Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Γεννημένος στο Παρίσι το 1926, ο Γκοσινί προερχόταν από οικογένεια Εβραίων μεταναστών από την Πολωνία, με τον πατέρα του να είναι χημικός μηχανικός στο επάγγελμα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Κλωντ, είχε γεννηθεί έξι χρόνια νωρίτερα, στις 10 Δεκεμβρίου του 1920, λίγους μήνες μετά τον γάμο των γονιών του. Δυο χρόνια μετά τη γέννηση του Ρενέ, η οικογένεια μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες, εξαιτίας μιας θέσης χημικού μηχανικού, στην οποία τοποθετήθηκε ο πατέρας του, με τον Γκοσινί να φοιτά στα γαλλικά σχολεία που βρίσκονταν εκεί.
Από μικρός είχε το ταλέντο να κάνει τους πάντες να γελούν μέσα στην τάξη, πιθανότατα για να αντισταθμίσει τη ντροπαλότητα που είχε απ' τη φύση του και, πολύ σύντομα, ξεκίνησε να ζωγραφίζει εμπνευσμένος από τις εικονογραφημένες ιστορίες τις οποίες αρεσκόταν να διαβάζει.

Τον Δεκέμβριο του 1943, ο 17χρονος τότε Γκοσινί έχασε τον πατέρα του, γεγονός που τον ανάγκασε να ψάξει για δουλειά. Τον επόμενο χρόνο έπιασε την πρώτη του δουλειά ως βοηθός λογιστή σε εργοστάσιο περισυλλογής ελαστικών και, όταν έφυγε τον επόμενο χρόνο, έγινε κατώτερος εικονογράφος σε διαφημιστικό πρακτορείο. Δυο χρόνια αργότερα, μαζί με τη μητέρα του πήγαν στη Νέα Υόρκη, για να ζήσουν εκεί με τον θείο του Μπόρις. Για να αποφύγει τη θητεία στον αμερικανικό στρατό, ο Ρενέ ταξίδεψε στη Γαλλία για να καταταγεί στο γαλλικό στρατό το 1946, όπου υπηρέτησε στο πεζικό και, όταν πήρε προαγωγή, διορίστηκε ως επίσημος εικονογράφος του συντάγματος του στρατού, φτιάχνοντας εικονογραφήσεις και αφίσες.
Τον επόμενο χρόνο εικονογράφησε το βιβλίο «Το Κορίτσι με τα Mάτια από Χρυσάφι» (The Girl with the Eyes of Gold) και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Για λίγο καιρό ήταν άνεργος και απένταρος, αλλά σύντομα άρχισε να δουλεύει σ' ένα μικρό στούντιο όπου γνώρισε και έγινε φίλος με τους Γουίλ Έλντερ (Will Elder), Τζακ Ντέιβις (Jack Davis) και Harvey Kurtzman. Σύντομα, έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής στα Kunen Publishers, όπου έγραψε τέσσερα παιδικά βιβλία, ενώ το 1949 γνώρισε τον Μορίς ντε Μπεβέρ, γνωστότερο ως Μορίς (Morris), τον καρτουνίστα και πρώτο συγγραφέα της σειράς κόμικ Λούκυ Λουκ, και τον Joseph Gillain, πιο γνωστό ως Jijé.
Επίσης, γνωρίστηκε και με τον διευθυντή της World Press agency, Ζωρζ Τρουαφοντέν (Georges Troisfontaines), ο οποίος τον έπεισε να επιστρέψει στο Παρίσι και να δουλέψει για την εταιρία του ως διευθυντής του γραφείου. Εκεί, γνώρισε τον Αλμπέρ Ουντερζό, με τον οποίο ξεκίνησε μια μακράς διαρκείας συνεργασία, στο γυναικείο περιοδικό Bonnes Soirées, για το οποίο ο Γκοσινί έγραψε την Sylvie, ενώ αμέσως μετά έφτιαξαν τις σειρές: Ιωάννης Πιστολέ και Luc Junior για το La Libre Junior.
Το 1955, μαζί με τους Ζαν-Μισέλ Σαρλιέ, Αλμπέρ Ουντερζό και Ζαν Εμπράντ, ίδρυσαν τον εκδοτικό οίκο Edipress/Edifrance, ο οποίος εξέδωσε έργα όπως το Clairon για την εργοστασιακή ενότητα και το Pistolin για μια εταιρία σοκολάτας. Με το ψευδώνυμο Αγκοστίνι (Agostini) ο Γκοσινί έγραψε τον Μικρό Νικόλα (Le Petit Nicolas) για τον Ζαν-Ζακ Σανπέ στο Le Moustique και αργότερα στο Sud-Ouest και Pilote.

