
Κωνσταντίνος Βολανάκης: Ο θαλασσογράφος εραστής του απέραντου γαλάζιου
- Παναγιώτα Απέργη - 29 Σεπτεμβρίου 2024
Ο Έλληνας ζωγράφος, το όνομα του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θαλασσογραφία, γεννήθηκε στις 17 Μαρτίου 1837 στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, εκφράζοντας από πολύ νωρίς την αγάπη του για τη θάλασσα, καθώς συνήθιζε να ζωγραφίζει καραβάκια στους τοίχους.
Μετά το τέλος των σπουδών του, και αφού είχε πάρει τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής από τον μεγάλο ζωγράφο της εποχής, Ανδρέα Κριεζή, ο Βολανάκης στράφηκε στο εμπόριο, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, και μετέβη στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε στην επιχείρηση του Γεωργίου Αφεντούλη.
Εκεί, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα μεγάλα λιμάνια και τα εμπορικά πλοία, τα οποία συνήθιζε να αποτυπώνει στις σελίδες των λογιστικών βιβλίων, με αποτέλεσμα ο εργοδότης του να ανακαλύψει πολύ γρήγορα το κρυφό ταλέντο του υπαλλήλου του.

Πολύ σύντομα, ο Κριεζής τον έπεισε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική και να σπουδάσει στη Βαυαρία, στη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών στο Μόναχο, όπου μαθήτευσε κοντά στον Βίλχελμ φον Κάουλμπαχ και τον Καρλ φον Πιλότι, οι οποίοι και τον συμβούλευσαν να αποφύγει την τοπιογραφία και να στραφεί στην προσωπογραφία.
Μετά την αποφοίτησή του, ταξίδεψε στη Γαλλία και την Αγγλία, ενώ μετέβη ακόμη και στην Ιταλία, προκειμένου να ενημερωθεί για τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά ρεύματα της περιόδου. Σύντομα, άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αυστρία, καθώς κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό για την απεικόνιση της «ναυμαχίας της Λίσσας» μεταξύ Αυστριακών και Ιταλών.
Έτσι, πριν το τέλος της δεκαετίας του 1870, έργα του κοσμούσαν το παλάτι Σένμπρουν, όπου ζούσε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ, αλλά και το Υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας.

Η επί πολλά έτη διαμονή του στη Γερμανία επέδρασε αναπόφευκτα και καταλυτικά στην καλλιτεχνική του πορεία, δεχόμενος επιρροές, ωστόσο, και από την ολλανδική σχολή που κατά κανόνα αποτελούσε δεξαμενή έμπνευσης για τους θαλασσογράφους του 19ου αιώνα, και από τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό, που φαίνονται ιδιαίτερα στο έργο του «Πανηγύρι του Μονάχου».
Σταδιακά, ο Βολανάκης πέρασε από την τοπιογραφία στη θαλασσογραφία, επιλέγοντας σκηνές από λιμάνια γεμάτα από καράβια και καΐκια, αλλά και ναυμαχίες, χωρίς να απουσιάζουν βέβαια και σημαντικά γεγονότα του κοινωνικού βίου.
Ως γνήσιος εραστής του θαλάσσιου στοιχείου, έμεινε πιστός στο τρίπτυχο «σκάφος, λιμάνι και πολεμική σκηνή», αποδίδοντας με αρτιότητα και ζωντάνια ψαροκάϊκα, αρχαίες τριήρεις, εμπορικά πλοία, σκοτεινούς κόλπους, τρικυμισμένα νερά, πολεμικά πλοία σε κατάσταση μάχης, αλλά και μεγάλα λιμάνια, τα οποία αποτελούσαν γραφικούς τόπους για τους περιπατητές, που απολάμβαναν τους παφλασμούς της θάλασσας.
Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα, απόφαση που τελικά απέβη μοιραία τόσο στην τέχνη του όσο και στη ζωή του, παρά το γεγονός ότι δίδαξε στη Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας και ίδρυσε την ιδιωτική σχολή ζωγραφικής στον Πειραιά από όπου βγήκαν σπουδαίοι νέοι θαλασσογράφοι.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπισε σημαντικά οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να ζωγραφίζει ακατάπαυστα πουλώντας τα έργα του σε εξευτελιστικές τιμές, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειάς του. Μάλιστα, αντί να αγοράζουν οι πελάτες τους πίνακές του και μετά να τους κορνιζάρουν, ο Βολανάκης δημιουργούσε πίνακες, με συγκεκριμένες διαστάσεις για τις ξυλόγλυπτες κορνίζες που ήταν ήδη έτοιμες.
Αυτή η εκμετάλλευση που υπέστη, λόγω της κακής οικονομικής του κατάστασης, επιβεβαιώνεται και σε ένα από τα κείμενα του Γρηγορίου Ξενόπουλου στο «Νέον Άστυ», τον Ιούλιο του 1907, στο οποίο έγραφε:
«Ξέρετε πώς απέκτησαν μερικοί πολυτίμους εικόνας του Bολανάκη; Διά της μεθόδου των ιδιωτικών μαθημάτων. Προσεκάλουν τον καλλιτέχνη να «τελειοποιήσει» την κόρην των, την κάπως προχωρημένη. Ήρχιζαν μαζί τάχα μια θαλασσογραφία την οποία εις πέντε, δέκα μαθήματα προς πέντε δραχμές το ένα, ο ζωγράφος την αποτελείωνε χωρίς να αφήσει ούτε πινελιά της μαθήτριάς του. Kαι ούτω αντί είκοσι πέντε ή πενήντα δραχμών το σπίτι εκείνο εκκρεμούσε εις το σαλόνι του μια εικόνα του Bολανάκη».
Η εμβληματική μορφή της εικαστικής τέχνης, που τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος, πέθανε στις 29 Ιουνίου 1907 σε ηλικία 70 ετών, με μόλις πέντε άτομα να βρίσκονται στην κηδεία του.
Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, ο θαλασσογράφος, με τους πίνακες εκατομμυρίων που κοσμούν τις αίθουσες των πιο σημαντικών κτιρίων στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Ελλάδα, του σταθμού του μετρό στον Πειραιά, του ναυτικού Μουσείου, αλλά και αρκετά σπίτια, παραμένει μαζί με τους Θεόδωρο Βρυζάκη, Νικηφόρο Λύτρα, Νικόλαο Γύζη και Γεώργιο Ιακωβίδη, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, γνωστού ευρύτερα ως «Σχολής του Μονάχου».