Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Ο Βασίλι Βασίλιεβιτς Καντίνσκι γεννήθηκε στη Μόσχα στις 4 Δεκεμβρίου του 1866, αλλά μεγάλωσε στην Οδησσό, όπου o πατέρας του ασχολούνταν με το εμπόριο τσαγιού. Ήταν το μοναδικό παιδί μιας εύπορης οικογένειας και, μετά τον χωρισμό των γονιών του, την ανατροφή του ανέλαβε η θεία του Ελισάβετ, αδελφή της μητέρας του. Παράλληλα με τις γυμνασιακές του σπουδές, παρακολουθούσε ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής, ζωγραφικής και σχεδίου.
Όταν επέστρεψε στη Μόσχα, ξεκίνησε σπουδές Νομικής και Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο, ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο του αδιάλειπτα με τη ζωγραφική. Το 1889 επισκέφτηκε την επαρχία Βόλογκντα, με σκοπό την καταγραφή της τοπικής αγροτικής νομοθεσίας, στα πρότυπα έρευνας της Εταιρείας Φυσικών Επιστημών, Εθνογραφίας και Ανθρωπολογίας και, μετά από την έρευνά του, έγινε μέλος της Εταιρείας, γεγονός που του πρόσφερε καλύτερες προοπτικές να ακολουθήσει μία ακαδημαϊκή σταδιοδρομία.

To 1892, ολοκλήρωσε τις σπουδές του και έγινε μέλος της Ένωσης Νομικών και υποψήφιος Λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Μόσχας. Σε ηλικία 30 ετών εγκατέλειψε μία πολλά υποσχόμενη καριέρα καθηγητή του Ρωμαϊκού Δικαίου με σκοπό να ακολουθήσει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες και να σπουδάσει ζωγραφική στο Μόναχο, που εκείνη την εποχή ήταν ένα μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο.
Τα γεγονότα που συνετέλεσαν στο να ακολουθήσει την καλλιτεχνική καριέρα ήταν αφενός η παρουσίαση του έργου «Λόενγκριν» του Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Βασιλικό Θέατρο της Μόσχας και αφετέρου η έκθεση των Γάλλων ιμπρεσιονιστών στη Μόσχα, το 1895, όπου εντυπωσιάστηκε από τον πίνακα ζωγραφικής του Κλωντ Μονέ «Οι Θημωνιές». Έτσι, σε ηλικία 30 ετών ξεκίνησε τις σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου, με την παράτολμη και παράλογη για πολλούς αυτή ενέργειά του να συνδέεται με τα πιστεύω και τις αρχές του, ο οποίος δεν παρέλειπε να λέει ότι: «ο πατέρας μου, μου επέτρεπε με ασυνήθιστη υπομονή, να ακολουθήσω τα όνειρα μου και να κάνω το κέφι μου σε όλη μου τη ζωή. Οι γραμμές αυτές θα πρέπει να είναι οδηγός για όσους γονείς προσπαθούν να αποτρέψουν, και συχνά με τη βία, τα παιδιά τους - και κυρίως τα προικισμένα – από τις αληθινές τους κλίσεις κάνοντας τα δυστυχισμένα».
Οι καλλιτεχνικές ομάδες και οι «Τέσσερις Γαλάζιοι»
Στα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχε και παρουσίασε τα έργα του σε πολλές εκθέσεις, με τα πρώτα του έργα να βρίσκονται κοντά σ’ εκείνα των ρώσων συμβολιστών και των καλλιτεχνών της Απόσχισης. Τα θέματά του αντλούνταν από την πλούσια ρώσικη παράδοση, τις εντυπώσεις από τα ταξίδια κατά την εφηβεία, όπου πρωτοσχηματίστηκε η εντύπωση της αίσθησης της θερμότητας και του ήχου των χρωμάτων, σε συνδυασμό με τη μουσική παιδεία.