Μάλιστα, πρόσφατα, η κόρη του ανακάλυψε στα χειρόγραφα του πατέρα της μια σειρά ανέκδοτων διηγημάτων με θέμα το μικρό Νικόλα, τα οποία και εξέδωσε.
Το 1959, ο εκδοτικός οίκος Édifrance/Édipresse ξεκίνησε το περιοδικό Pilote, στο πρώτο τεύχος του οποίου ξεκίνησε η πιο διάσημη δημιουργία του μαζί με τον Οντερζό, ο Αστερίξ. Η σειρά έγινε αμέσως μεγάλη επιτυχία και πλέον είναι γνωστή παγκοσμίως. Παράλληλα, ο Γκοσινί ξεκίνησε επίσης τα Jacquot le Mousse και Tromblon et Bottaclou μαζί με τον Godard.
Το περιοδικό αγοράστηκε από τον Ζωρζ Νταργκό (Georges Dargaud) το 1960, και ο Γκοσινί έγινε αρχισυντάκτης, ξεκινώντας διάφορες νέες σειρές όπως: Les Divagations de Monsieur Sait-Tout, La Potachologie Illustrée (με τον Cabu), Les Dingodossiers (με τον Gotlib) και La Forêt de Chênebeau (με τον Mic Delinx). Με τον Ζαν Ταμπαρί (Jean Tabary), ξεκίνησε το Calife Haroun El Poussah στο Record, μια σειρά που αργότερα συνεχίστηκε στο Pilote ως Ιζνογκούντ (Iznogoud).

Ο Ρενέ Γκοσινί πέθανε ξαφνικά στο Παρίσι από καρδιακή προσβολή στις 5 Νοεμβρίου 1977, σε ηλικία 51 ετών.
Από τον Αστερίξ στους Ούμπα-πα
Ο Αλμπέρτο Αλεάντρο Ουντερζό (25 Απριλίου 1927-24 Μαρτίου 2020), γνωστός ως Αλμπέρ Ουντερζό, ήταν Γάλλος σχεδιαστής και σεναριογράφος κόμικ, διάσημος ως ο συνδημιουργός, μαζί με τον σεναριογράφο Ρενέ Γκοσινί, της επιτυχημένης σειράς Αστερίξ.
Άλλοι γνωστοί τίτλοι στους οποίους έχει αναμειχθεί ο Ουντερζό είναι οι Ούμπα-πα, επίσης με τον Γκοσινί, και Τανγκύ και Λαβερντύρ, σε κείμενα του Ζαν-Μισέλ Σαρλιέ.
Ο Ουντερζό θεωρείται ευρέως ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς των γαλλο-βελγικών κόμικς, με μεγάλη επίδραση στις μεταγενέστερες γενιές, ενώ, σύμφωνα με δεδομένα της UNESCO, ανήκει στους δέκα πιο πολυμεταφρασμένους γαλλόφωνους συγγραφείς και είναι ο τρίτος πιο πολυμεταφρασμένος δημιουργός κόμικς, μετά τον Γκοσινί και τον Ερζέ.
Ο Ουντερζό γεννήθηκε στο Φιμ, σε μια οικογένεια με άλλα τρία παιδιά, με τους γονείς του να είναι Ιταλοί μετανάστες από τη Λα Σπέτσια της Λιγουρίας. Ο μεγάλος αδελφός του, Μπρούνο, ήταν εκείνος που πρώτος αναγνώρισε το ταλέντο του μικρού Αλμπέρ και τον ενθάρρυνε να πάει στο Παρίσι για να επιδιώξει μια καριέρα στον χώρο των κόμικς. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ουντερζό άρχισε να εργάζεται σε μια εταιρεία παραγωγής κινουμένων σχεδίων, επιθυμώντας, μάλιστα, να γίνει «ο Γάλλος Ντίσνεϋ».
Η πρώτη προσωπική δουλειά του Ουντερζό ήταν το Flamberge, Gentil homme Gasconne, μια χιουμοριστική περιπέτεια που δημοσιεύτηκε μεταξύ 1945 και 1946, ενώ σταδιακά ακολούθησαν τα χιουμοριστικά Clopinard (1946) και Belloy (1948).
Η γνωριμία με τον Γκοσινί έγινε τον χειμώνα του 1951 στο Παρίσι και γρήγορα, άρχισαν να δουλεύουν μαζί για ένα βελγικό έντυπο. Ο πρώτος σημαντικός κοινός τους τίτλος είναι το Ιωάννης Πιστολέ, ένα χιουμοριστικό κόμικ με πειρατές που έκανε την εμφάνισή του το 1952. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1958, δημιουργούν μαζί και το Ούμπα-πα, με πρωταγωνιστές έναν ρωμαλέο Ινδιάνο και τον Γάλλο φίλο του, που θεωρείται ο «μεγάλος αδελφός» του Αστερίξ, υπό την έννοια ότι είναι πρόδρομος των περιπετειών του μικρόσωμου Γαλάτη.

