Σαν Φερνάντο της Μαδρίτης, με έργο εισαγωγής του το Ο Χριστός στον Σταυρό, το 1785 διορίστηκε αναπληρωτής διευθυντής ζωγραφικής στην Ακαδημία και τον επόμενο χρόνο ζωγράφος του βασιλιά Καρόλου Γ'(1716-1788). Σε αυτή τη δεκαετία ανήκουν τα παλαιότερα γνωστά πορτρέτα του αυλικών αξιωματούχων και μελών της αριστοκρατίας, τους οποίους απεικόνιζε σε συμβατικές πόζες του 18ου αιώνα, με άκαμπτη κομψότητα τις ολόσωμες μορφές των κυριών και με λεπτομερή ζωγραφική τα περίτεχνα ενδύματά τους.

Ο θάνατος του Καρόλου Γ' λίγους μήνες πριν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, έβαλε τέλος στην περίοδο της ευημερίας και του διαφωτισμού, κατά την οποία ο Γκόγια έφτασε στην ωριμότητα. Υπό την αιγίδα του νέου βασιλιά Καρόλου Δ΄, η διακυβέρνηση του οποίου σημαδεύτηκε από πολιτική και κοινωνική διαφθορά, ο Γκόγια έγινε ο πιο επιτυχημένος και μοντέρνος καλλιτέχνης στην Ισπανία.

Μετά από μια ασθένεια το 1792 που τον άφησε μόνιμα κωφό, η τέχνη του άρχισε να αποκτά ένα νέο χαρακτήρα, που έδωσε ελεύθερη έκφραση στις παρατηρήσεις του ερευνητικού ματιού και του κριτικού του μυαλού και στη νεοανεπτυγμένη ικανότητα της φαντασίας του.

Το 1799, ωστόσο, ο Γκόγια ονομάστηκε «Πρώτος Ζωγράφος της Αίθουσας του Βασιλιά» και την ίδια χρονιά τυπώθηκαν τα Καπρίτσια ( Los caprichos), μια σειρά 80 χαρακτικών με την οποία επιτέθηκε σε πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές καταχρήσεις. Σ’ αυτά τα έργα με καυστική κριτική διάθεση και υιοθετώντας τη δημοφιλή εικόνα της καρικατούρας, που την εμπλούτισε με εξαιρετικά πρωτότυπα στοιχεία, στρέφεται εναντίον της αμάθειας και της ανικανότητας της άρχουσας τάξης, του κλήρου, της δεισιδαιμονίας, της έλλειψης παιδείας. Παρά τη συγκαλυμμένη γλώσσα στα σχέδια και τις λεζάντες και την ανακοίνωση του Γκόγια ότι τα θέματά του ήταν από τις «υπερβολές και τις ανοησίες που είναι κοινές σε όλη την κοινωνία», οι αναφορές σε γνωστά πρόσωπα αναγνωρίστηκαν και τα έργα μετά από λίγες μέρες, ίσως λόγω πιέσεων που ασκήθηκαν από πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, αποσύρθηκαν από την πώληση.

 goya_3

Η αριστοτεχνική χρήση από τον Γκόγια της πρόσφατα αναπτυγμένης τεχνικής της ακουαντίνα ή τονικής οξυγραφίας (aquatint ) δίνει στα Καπρίτσια εκπληκτική δραματική ζωντάνια και τα καθιστά ένα σημαντικό επίτευγμα στην ιστορία της χαρακτικής.

Η απεικόνιση του εσωτερικού κόσμου στα πορτρέτα

Αν και στα κατά παραγγελία έργα του ο Γκόγια συνέχισε να χρησιμοποιεί συμβατικές φόρμουλες, δεν δίσταζε στα πολυάριθμα πορτρέτα φίλων και αξιωματούχων να αποκαλύπτει την προσωπικότητά τους. Στην ομάδα των πορτρέτων της οικογένειας του Καρόλου Δ΄, ο Γκόγια, παρά τη θέση του ως ζωγράφου της αυλής, απεικόνισε την ασχήμια και τη χυδαιότητα των κύριων μορφών, τόσο ζωντανά, που δημιουργούσε το αποτέλεσμα της καρικατούρας, χωρίς όμως η αποκαλυπτική του διάθεση να γίνει αντιληπτή.