Το 1900, δημιούργησε την καλλιτεχνική ομάδα «Φάλαγγα», ενώ, το 1906, πήγε στο Παρίσι, όπου κι έμεινε για περίπου ένα χρόνο. Μετά την επιστροφή του στο Mόναχο, το έργο του άρχισε ν’ αντανακλά τις ιδέες των γάλλων «Φωβιστών» και «Ναμπί», ενώ την ίδια εποχή συνδέθηκε και με τους καλλιτέχνες της «Γέφυρας». Όσα έργα ολοκλήρωσε εκεί χαρακτηρίζονταν από μεγάλες επιφάνειες έντονων χρωματισμών και αντιθέσεων, που σταδιακά απομακρύνονται από την αναπαράσταση και γίνονται περισσότερο αφηρημένα. Ο Καντίνσκι επεδίωκε να θεμελιώσει μία νέα τάξη πραγμάτων στην τέχνη, στη βάση νέων αρχών και, πολύ συχνά, έγραφε άρθρα για την τέχνη, δημοσίευε κριτικές σε περιοδικά της Ρωσίας, καυτηριάζοντας το συντηρητισμό και τον ακαδημαϊσμό της καλλιτεχνικής σκηνής του Μονάχου και έδινε μια νέα ώθηση στην τέχνη μέσα από τις καλλιτεχνικές ομάδες, μαζί με άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής.
Το 1909, δημιούργησε τη «Νέα Ένωση Καλλιτεχνών», με την οποία οργάνωσε ομαδικές εκθέσεις στο Μόναχο και κατόρθωσε να προσελκύσει σε αυτές σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως τον Ζωρζ Μπρακ και τον Πάμπλο Πικάσσο. Μαζί με τον ζωγράφο Φραντς Μαρκ, καθώς και άλλους Ρώσους μετανάστες και ντόπιους Γερμανούς καλλιτέχνες, δημιούργησαν, το 1910, τον «Γαλάζιο Καβαλάρη», μια ομάδα που η ζωή της υπήρξε τελικά βραχύβια, διοργανώνοντας συνολικά μόνο δύο ομαδικές εκθέσεις. Για τον Καντίνσκι, όλες οι μορφές τέχνης είχαν αρχίσει να προσεγγίζουν το αφηρημένο, το οποίο αποτελούσε και τον αντικειμενικό τους σκοπό. Οι αντιλήψεις του για το χρώμα και τη δομή θα οδηγούσαν σε μία «καθαρή ζωγραφική», «[...] μία ανάμειξη χρώματος και φόρμας όπου το καθένα υπάρχει ξεχωριστά αλλά και μαζί, σε μία κοινή ζωή που ονομάζεται εικόνα και προκύπτει ως εσωτερική αναγκαιότητα».
Το 1919, ο Βάλτερ Γκρόπιους ίδρυσε τη «Σχολή Τέχνης και Αρχιτεκτονικής Μπάουχαους» στη Βαϊμάρη και, το 1922, κάλεσε τον Καντίνσκι να διδάξει μαζί με άλλα μεγάλα ονόματα στην τέχνη. Το 1924, μαζί με τους Κλέε, Φέινινγκερ και Τζαουλένσκι σχηματίζουν την ομάδα «Οι Τέσσερις Γαλάζιοι», με τους πίνακες εκείνης της περιόδου να διακρίνονται από μία αυστηρότητα και εμφανή γεωμετρικά στοιχεία. Τα θερμά χρώματα που χρησιμοποιούσε παλαιότερα είχαν αντικατασταθεί από μία «ψυχρή» χρήση του χρώματος, χαρακτηριστικό της αποκαλούμενης και «ψυχρής περιόδου» του, που είχε τις απαρχές της στην περίοδο της Ρωσίας.

Το 1932, η σχολή μεταφέρθηκε στο Ντεσάου και μετά στο Βερολίνο, και το 1933, κάτω από την πίεση και τις επιθέσεις του ναζισμού στη Γερμανία και την καταστροφή έργων πρωτοπόρων ζωγράφων, μεταξύ των οποίων και 57 έργων του Καντίνσκι, η σχολή διαλύθηκε και τα μέλη της κατέφυγαν σε άλλες χώρες. Ο Καντίνσκι πήγε στο Παρίσι, όπου το 1939 πήρε τη γαλλική ιθαγένεια και, στις 13 Δεκεμβρίου του 1944, ο «γαλάζιος καβαλάρης» «κάλπασε» για τους ουρανούς σε ηλικία 77 ετών.
Οι πίνακές του θεωρούνται οπτικές αναπαραστάσεις των εμπειριών του από κονσέρτα, καθώς είναι γνωστό, άλλωστε, ότι είχε συνδέσει συγκεκριμένα χρώματα με ξεχωριστά μουσικά όργανα, όπως το κίτρινο με την τρομπέτα, το κόκκινο με το τύμπανο, το μπλε με το τσέλο ή το κοντραμπάσο, το βιολετί με τις βαθιές νότες των ξύλινων πνευστών, όπως του φαγκότο κ.ά.. Για τον Καντίνσκι η μουσική ήταν η τέχνη που καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη εκφράζει την ψυχή του καλλιτέχνη, θεωρώντας πως ακόμη και οι πιο άσχετοι ακροατές μπορούν να «δουν» εικόνες να ξεπηδούν ακούγοντας κλασική μουσική.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύζευξης μεταξύ ζωγραφικής και μουσικής να είναι περίφημη «Σύνθεση 8», που αποτελείται από μια σειρά γεωμετρικών μορφών: κύκλοι, ημικύκλια, οξείες γωνίες, τετράγωνα, παραλληλόγραμμα με ακριβή γεωμετρική διάταξη σχημάτων. Τα χρώματα στον πίνακα συνδυάζονται σαν μουσικές χορδές, με τις γραμμές και τα σχήματα να φτιάχνουν μελωδίες που μπαίνουν η μια μέσα στην άλλη.