Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (2 Δεκεμβρίου 1921 – 29 Μαρτίου 2011) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου και ο γεννήτορας του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου. Γεννήθηκε στη Νάξο και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε σχεδιαστής στη Βιοτεχνική Σχολή. Στα χρόνια του πολέμου, από τις αρχές του 1943 ως τον Μάιο του 1945, έμεινε κρατούμενος στο στρατόπεδο Συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν. Όταν γύρισε στην Αθήνα, ασχολήθηκε με το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε, το 1950, με το έργο «Χορός πάνω στα στάχυα». Έγινε γνωστός με τα έργα του, που ανέβηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και το Εθνικό Θέατρο. Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων και, κυρίως, η σχέση της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχολογίας.
Έγραψε τα σενάρια για ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως για τη «Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη και τον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου, ενώ σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε δικό του σενάριο, την ταινία «Το κανόνι και το αηδόνι» το 1968. Παράλληλα, υπήρξε εξαιρετικός στιχουργός για τα θεατρικά έργα «Παραμύθι χωρίς όνομα», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκη, «Μαουτχάουζεν», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου.
Μερικά από τα γνωστότερα έργα του είναι τα: «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος», «Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι», «Η Αυλή των Θαυμάτων», «Το Παραμύθι Χωρίς Όνομα», «Βίβα Ασπασία», «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», «Εχθρός Λαός», «Μια Συνάντηση Κάπου Αλλού».
Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (4 Δεκεμβρίου 1875 – 29 Δεκεμβρίου 1921) ήταν Αυστρογερμανός ποιητής. Γεννήθηκε στην Πράγα από πατέρα πρώην στρατιωτικό και μητέρα από πλούσια οικογένεια βιομηχάνων. Αρχικά, ακολούθησε στρατιωτική εκπαίδευση, όμως αδυνατούσε να προσαρμοστεί και, τελικά, λόγω εύθραυστης κράσης την εγκατέλειψε. Το 1895 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και διδάχθηκε λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης, φιλοσοφία. Συνέχισε τις σπουδές του σε Μόναχο και Βερολίνο ενώ ταξίδευε ασταμάτητα σε όλη την Ευρώπη.
Καρπός των επισκέψεων του στη Ρωσία είναι το «Το βιβλίο των Ωρών». Το 1901 παντρεύτηκε τη γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφ, ενώ η φιλία του με τον Ροντέν τον βοήθησε να εξελίξει ένα νέο ύφος ακραίας γλωσσικής και λυρικής καλλιέργειας, το όποιο αντανακλάται στα «Νέα Ποιήματα» και τις «Αναμνήσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε»«Ελεγείες του Ντουίνο», ενώ σε διάστημα λίγων μόλις ημερών συνέθεσε τα «Σονέτα στον Ορφέα», εμπνευσμένα από τον θάνατο ενός νεαρού κοριτσιού. Τα δύο αυτά έργα θεωρήθηκαν ποιητικά του αριστουργήματα και του εξασφάλισαν διεθνή φήμη. Συνολικά είχε γράψει περισσότερα από 400 ποιήματα στα γαλλικά, με τα θέματά του να τον τοποθετούν ως ποιητή μεταξύ της παραδοσιακής και νεότερης ποίησης.
Ο Νίκος Γκάτσος (8 Δεκεμβρίου 1911 -12 Μαΐου 1992) γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας. Ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, που συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού, μεταφραστής και στιχουργός. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933) και κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα», ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός», η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού, με επίδραση στους νεότερους ποιητές, σημαδεύοντας τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως, για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, ενώ παράλληλα, για βιοποριστικούς λόγους, συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης. Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεότερους συνθέτες.
Ο Γεώργιος Δροσίνης (9 Δεκεμβρίου 1859 - 3 Ιανουαρίου 1951) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου. Σπούδασε Νομική και, με σύσταση του Νικολάου Πολίτη, Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία Καλών Τεχνών και ξένης φιλολογίας στη Γερμανία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, έγινε διευθυντής του περιοδικού της «Εστίας», που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα και, το 1899, μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν τον «Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», ενώ υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1926.
