Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
«Καλύτερα να μας ακούν, παρά να μας βλέπουν»

Η φράση αποδίδεται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη(1770-1843) και, σύμφωνα με την παράδοση, λέχθηκε κάποια στιγμή από τον Γέρο του Μωριά, όταν αναφερόταν στους Φιλέλληνες που ήθελαν να γνωρίσουν τον αυτοδίδακτο αλλά ευφυή και εμπνευσμένο αρχιστράτηγο των Ελλήνων. Ο Κολοκοτρώνης, που δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Φιλέλληνες, απέφευγε αυτές τις γνωριμίες λέγοντας στους καπεταναίους του: «Είναι καλύτερα να μας ακούν , παρά να μας βλέπουν οι ξένοι».
« Όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε…»

Στα Απομνημονεύματά του ο Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797-1864) κάνει λόγο για τη συνάντησή του με τον Γάλλο στρατηγό Ντεριγνύ (1782-1835), κατά τις παραμονές της μάχης των Μύλων(13/6/1825):
«Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει. ‘Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;” Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει.
Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν».
Η απάντησή του έδειχνε ότι ο ελληνικός αγώνας για την ελευθερία στηριζόταν στις ηθικές, κυρίως, δυνάμεις, που επιτρέπουν στην ελληνική φυλή να επιβιώνει, παρά τις όποιες καταστροφές, στους αιώνες.
«Κρύβε λόγια»

Είναι μια φράση που λέγεται όταν θέλουμε να αποζητήσουμε την εχεμύθεια κάποιου. Αποδίδεται στα μέλη της Φιλικής Εταιρείας (ιδρύθηκε το 1814, στην Οδησσό), τη σημαντικότερη από τις μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για την προετοιμασία της Επανάστασης του 1821.
Στον όρκο μύησης, που έδιναν τα μέλη της, συμπεριλαμβανόταν και όρος για την εχεμύθεια που όφειλαν, προκειμένου να μην προδοθεί το έργο τους: «Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου».
Αυτή την εχεμύθεια διαφύλασσαν σαν κόρη οφθαλμού με διάφορους τρόπους: μυστικούς κώδικες, κρυπτογραφικό αλφάβητο και κωδικές ονομασίες προσώπων και τοποθεσιών, συνθήματα και παντομίμες αναγνώρισης των μελών, αποφυγή φλυαριών. Η φράση «κρύβε λόγια» εφαρμόστηκε σε πολλές περιπτώσεις στα χρόνια του Αγώνα του 1821.
«Όταν φτύνουν (ή κατουρούν) πολλοί μαζί, κυλάει το ποτάμι»

Λένε ότι τη φράση αυτή είπε ένας οπλαρχηγός από τα Μεσόγεια της Αττικής, ο Αναγνώστης Γιάννης Ντάβαρης (1799-1866), μέλος της Φιλικής Εταιρείας που συμμετείχε στον Αγώνα κάτω από τις διαταγές του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Λίγο πριν την κήρυξη της επανάστασης οι προύχοντες της περιοχής μαζί με τον Ντάβαρη έκαναν σύσκεψη για να αποφασίσουν τις ενέργειες που θα ακολουθούσαν. Οι προύχοντες, πολύ μεγαλύτεροι στην ηλικία από τον ενθουσιώδη νεαρό οπλαρχηγό, ήταν διστακτικοί, στάση που οδήγησε τον Ντάβαρη να πει τη συγκεκριμένη φράση, απαιτώντας την καθολική συμμετοχή τους για την επιτυχία της επανάστασης.
Είναι μια φράση που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η δύναμη που επιτυγχάνεται, όταν οι άνθρωποι ενώνονται και λειτουργούν συντονισμένα.
«Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς»

Η προέλευσής της αποδίδεται με διάφορες εκδοχές και είναι έκφραση που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για να δηλώσει τον άνθρωπο που δεν είναι διανοητικά καλά, αλλά και αυτόν που χρωστά πολλά χρήματα.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, την εποχή που βασίλευε ο Όθωνας, στο Ναύπλιο υπήρχε η ταβέρνα της Μιχαλούς, με λιγοστή όμως πελατεία την οποία η ταβερνιάρισσα προσπαθούσε να διατηρήσει κάνοντας στους πελάτες της πίστωση για κάποιο διάστημα. Όταν όμως δεν εισέπραττε στον καθορισμένο χρόνο τα χρωστούμενα, η παραδόπιστη Μιχαλού αναλάμβανε δράση, προκειμένου να τα εισπράξει, κυνηγώντας ανελέητα και εξευτελίζοντας τον οφειλέτη, που θα πρέπει να ήταν κανείς τρελός για να αψηφήσει και να χρωστάει στη Μιχαλού.
Λέγεται, ακόμη, ότι κάποιος από τους οφειλέτες της, άνθρωπος ευσυνείδητος που, ωστόσο, δεν μπόρεσε να την εξοφλήσει εγκαίρως, γύριζε μέρα νύχτα στους δρόμους παραμιλώντας. Κι όταν κανείς ρωτούσε να μάθει τι είχε αυτός ο άνθρωπος και συμπεριφερόταν έτσι, οι γύρω του απαντούσαν: «Αυτός…χρωστάει της Μιχαλούς».
Στο έργο του Μιλτιάδη Χουρμούζη(1804-1882) Τυχοδιώκτης, που εκδόθηκε το 1835 υπάρχει το παρακάτω απόσπασμα:
- Καλέ σεις, πας και παίζετέ με;
- Όχι, όχι, αλήθεια στο λέγω [...]
- Καλέ να ζείτε, πας και χρουστείτε της Μιχαλούς;
- Όχι, όχι, δεν χρεωστώ κανένα, μόνον θέλω να πουλήσω το πράγμα μου.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος(1878-1962), αρχιμανδρίτης, φιλόλογος, πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και διευθυντής του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών στη συλλογή του με παροιμίες του Πόντου καταγράφει και άλλες παραλλαγές: χρωστάει τον Μουχάλη (Πόντος και Συληβρία, όπου Μιχάλη χαρακτήριζαν τον ελαφρόμυαλο), χρωστάει του Μιχάλη (Θεσσαλία και Ήπειρος).
Ο Νίκος Σαραντάκος (1959-), συγγραφέας και λογοτέχνης, στο ιστολόγιό του αναφέρει ότι η φράση συναντάται στο σατιρικό έργο «Κορακιστικά ή Διόρθωσις της Ρωμαίικης Γλώσσας» (1812) του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού(1778-1850), όπου γράφει: «Φρόνιμμα το λέσι στον τόπον μου στη Χχιο, το πως οι Γραμματισμένοι χρωστούσι της Μιχαλλούς1 », δηλαδή ήταν χιώτικη παροιμία, παλιότερη από την ταβερνιάρισσα στο Ανάπλι. Σημειώνει επίσης ότι είναι μια φράση που χρησιμοποιείται και στη βουλγαρική γλώσσα με την έκφραση «χρωστάω στον Μιχάλη», και με τη διευκρίνιση ότι στα λεξικά η προέλευσή της χαρακτηρίζεται ελληνική.
1 τα διπλά σύμφωνα μάλλον αποδίδουν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τη χιώτικη προφορά.