Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images


Έχοντας αφήσει πίσω του μια σπουδαία πολιτισμική κληρονομιά, ο Τάσσος, κατά κόσμον Αναστάσιος Αλεβίζος, άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Οκτωβρίου 1985, με το έργο του να συνοψίζει την πεποίθηση ότι «οι άνθρωποι που σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς και της τυραννίας, είναι τόσο αλύγιστοι, που παραμένουν όρθιοι ως το τέλος, ακόμα κι όταν πέφτουν».
tassos_1a

Η πρώτη επαφή με τις εικαστικές τέχνες και οι μεγάλοι δάσκαλοι

Ο Τάσσος γεννήθηκε στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας, στις 25 Μαρτίου 1914, και από πολύ μικρός έδειξε την καλλιτεχνική του κλίση, καθώς στο σχολείο διακρινόταν στην ιχνογραφία, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον δάσκαλό του και αξιόλογο φιλόλογο, Γιάννη Σιδέρη. Με τη βοήθεια του Σιδέρη, άρχισε να παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον ζωγράφο Γιώργο Κωτσάκη, με τους γονείς του, φτωχούς αγρότες, να μην περιμένουν πως ο γιος τους θα δημιουργούσε έργα τόσο μεγάλης αξίας για το λαό και τον σύγχρονο πολιτισμό μας.

tassos_2

Το 1930, και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, ο Τάσσος έδωσε εξετάσεις και έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, σε ηλικία δεκαέξι ετών. Εκεί είχε την τύχη να μαθητεύσει πλάι στον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, τον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Κωνσταντίνο Παρθένη, οι οποίοι του δίδαξαν γλυπτική και ζωγραφική. Αυτός, όμως, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο για τη μετέπειτα εξέλιξη και πορεία του ήταν ο Γιάννης Κεφαλληνός, ο οποίος κατάφερε να μετατρέψει τη χαρακτική από ταπεινή τέχνη σε υψηλή. Μια άλλη μεγάλη μορφή των Καλών Τεχνών που ήταν σημαντική για την αφοσίωσή του στην χαρακτική ήταν ο Δημήτρης Γαλάνης, ο γνωστός χαράκτης και γελοιογράφος της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου, ο Τάσσος, ήρθε σε επαφή με τη γαλλική χαρακτική.

Η πρώτη ατομική έκθεση του Τάσσου έγινε όταν ήταν ακόμη σπουδαστής, παρουσιάζοντας λαϊκές μορφές και έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας, μέσω των οποίων εξέφραζε τον βαθύ κοινωνικό του προβληματισμό. Η έκθεση, μάλιστα, παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά στην Πράγα και στο Κόζιτσε. Ολοκληρώντας τη φοίτησή του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Τάσσος συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, τη Ρώμη και τη Φλωρεντία, με το ταλέντο του στην χαρακτική να αναγνωρίζεται πολύ γρήγορα. Πολύ σύντομα, το 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση, ενώ το 1940, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.

Οι αγώνες της εργατικής τάξης και η πολιτική δράση

Από τα πρώτα κιόλας του χαρακτικά ο Τάσσος άρχισε να υπογράφει με το όνομα «Τάσος», ενώ αργότερα υιοθέτησε το «Α. Τάσσος», το οποίο διατήρησε ως το τέλος. Σταδιακά, στο «ρεπερτόριό» του εντάχθηκε, ως βασικός τρόπος έκφρασης, η ξυλογραφία, που ήταν διαποτισμένη από μια ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική δύναμη, η οποία, σε συνδυασμό με την εξπρεσιονιστική δύναμη, αποτύπωνε θέματα από τη σκληρή καθημερινότητα και τους αγώνες της εργατικής τάξης.

Παράλληλα με την καλλιτεχνική του πορεία, ο Τάσσος ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση, εντασσόμενος, από το 1930, στην Ο.Κ.Ν.Ε., τη νεολαία του Κ.Κ.Ε., μέλος του οποίου έγινε αργότερα και παράμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Με την κήρυξη του Πολέμου, έπειτα από πρόταση του εργαστηρίου χαρακτικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, άρχισε να σχεδιάζει, όπως έκανε και ο Γ. Κεφαλληνός και κάποιοι λίγες μαθητές του, αφίσες για την εμψύχωση των κατοίκων των πόλεων, αλλά και για την ενίσχυση του αντιφασιστικού αγώνα των Ελλήνων.

tassos_3

Τον Απρίλιο του 1941, αμέσως μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα και την έναρξη της ναζιστικής Κατοχής, ενταγμένος στο Ε.Α.Μ. Καλλιτεχνών, ο Τάσσος συνέχισε την παράνομη πλέον, δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών, με την προσφορά του να είναι πολύτιμη. Μερικά από τα έργα της περιόδου εκείνης, ήταν αφίσες που τυπώθηκαν παράνομα, αλλά και εικονογράφηση του λευκώματος του Ε.Α.Μ.- Ε.Λ.Α.Σ. «για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά»,που ήταν το σημαντικότερο αντιστασιακό έντυπο.