Αν και ασχολήθηκε εξίσου με την πεζογραφία και την ποίηση, σημαντικότερο θεωρείται το ποιητικό του έργο. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στο περιοδικό «Ραμπαγάς». Στην πρώτη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του ανήκουν οι συλλογές «Ιστοί αράχνης» και «Σταλακτίται», με τις οποίες εντάχτηκε στους νεωτεριστές ποιητές που απομακρύνθηκαν από το πομπώδες ύφος των αθηναίων ρομαντικών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Με τις συλλογές «Ειδύλλια» και «Γαλήνη» προσχώρησε στη γενιά του 1880. Η ένταξή του στους ποιητές της νέας Αθηναϊκής Σχολής βασίζεται, κυρίως, στη χρήση της δημοτικής γλώσσας και της απλότητας της έκφρασης της ποίησής του. Ανήκε στον κύκλο των προοδευτικών ποιητών (μαζί με τους Νίκο Καμπά και Κωστή Παλαμά), που επεδίωκαν να ανανεώσουν τον ποιητικό λόγο, να τον απαλλάξουν από τον στόμφο και την απαισιοδοξία της Α' Αθηναϊκής Σχολής και να καθιερώσουν τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα της λογοτεχνίας. Στην πεζογραφία του επέλεξε συχνά θέματα από τη ζωή στην ελληνική επαρχία προτάσσοντας μια ειδυλλιακή αντιμετώπισή της. Τοποθετείται έτσι στην πρώτη φάση της ηθογραφικής πεζογραφίας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ (12 Δεκεμβρίου 1821 - 8 Μαΐου 1880) Γάλλος μυθιστοριογράφος, το έργο του οποίου εγκαινίασε μια νέα εποχή στη γαλλική πεζογραφία. Γεννήθηκε στη Ρουέν της Νορμανδίας και από μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του προς τη λογοτεχνία. Η οικογένειά του τον προόριζε για νομικές σπουδές στο Παρίσι, ωστόσο η αποτυχία του στις εξετάσεις, οι συχνές κρίσεις επιληψίας και προπάντων η βαθιά του επιθυμία να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, δεν του επέτρεψαν να τις ολοκληρώσει. Έζησε μακριά από το θόρυβο της πρωτεύουσας, με μικρά διαλείμματα τις τακτικές επισκέψεις στο Παρίσι, για να βλέπει τους φίλους του, Γκοτιέ, Τουργκιένιεφ, Ρενάν, Ζολά, Γεωργία Σάνδη, Λουίζ Κολέ, με τους οποίους διατήρησε πολύχρονη αλληλογραφία.
Έκανε πολλά ταξίδια μαζί με τον φίλο του Μαξίμ ντυ Καν στη Μέση Ανατολή, ενώ γνωστό είναι και το πέρασμά του από την Ελλάδα. Επιστρέφοντας άρχισε να γράφει τη «Μαντάμ Μποβαρύ», την οποία εξέδωσε το 1857. Μακρόχρονη και κοπιώδης ήταν και η συγγραφή όλων των άλλων έργων του, «Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου», «Αισθηματική αγωγή», «Απλή καρδιά», «Μπουβάρ και Πεκυσέ» κ.ά.. Υπήρξε γενναιόδωρος με τους ομοτέχνούς του, αφοσιωμένος στους ανθρώπους που αγάπησε, ενώ θυσίασε τη μικρή περιουσία του για να στηρίξει τους συγγενείς του και πέθανε φτωχός. Εκτός από την περιπετειώδη σχέση του με τη Λουίζ Κολέ, και κάποιες τρυφερές φιλίες, ο Φλομπέρ παρέμεινε πιστός στον ανεκπλήρωτο έρωτα των δεκαέξι χρόνων του για την κυρία Σλεζενζέ, τον οποίο απαθανάτισε στην «Αισθηματική αγωγή».
Η Άλκη Ζέη (15 Δεκεμβρίου 1923 - 27 Φεβρουαρίου 2020) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, η οποία άφησε μια πλούσια παρακαταθήκη στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην παγκόσμια παιδική λογοτεχνία. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας, στο τμήμα σεναριογραφίας, ενώ είχε λάβει τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής, διάκριση που αποδίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε διαπρεπείς προσωπικότητες των τεχνών, των επιστημών και των γραμμάτων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2015 τιμήθηκε από τη Γαλλία με τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων (Commandeur de l’Ordre des Arts et des Lettres).
Μερικά από τα πιο ευπώλητα και σημαντικότερα έργα της είναι: «Το καπλάνι της βιτρίνας», «Ο θείος Πλάτων», «Μια Κυριακή του Απρίλη», «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της» και «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου». Τα βιβλία της απευθύνονται κατά κύριο λόγο στα παιδιά και τους εφήβους, αν και διαβάζονται με μεγάλη ευχαρίστηση και από τους ενήλικες, καθώς εμπνέονται από προσωπικές της εμπειρίες, που συνυφαίνονται με ιστορικά γεγονότα.