Το 1959, ο Γκοσινί ήταν μεταξύ των συνιδρυτών του περιοδικού Pilote, έντυπο που προσπάθησε να προωθήσει μια συγκεκριμένη εικόνα της Γαλλίας. Για το λόγο αυτό, ο Γκοσινί και ο Ουντερζό αναζήτησαν έμπνευση από τη γαλλική ιστορία και, ιδιαίτερα, από τη ρωμαϊκή κατοχή της Γαλατίας. Αρχικά, ο Ουντερζό είχε στο μυαλό του έναν Αστερίξ ψηλό και μυώδη, αλλά τελικά επικράτησε η ιδέα του Γκοσινί.
Έτσι, στις 29 Οκτωβρίου 1959, στο πρώτο τεύχος του Pilote, έκαναν την εμφάνισή τους οι δύο εναρκτήριες σελίδες της σειράς, ενώ την ίδια χρονιά έκανε επίσης ντεμπούτο το Τανγκύ και Λαβερντύρ, σε σενάριο του Σαρλιέ και σχέδια του Ουντερζό. Σε αντίθεση με το γνωστότερο καρτουνίστικο στυλ του, εδώ ο Ουντερζό σχεδιάζει μια ρεαλιστική περιπέτεια με ήρωες δύο πιλότους της Γαλλικής Πολεμικής Αεροπορίας και, παρά το σοβινιστικό πνεύμα που τη διακατέχει, τα σενάρια του Σαρλιέ και το σχέδιο του Ουντερζό καθιστούν το κόμιξ μια από τις κλασικές σειρές περιπέτειας των γαλλόφωνων κόμικς.
Το 1961 η πρώτη ιστορία του Αστερίξ συγκεντρώθηκε σε ένα άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε σε μόλις 6.000 αντίτυπα, αλλά γρήγορα η σειρά άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής. Οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατακόρυφα, καθώς το «Χρυσό Δρεπάνι» (1962) πούλησε 15.000 αντίτυπα, το «Ο Αστερίξ και οι Γότθοι» (1963) τα διπλάσια και το «Ο Αστερίξ στους Βρετανούς» τα 600.000! Η σειρά είχε γίνει τόσο αγαπητή, που το 1965 το Pilote υιοθέτησε τον υπότιτλο Le Journal d'Astérix et d'Obélix («Το περιοδικό του Αστερίξ και του Οβελίξ»).
Αν και ο Γκοσινί ήταν αυτός που όριζε την πλοκή, η συνεισφορά του Ουντερζό στην επιτυχία της σειράς δεν ήταν μικρή, καθώς το σχέδιό του έχει γίνει σημείο αναφοράς για τα χιουμοριστικά κόμικς. Συνήθιζε να δίνει πρόσωπα σύγχρονων διασημοτήτων σε χαρακτήρες του κόμικ, αποτίνοντας φόρο τιμής ή σατιρίζοντας. Για παράδειγμα, οι Beatles εμφανίζονται ως βάρδοι στο άλμπουμ «Ο Αστερίξ στους Βρετανούς», ενώ ο φοροεισπράκτορας στο άλμπουμ «Ο Αστερίξ και η χύτρα» (1969) μοιάζει με τον τότε Υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας, Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εσταίν. Άλλες «εμφανίσεις» περιλαμβάνουν τους Ζακ Σιράκ, Κερκ Ντάγκλας, Σον Κόνερι και το δίδυμο Σταν Λόρελ - Όλιβερ Χάρντι.

Όταν, στις 5 Νοεμβρίου 1977 ο Γκοσινί πέθανε από καρδιακή ανακοπή κατά τη διάρκεια τεστ κοπώσεως, ο Ουντερζό αποφάσισε να αναλάβει εξολοκλήρου τη σειρά, γράφοντας και σχεδιάζοντας εννέα άλμπουμ, τα περισσότερα εκ των οποίων συγκαταλέγονται στα πιο αδύναμα της σειράς. Ωστόσο, η ανταπόκριση του κοινού συνέχισε να είναι πρωτοφανής. Το 2005, το «Και ο ουρανός έπεσε στα κεφάλια τους» (Le Ciel lui Tombe sur la Tete), το οποίο εξέδωσε ο Αλμπέρ Ρενέ και ο Ουντερζό αφιέρωσε στον αδελφό του Μπρούνο, που είχε αποβιώσει πρόσφατα, πούλησε στη Γαλλία περίπου 1.300.000 αντίτυπα, ενώ πριν λίγα χρόνια το «Ο Αστερίξ και η Λατραβιάτα» είχε πουλήσει περισσότερα από 2.000.000 αντίτυπα!
Τον Σεπτέμβριο του 2011, ο Ουντερζό αποσύρθηκε οριστικά από το χώρο των κόμικς και, έκτοτε, τη δημιουργία νέων άλμπουμ έχουν αναλάβει οι Ζαν-Υβ Φερί (κείμενα) και Ντιντιέ Κονράντ (σχέδιο).
Ο Αλμπέρ Ουντερζό απεβίωσε ήρεμα στον ύπνο του από καρδιακή προσβολή στις 24 Μαρτίου 2020, σε ηλικία 92 ετών.