Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Πρόκειται για εκφράσεις που προέρχονται από αρχαία, βυζαντινά, νεοελληνικά και ξένα κείμενα, λόγια και μη, από ιστορικά γεγονότα, από περιστατικά της καθημερινής ζωής, δημόσιας και ιδιωτικής, των Ελλήνων στις διάφορες περιόδους της ιστορίες τους, από μύθους, ανέκδοτα και τη λαϊκή παράδοση.
«Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου!»

Είναι η φράση που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι κάτι επαναλαμβανόμενο μας έχει, ιδιαίτερα, ενοχλήσει ή κουράσει.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Παντελής Αστραπογιαννάκης μαζί με άλλους Κρητικούς, μετά την κατάληψη της Μεγαλονήσου από τους Ενετούς, το 1205, ανέβηκαν στα βουνά, από όπου κατέβαιναν τις νύχτες για να επιτεθούν στους κατακτητές. Ο Αστραπογιαννάκης, για να δίνει κουράγιο στους συμπατριώτες του τούς υποσχόταν, αν και γνώριζε ότι δεν είχε τη δύναμη να το καταφέρει, ότι γρήγορα η Κρήτη θα ελευθερωθεί, υπόσχεση, όμως, που, με την κατάσταση του νησιού βαθμιαία να χειροτερεύει, δεν εκπληρωνόταν.
Και ενώ οι συμπατριώτες του μέρα με την ημέρα απογοητεύονταν όλο και περισσότερο, ο Αστραπογιαννάκης εξακολουθούσε να ελπίζει και να υπόσχεται την απελευθέρωση του νησιού, χωρίς, όμως, να πείθει τους απογοητευμένους Κρητικούς, οι οποίοι έπαψαν να πιστεύουν τις υποσχέσεις του και όταν πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι του έλεγαν, «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή, μου!» .
«Μην κάνεις την πάπια» ή «Αυτός κάνει την πάπια»

Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού, ο υπεύθυνος για τη συντήρηση και την ασφάλεια των ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη ήταν ένας ευνούχος υπάλληλος και ονομαζόταν «παπίας». Αυτός είχε το δικαίωμα να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα και να συμμετέχει στα αυτοκρατορικά συμπόσια. Όταν ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Βασίλειος Β΄ (958-1025), παπίας του παλατιού ήταν ο Ιωάννης Χανδρινός, οποίος κατά την άσκηση του επαγγέλματός του έδειξε τον κακό του χαρακτήρα. Συκοφάντης, σκληρός, ψεύτης, ύπουλος άνθρωπος, διέβαλλε τους πάντες και έγινε το φόβητρο του παλατιού. Όταν κάποιος παραπονιόταν για την αδικία που δεχόταν, αυτός έδειχνε έκπληξη και πόνο ψυχής και με μάτια βουρκωμένα, «Είσαι ο καλύτερος φίλος μου», έλεγε. «Πώς θα μπορούσα ποτέ να σε κατηγορήσω;»
Η διπλοπροσωπία του Χανδρινού υπήρξε παροιμιώδης και από τότε, όταν κάποιος αποκαλυπτόταν να ψεύδεται ή να υποκρίνεται άγνοια των πραγμάτων, χρησιμοποιούσαν τη φράση «Ποιείς τον παπίαν», φράση που υπάρχει ως τις μέρες μας, με αλλαγή στον τόνο.
«Πού σε πονεί και πού σε σφάζει»

Είναι μια από τις πολλές φράσεις που αποδίδονται στον στρατηγό Ιωάννη Μακρυγιάννη. Λέγεται ότι από τα μικρά του, ακόμη, χρόνια ο Μακρυγιάννης είχε να επιδείξει φοβερή σωματική δύναμη. Όταν πια είχε φτάσει στη γεροντική ηλικία, άθελά του έσπρωξε κάποιον, ο οποίος θίχτηκε και όρμησε να χτυπήσει τον Μακρυγιάννη, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του γέρου που είχε μπροστά του.
Ο Μακρυγιάννης παραδέχθηκε την πράξη του και του ζήτησε συγγνώμη αλλά ο θιγμένος νταής νομίζοντας πώς ο γέρος τον φοβήθηκε, έγινε πιο θρασύς, αναγκάζοντας τον στρατηγό, που δεν του άρεσαν τέτοια ζοριλίκια, να τον περιποιηθεί ανάλογα, «κάνοντάς τον», όπως λέει η παράδοση, «του αλατιού», και λέγοντάς του «Διαόλου, ψοφίμι, τώρα θα σου δείξω, πού σε πονεί και πού σε σφάζει».
«Πράσινα άλογα»

Στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄(1845-1913) στους βασιλικούς στάβλους, όταν μερικά άλογα έπαθαν ψώρα, ο Βαυαρός κτηνίατρος Κλάουζεν έδωσε μια αλοιφή για να θεραπευτούν, που ήταν πράσινη και, όπως ήταν φυσικό, βάφτηκαν ανάλογα και τα άλογα. Επειδή, όμως, τα περισσότερα άλογα δεν θεραπεύτηκαν, άλλα τα πούλησαν και άλλα τα χάρισαν στους χωρικούς. Ένας από αυτούς τους χωρικούς ήταν ο Γιώργης Πρόκας, από τη Θήβα, που πήρε δυο τέτοια άλογα και πήγε στο Άργος να τα πουλήσει.
Τα διαφήμιζε σαν ειδική ράτσα που μόνον ο βασιλιάς κι αυτός είχαν το δικαίωμα να φέρουν από το εξωτερικό. Εντυπωσιασμένοι οι χωρικοί αγόρασαν τα πράσινα άλογα, που, όμως, λίγες μέρες μετά, όταν έφυγε η αλοιφή, ξαναπήραν το κανονικό τους χρώμα και ο απατεώνας έμπορος συνελήφθη από την αστυνομία. Από τότε η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η εξαπάτηση, το ανύπαρκτο στοιχείο. Υπάρχει και η ηπειρώτικη παροιμία «Άλογο πράσινο ζητά», που λέγεται για κάτι το αδύνατο.