Η Τζέιν Όστεν (16 Δεκεμβρίου 1775 - 18 Ιουλίου 1817) ήταν Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της ήταν αυτός που τη δίδαξε και της εμφύσησε την αγάπη για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, ενώ η ίδια έγραψε τα πρώτα της έργα στην εφηβεία, τα οποία, όμως, άργησαν να εκδοθούν. Είχε ταλέντο και απαράμιλλη δεξιοτεχνία στη δημιουργία ολοκληρωμένων και πειστικών ηρώων, ενώ τα μυθιστορήματά της χαρακτηρίζονται από το κριτικό της βλέμμα στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής, τη λεπτή ειρωνεία και τη διακριτική αίσθηση του χιούμορ. Κατά τη διάρκεια της ζωής της εκδόθηκαν τέσσερα μυθιστορήματα, η «Λογική και ευαισθησία», η «Υπερηφάνεια και προκατάληψη», το «Μάνσφιλντ Παρκ» και η «Έμμα». Από το 1811 η Ώστεν έβλεπε τα έργα της να εκδίδονται, να διαβάζονται από το κοινό και να δέχονται καλές κριτικές, αν και εξακολουθούσαν να εκδίδονται ανώνυμα. Ο αδελφός της Χένρι, επιμελήθηκε τα μυθιστορήματα της συγγραφέως που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό της και ήταν αυτός που γνωστοποίησε το όνομα της.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (19 Δεκεμβρίου 1911 - 4 Αυγούστου 1991) ήταν ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφο. Για πολλά χρόνια έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες, ενώ ως το 1932 είχε εκδόσει τις ποιητικές συλλογές «Κάτω από σκιές και φώτα» και «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων», οι οποίες τράβηξαν το ενδιαφέρον του λογοτεχνικού κόσμου και ιδιαίτερα του Κωστή Παλαμά. Το επόμενο έργο του, «Ο πόλεμος» οδηγήθηκε στην πυρά από το καθεστώς Μεταξά. Με την κατάρρευση του μετώπου, το 1941, επέστρεψε στην Αθήνα και εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση, με τις ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο να αποτελούν τη βάση του βιβλίου του «Το αγρίμι».
Συνεργάστηκε με το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», του οποίου λίγο αργότερα διετέλεσε αρχισυντάκτης, διευθυντής και εκδότης, ενώ συνδέθηκε φιλικά και πνευματικά με τους Τατιάνα και Ροζέ Μιλλιέξ και με τον Άγγελο Σικελιανό. Το 1958, μετά από επίσκεψή του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο ένας από τους δύο κόσμους» και κατηγορήθηκε, μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη, για παράβαση του Ν.509, του νόμου περί ιδιωνύμου. Μετά τη χούντα, αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία και κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης και τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, δουλεύοντας, παράλληλα, το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη».
Ο Σταν Λι (28 Δεκεμβρίου 1922 – 12 Νοεμβρίου 2018) ήταν Αμερικανός συγγραφέας και εκδότης. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε τον αμερικανικό στρατό, δουλεύοντας ως συγγραφέας και εικονογράφος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, κρατώντας σημειώσεις και επηρεαζόμενος από κλασικούς συγγραφείς, όπως οι Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και Ιούλιος Βερν, συνεργαζόμενος με τον Τζακ Κίρμπι δημιουργεί τους «Fantastic Four», το 1961, που άλλαξαν την ιστορία των κόμικς. Σύντομα ένα κύμα νέων χαρακτήρων ξεπήδησε από την Marvel, όπως οι Hulk, Spider-Man, Doctor Strange, Daredevil, X-Men, Thor, Iron Man και ο Black Panther. Οι ήρωές του έχουν έντονο το αίσθημα του ανθρωπισμού, αλλά ταυτόχρονα μαστίζονται από προβλήματα του αληθινού κόσμου, όπως η μισαλλοδοξία ή η χρήση ναρκωτικών κ.ά..
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (30 Δεκεμβρίου 1865 – 18 Ιανουαρίου 1936) ήταν Βρετανός συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Βομβάη, όπου έζησε για αρκετά χρόνια, αφοσιωμένος στη δημοσιογραφία. Έκανε πολλά ταξίδια, στην Αυστραλία, στη Νότια Αφρική και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου εγκαταστάθηκε στο Βερμόντ. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα έργα μυθοπλασίας, όπως «Μόγλης - Το Βιβλίο της Ζούγκλας»και «Κιμ», στο οποίο ο συγγραφέας δίνει κλασικές εικόνες από τα πιο γραφικά μέρη της Ινδίας, αλλά και για τα διηγήματα «Ο Άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» και το ποίημα «Αν…». Θεωρείται σημαντικός πρωτοπόρος στην τέχνη του διηγήματος, ενώ τα παιδικά του βιβλία συμπεριλαμβάνονται στα κλασικά έργα της παιδικής λογοτεχνίας.
Ο Πωλ Ελυάρ (14 Δεκεμβρίου 1895 – 18 Νοεμβρίου 1952) ήταν Γάλλος ποιητής. Μαζί με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, συμμετείχε, αρχικά, στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα στο κίνημα του υπερρεαλισμού. Τα πρώτα του ποιήματα, ήταν η συλλογή «Το χρέος και η ανησυχία», ενώ αργότερα κυκλοφόρησε τα «Ποιήματα για την ειρήνη», τη «Νίκη της Γκουέρνικα», την «Ποίηση και αλήθεια», τα «Επτά ερωτικά ποιήματα μέσα στον πόλεμο», ,b>«Τα όπλα του πόνου» και τη «Γερμανική συνάντηση».
Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών «Litterature», καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης «La Revolution Surrealiste». Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, ενώ στον Ελληνικό Εμφύλιο επισκέφθηκε ως μέλος διεθνούς αντιπροσωπείας τον Γράμμο, τον Ιούνιο του 1949, με στόχο την ενίσχυση του κύρους του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τη διεθνή υποστήριξή του.