Έτσι από τη μια απεικόνισε λεπτομερειακά και με λαμπρότητα τα εντυπωσιακά και πανάκριβα ενδύματα της βασιλικής οικογένειας και από την άλλη απέδωσε εντυπωσιακά την απάθεια του ανόητου βασιλιά Καρόλου, και, στο κέντρο του πίνακα, το υπεροπτικό ύφος και τη ματαιοδοξία της βασίλισσας Λουίζας, καθώς εκείνη ουσιαστικά κυβερνούσε. Άλλωστε ο Γάλλος ποιητής Θεόφιλος Γκοτιέ (1811-1872) είχε πει ότι τα πρόσωπα του συγκεκριμένου πίνακα μοιάζουν περισσότερο με τον τοπικό φούρναρη και την οικογένειά του, που κέρδισαν στη λοταρία.

Το 1808 η ναπολεόντεια εισβολή έβαλε τέλος στη διακυβέρνηση του Καρόλου Δ΄ και στον ισπανικό θρόνο τοποθετήθηκε ο αδελφός του Ναπολέοντα, Ιωσήφ. Ο Γκόγια απογοητευμένος από την ως τότε διαφθορά των Ισπανών αξιωματούχων και αισιοδοξώντας, για τη χώρα του, από κάποιες μεταρρυθμίσεις που υπόσχονταν οι Γάλλοι παραμένει τελικά ζωγράφος της αυλής. Ωστόσο σε μια σειρά χαρακτικών, Οι Συμφορές του Πολέμου, που έγιναν γνωστά 35 χρόνια μετά τον θάνατό του, κατέγραψε τις αντιδράσεις στην εισβολή και στη φρίκη και τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου. Τα βίαια και τραγικά γεγονότα, τα οποία αναμφίβολα είδε, αναπαριστώνται όχι με παραστατικό ρεαλισμό αλλά σε δραματικές συνθέσεις —σε σειρά και ομοιόμορφα— με βάναυσες λεπτομέρειες, που δημιουργούν ένα ζωντανό αποτέλεσμα αυθεντικότητας.

 goya_4

Με την αποκατάσταση στον ισπανικό θρόνο του Φερδινάνδου Ζ΄, το 1814, μετά την εκδίωξη των Γάλλων εισβολέων, ο Γκόγια αμνηστεύτηκε επειδή υπηρέτησε τον Γάλλο βασιλιά, και επανήλθε ως ζωγράφος της αυλής. Το 1814 ολοκλήρωσε τα αντιπολεμικά έργα του Η 2η Μαΐου 1808 ή Ο αγώνας των Μαμελούκων και Η 3η Μαΐου 1808 ή Οι Εκτελέσεις, ζωγραφισμένα για να τιμήσουν τη λαϊκή εξέγερση στη Μαδρίτη και για να δείξουν το δράμα του ισπανικού λαού από τη γαλλική κατοχή. Είναι συνθέσεις δραματικού ρεαλισμού, το ιμπρεσιονιστικό στυλ των οποίων επηρέασε τους Γάλλους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα τον Μανέ(1832-1883).

Την ίδια χρονιά ο Γκόγια κλήθηκε να απολογηθεί στην Ιερά Εξέταση για τον πίνακα Η γυμνή μάγια/μάχα , που είχε ζωγραφίσει γύρω στα 1800 και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα γυμνά της ισπανικής τέχνης, το οποίο απεικονίζει την πρώτη ολόγυμνη γυναίκα, που δεν είναι μυθολογικό πρόσωπο, στην ιστορία της δυτικής τέχνης. Το μοντέλο του πίνακα, που παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα, σύμφωνα με κάποιους ήταν η εκκεντρική Δούκισσα της Άλμπα, την οποία είχε ζωγραφίσει επανειλημμένα ο Γκόγια, ενώ για άλλους ήταν επίσης και μυστική ερωμένη του.

 goya_5

Μερικές από τις θρησκευτικές του συνθέσεις αυτής της περιόδου Η Αγωνία στον Κήπο και Η Τελευταία Κοινωνία του Αγίου Ιωσήφ του Καλασάνθ (1819), υποδηλώνουν την απόλυτα ειλικρινή θρησκευτική του αφοσίωση.