Οι συνεργασίες με εκδοτικούς οίκους και ο σχεδιασμός γραμματοσήμων

Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τα αμιγώς πολεμικά, όπως νεκρές φύσεις, γυμνά, και πορτρέτα, αρχίζοντας να εντάσσει και χρώμα στις ξυλογραφίες του. Συγχρόνως, η αγάπη του για τα βιβλία συγκεράστηκε με τις γραφικές τέχνες, με τα χαρακτικά να κοσμούν τo περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ αργότερα ανέλαβε το πόστο του καλλιτεχνικού υπεύθυνου στις εκδόσεις «Τα Νέα Βιβλία», αλλά και στο τυπογραφείο «Ασπιώτη - ΕΛΚΑ Α.Ε.», θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Την ίδια περίοδο, ασχολήθηκε με την εικονογράφηση βιβλιοφιλικών εκδόσεων, και, ύστερα από διαγωνισμό, ξεκίνησε τη μακρόχρονη συνεργασία του με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, αναλαμβάνοντας την εικονογράφηση βιβλίων δημοτικού και γυμνασίου.

Η ξυλογραφία του πλέον είχε αποκτήσει χρώμα, τεχνική καινοτόμα και εμφανή όχι μόνο στα έργα του, αλλά και στο σχεδιασμό των γραμματοσήμων, τον οποίο έκανε, συνεργαζόμενος, από το 1954 ως το 1967, οπότε και διακόπηκε απότομα λόγω Χούντας, με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Η σημαντική αυτή συνεργασία «γέννησε» περισσότερες από 50 σειρές γραμματοσήμων, με το γραμματόσημο των 5 δραχμών με την «ΑΡΓΩ» της αναμνηστικής σειράς, να έχει τεράστια απήχηση στο διεθνή φιλοτελισμό, του 1958 για την Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία, να είναι ως ένα από τα ωραιότερα του κόσμου, αλλά και ένα διαμάντι για τον ελληνικό φιλοτελισμό. Εξίσου εντυπωσιακή και εφάμιλλη του ταλέντου του υπήρξε και η κανονική έκδοση των ολυμπιακών γραμματοσήμων του 1960.

tassos_4

Εκτός από τα ελληνικά γραμματόσημα, ο Τάσσος ασχολήθηκε και με τον σχεδιασμό κυπριακών γραμματοσήμων, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1962, μέχρι το θάνατό του, αναμορφώνοντας την αισθητική του γραμματοσήμου της Κύπρου, με το σχέδιο του προσφυγόπουλου που χάραξε να υπενθυμίζει σε όλους τις δύσκολες στιγμές του κυπριακού λαού.

Η ανθρώπινη μορφή

Από το 1960 και μετά, ο Τάσσος επικέντρωνεται, ιδιαίτερα, στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής, γεγονός που τον ωθεί στο να εγκαταλείψει βαθμιαία το χρώμα, να χαράζει όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα, με την αντίθεση άσπρου - μαύρου να εκφράζει την πάλη των αντιθέτων, και, κυρίως, την ειδοποιό διαφορά του θανάτου με κάθε μορφή ζωής.

Παρά τα μεγαλειώδη τρίπτυχα και πολύπτυχα χαρακτικά του, δεν ξέχασε ποτέ τη μεγάλη αγάπη του για το βιβλίο, συνεχίζοντας να δημιουργεί απαράμιλλης ομορφιάς εξώφυλλα βιβλίων, όπως αυτά που κοσμούν τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώ Σωτηρίου, το «Ασμα Ασμάτων» του Γιώργου Σεφέρη, «τον Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κ.ά..

tassos_5

Για περισσότερο από πενήντα χρόνια, ο Α. Τάσσος, χάραξε εκατοντάδες επιφάνειες ξύλου όλων των διαστάσεων – δημιουργώντας όχι μόνο πίνακες, αλλά και εξώφυλλα βιβλίων και βινυλίων, αφίσες, γραμματόσημα, διακοσμητικά, με τα πιο πολλά να είναι εμπνευσμένα από τα πάθη του ελληνικού λαού, με κυριότερα τα χρόνια της Κατοχής, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και τη Χούντα.

Οι ήρωές του ήταν οι πονεμένες μανάδες, οι σκλάβοι και οι τυραννοκτόνοι, οι έφηβοι, οι λυγερές αρχόντισσες, τα λουλούδια, ο ήλιος, το περιστέρι. Η ανθρώπινη οδύνη συνταιριαζόταν με την αποφασιστικότητα, με τους ανθρώπους να σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς και της τυραννίας και να μάχονται για να τις αποτινάξουν, παραμένοντας, όρθιοι ως το τέλος.