Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1851 και κατάγονταν από οικογένεια φημισμένων μαρμαρογλυπτών της Τήνου, που είχε παράδοση στην επεξεργασία του μαρμάρου, στη διακόσμηση εκκλησιών και στην κατασκευή μνημείων για νεκροταφεία. Από μικρός είχε δείξει το ιδιαίτερο ταλέντο του, αλλά οι γονείς του και - ιδίως η μητέρα του - τον προόριζαν για έμπορο.
Παρόλα αυτά, ο Χαλεπάς σπούδασε στο Σχολείον των Τεχνών, στην Αθήνα, τη σημερινή Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση, ολοκληρώνοντας, μάλιστα, τις σπουδές του στον μισό από τον απαιτούμενο χρόνο, λόγω του ταλέντου του. Το 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Μαξ φον Βίντνμαν, με τις διακρίσεις και τα βραβεία να συνεχίζονται, προμηνύοντας μια λαμπρή σταδιοδρομία.

Παρά τις τιμητικές διακρίσεις και τα διαβήματα των καθηγητών του, η υποτροφία διακόπηκε, το 1875, αλλά ο σπουδαίος γλύπτης συνέχισε την παραμονή του στο Μόναχο, φιλοξενούμενος από φίλους και, τελικά, έναν χρόνο αργότερα, επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα, ανοίγοντας δικό του εργαστήριο, καταφέρνοντας, έτσι, να γίνει γνωστός στους κύκλους της εύπορης αθηναϊκής κοινωνίας. Τα θέματά του, εμπνευσμένα κατά κύριο λόγο από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, όπως ο «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», χαρακτηρίζονται από τη ρεαλιστική απόδοση και την απρόσκοπτη χρήση των διδαγμάτων του κλασικισμού.
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα του, η «Κοιμωμένη» βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, οι γονείς της οποίας του παρήγγειλαν μια γλυπτική σύνθεση για το μνήμα της. Η όμορφη κοπέλα, γνωστή και ως η κόρη των Αθηνών, είχε πεθάνει σε ηλικία μόλις 18 ετών και ο καλλιτέχνης, παρόλη την ψυχική του αστάθεια η οποία είχε ξεκινήσει να γίνεται ορατή εκείνη την εποχή, ολοκλήρωσε το αξεπέραστης ομορφιάς έργο.
Η όμορφη νεαρή δείχνει να αναπαύεται μισοκαθισμένη, με λυτά τα μαλλιά της, τα οποία ακουμπούσαν στο κεφαλάρι του κρεβατιού και τα πόδια της περίτεχνα διπλωμένα κοντά στο σώμα της, ενώ οι πτυχώσεις του διάφανου σχεδόν σεντονιού αναδεικνύουν την τεχνική δεινότητα του καλλιτέχνη.

Παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, η δημιουργική του πορεία του διακόπηκε απότομα, όταν το 1878 εκδηλώθηκαν έντονα τα πρώτα συμπτώματα ψυχικής ασθένειας και αποκλίνουσας συμπεριφοράς, αφού διάφορες καταστάσεις έπληξαν τον ευαίσθητο ψυχισμό του. Η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του τα χρόνια που ακολούθησαν, οδήγησε στον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, ως πάσχοντα από «άνοιαν» από το 1888 ως το 1902 και στη διακοπή της εργασίας του για πάρα πολλά χρόνια χρόνια. Μετά την έξοδό του από το Ψυχιατρείο και την εγκατάστασή του στην Τήνο, έμεινε απομονωμένος.
Έτσι, η δεύτερη περίοδος καλλιτεχνικής δημιουργίας ξεκινά τα χρόνια που έζησε και εργάστηκε στην Τήνο, περίοδο κατά την οποία το ύφος των έργων του γίνεται περισσότερο ελεύθερο και αυθόρμητο, επικεντρωμένο στην ουσία των συνθέσεων και λιγότερο στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας του υλικού. Οι μορφές γίνονται συμπαγείς, σχεδόν ιερατικές, ενώ οι συνθέσεις αποτελούνται από όγκους χωρίς κενά, σμιλευμένους στον βαθμό που απλώς διαφαίνονται τα ουσιαστικά στοιχεία της φόρμας, με τα βιώματα και τα συναισθήματα του καλλιτέχνη, με βασικότερα τον βουβό εσωτερικό πόνο και την εγκατάλειψη, να υποδηλώνονται σε ορισμένα από τα έργα της δεύτερης περιόδου.
Η τρίτη περίοδος ταυτίζεται με την εποχή που έζησε και δημιούργησε στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του σε οικογενειακή γαλήνη, εξακολουθώντας ως το τέλος να εργάζεται εντατικά.

Εκτός από τα γλυπτά του, διασώζονται αρκετά σχέδιά του, από τη δεύτερη και την τρίτη περίοδο της δημιουργίας του, πολλά από τα οποία έχουν γίνει σε κατάστιχα λογαριασμών της επιχείρησης του πατέρα του. Σ’ αυτά τα σχέδια, ζωγραφισμένα συχνά το ένα πάνω στο άλλο, διακρίνεται η προετοιμασία κάποιου έργου, η πορεία και η ολοκλήρωσή του ή ακόμη και ενδεικτικές λύσεις, που δεν χρησιμοποίησε ποτέ, ενώ σε άλλα χαρακτηριστικό στοιχείο είναι τα σύμβολα της τράπουλας, το σπαθί και την κούπα, που συμβολίζουν διακριτικά το ανδρικό ή το γυναικείο φύλο.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς άφησε την τελευταία του πνοή στις 15 Σεπτεμβρίου 1938, με την ιδιόμορφη πορεία της ζωής του να μην του επιτρέπει την πραγματοποίηση κάποιας έκθεσης. Το 1927 βραβεύτηκε με το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ το γνήσιο ταλέντο του και η φήμη του γλύπτη που οδηγήθηκε από την τρέλα στη διαύγεια τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεωτεριστών καλλιτεχνών.

Όπως έγραψε ο Στρατής Δούκας στο βιβλίο του «Ο Βίος Ενός Αγίου»: «ο Χαλεπάς είναι ο νεοέλληνας καλλιτέχνης που, μ’ όποιον όνομα και να τον καλέσουμε, θα ’ταν κατώτερο από τη μεγαλοσύνη του. Έζησε κι απέθανε όπως οι όσιοι, ακτήμων, με μόνη του περιουσία τα πήλινά του προπλάσματα, συλλήψεις μες από τις αστραπές της φαντασίας του και τις φλόγες ενός έρωτα ανικανοποίητου».