Οι θάνατοι στην οικογένεια και οι «μαύροι πίνακες»

Από το 1820-1823, έχοντας χάσει τη γυναίκα και τα έξι από τα επτά παιδιά του απομονώθηκε στο εξοχικό του σπίτι, έξω από τη Μαδρίτη, την Έπαυλη του κωφού (Quinta del Sordo) όπου ζωγράφισε 14 τοιχογραφίες, που έγιναν γνωστές ως «μαύροι πίνακες». Πρόκειται για πρωτοποριακές συνθέσεις, φτιαγμένες απευθείας στους τοίχους, με σκοτεινά και ανησυχητικά θέματα, που, λόγω της απουσίας πολιτικής λογοκρισίας κατά την τριετία της διακυβέρνησης της Trienio Liberal , κατέστη δυνατόν να αποτυπωθούν.

Μεταξύ του 1815 και 1823 τοποθετούνται επίσης και τα τελευταία του χαρακτικά, Οι παροιμίες ή Οι ανοησίες (Los proverbios ή Los disparates), που δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 1864, και είναι σαφέστατα εφιαλτικά οράματα σε εξπρεσιονιστική γλώσσα που φαίνεται να αντανακλούν τον κυνισμό, την απαισιοδοξία και την απελπισία. Αυτοί οι 22 αινιγματικοί πίνακες είναι ονειρικές σκοτεινές σκηνές, με κυρίαρχο χρώμα το μαύρο και απεικονίζουν διάφορες μορφές όπως μάγισσες, πνεύματα, ανθρώπους, ζώα ,αλλά όλα στην τρομακτική τους διάσταση, δημιουργώντας ανάμεικτα συναισθήματα, πανικού, φόβου, τρόμου και υστερίας.

Η αποκατάσταση της μοναρχίας το 1824 οδήγησε σε νέες διώξεις των φιλελεύθερων και αντιμοναρχικών στοιχείων και ο Φρανθίσκο Γκόγια, οδηγήθηκε σε οικειοθελή εξορία στη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στο Μπορντό, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, τον Απρίλιο του 1828.

Στη Μπορντό, παρά τα γηρατειά και την αναπηρία, χρησιμοποιώντας τη νέα τεχνική της λιθογραφίας, που είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί ήδη από την Ισπανία, συνέχισε να καταγράφει τις εντυπώσεις του από τον γύρω του κόσμο σε πίνακες, σχέδια και πορτρέτα, τα οποία δείχνουν την τελική εξέλιξη του στυλ του προς μια σύνθεση μορφής και χαρακτήρα, όπου το φως και η σκιά δεν έχουν περίγραμμα ή λεπτομέρεια, ενώ το χρώμα είναι ελάχιστο.

 goya_6

Ο Γκόγια, ήταν αναμφίβολα ένας επαναστάτης καλλιτέχνης, του οποίου η τεράστια και ποικίλη παραγωγή πινάκων, σχεδίων, χαρακτικών, σχετίζεται με κάθε πτυχή της σύγχρονής του ζωής, αντανακλώντας την περίοδο των πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών που βίωσε.

Θεωρείται ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης της τεχνικής της ακουαντίνας, η οποία μετά τον θάνατό του αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι που ο Έντγκαρ Ντεγκά (1834-1917), ο Καμίλ Πισάρο (1830-1903) και η Μαίρη Κασσάτ (1844-1926) άρχισαν να πειραματίζονται μαζί της.

Τα πολλά πρωτότυπα επιτεύγματα του Ισπανού καλλιτέχνη εντυπωσίασαν βαθιά τους Γάλλους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, ηγέτες των νέων ευρωπαϊκών κινημάτων από τον ρομαντισμό και τον ρεαλισμό μέχρι τον ιμπρεσιονισμό. Τα έργα του συνέχισαν να θαυμάζονται και να μελετώνται από τους Εξπρεσιονιστές, τους Σουρεαλιστές και άλλους καλλιτέχνες, τόσο στον 20ο όσο και στον 21ο αιώνα.