Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Από την αρχαία ελληνική μυθολογία δεν λείπουν οι αναφορές σε υπερφυσικά και δαιμονικά όντα, φαντάσματα, τέρατα, μαγικές πρακτικές. Στη λαϊκή παράδοσή μας αυτά τα υπερφυσικά όντα ονομάζονται «ξωτικά», έχουν μαγικές δυνάμεις, είναι αθάνατα, άλλοτε υπερβολικά όμορφα άλλοτε εξαιρετικά άσχημα, με στόχο να βλάψουν τον άνθρωπο, που με τη βοήθεια, όμως, της χριστιανικής θρησκείας αντιδρά με λιβανίσματα εξορκισμούς, ξεματιάσματα κ.ά..
Τα περισσότερα υπερφυσικά όντα των λαϊκών παραδόσεων είναι θηλυκού γένους, που είτε προσπαθούν να καταστρέψουν τους ανθρώπους είτε να επηρεάσουν αρνητικά καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής: θάνατος παιδιών και ενηλίκων, έντονα φυσικά φαινόμενα, αρρώστιες κ.ά..
Οι Νεράιδες είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στη λαϊκή παράδοση, έλκοντας την καταγωγή τους από τις Νύμφες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και από τις θεότητες των νερών, αποκαλύπτοντας τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού. Στους αρχαίους ελληνικούς μύθους, λοιπόν, ονομάζονταν Ορεάδες, γιατί ζούσαν στα βουνά και τα προστάτευαν, όσες γεννιούνταν μαζί με τα δένδρα και αναπτύσσονταν μαζί τους λέγονταν Αμαδρυάδες, αυτές των πηγών ονομάζονταν Ναϊάδες και οι νεράιδες της θάλασσας Νηρηίδες.

Ο χώρος δράσης τους είναι η θάλασσα, τα ποτάμια, οι λίμνες, τα πηγάδια, αλλά παραμονεύουν στον κόσμο των ανθρώπων, κυρίως των ανδρών, και στα σταυροδρόμια και ο Νεοέλληνας αποκαλεί Νεράιδες, Κυράδες, Μάισσες, Α(γ)ερικά, Καλοκυράδες, Αλουστίνες, Καλομοίρες, αυτές τις ελκυστικές γυναίκες, που ξεμυαλίζουν τους άντρες και «ζουρλαίν[ονται] από την αγάπη» τους γι’ αυτές.
Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης τις καταγράφει ως θνητές, που είχαν ερωτική ή αδελφική σχέση με τον Μ. Αλέξανδρο και από εκεί πέρασαν στον κόσμο των αθανάτων ως Αερικά. Στον πρώτο τόμο των Παραδόσεών του (1904) γράφει ότι «έχουν εξαίσια όμορφα, μακριά ξανθά μαλλιά – κάποτε πράσινα – που τα χτενίζουν με χρυσό χτένι, μάτια αμυγδαλωτά και είναι κατά κανόνα ασπροντυμένες».
Οι Νεράιδες έχουν την ικανότητα να μεταμορφώνονται σε άλλα πλάσματα, να επιδρούν στη σωματική και πνευματική υγεία των ανθρώπων, να πετούν και να είναι αόρατες. Όταν έρχονται στον κόσμο των ανθρώπων, χάνουν τις μαγικές τους ιδιότητες, είναι επιθυμητές για την ομορφιά τους, γίνονται καλές σύζυγοι και μητέρες. Ωστόσο είναι «ξωτικά» και «δαιμόνια» με παράδοξη μορφή και, όταν είναι κακές, ο λαός προτρέπει τους άνδρες να αποφεύγουν αυτά τα επικίνδυνα θηλυκά.
Η λαϊκή παράδοση ήθελε τις Νεράιδες να συχνάζουν σε σκοτεινά μέρη με νερά, όπου λούζονταν, και τότε όσοι περνούσαν από εκεί δεν έπρεπε να μιλούν για να μη χάσουν τη φωνή τους. Ακόμη ο λαός πίστευε ότι οι νεράιδες μπορούσαν να αρπάξουν όποιον άνδρα ήθελαν αλλά, αν κάποιος κατάφερνε να τους πάρει το πέπλο που φορούσαν, τότε μπορούσε να τις ελέγχει.
Για το Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών, ένα μικρό διώροφο σπήλαιο σε απόσταση περίπου 23χλμ. από το Ηράκλειο Κρήτης, μέσα στο φαράγγι του Καρτερού, λένε διάφορες ιστορίες με Νεράιδες.

Σε μια από αυτές ένας νεαρός λυράρης, άκουσε το τραγούδι των νεράιδων και γεμάτος περιέργεια μπήκε στη σπηλιά, τις είδε πανέμορφες να χορεύουν και γοητευμένος συνόδεψε με τη λύρα τον χορό τους. Τα επόμενα βράδια οδηγημένος από κάποια αόρατη δύναμη πήγε και πάλι στη σπηλιά παίζοντας τη λύρα του ασταμάτητα για τις νεράιδες που χόρευαν, ώσπου ερωτεύτηκε μια από αυτές.
Τότε ζήτησε τη βοήθεια μιας πολύπειρης γριάς που του είπε, καθώς θα πλησιάζει η ώρα που λαλούν οι πετεινοί και χάνονται οι νεράιδες, να προλάβει και ν’ αρπάξει από τα μαλλιά την αγαπημένη του. Έτσι και έγινε. Η Νεράιδα, όμως αντιστάθηκε με λύσσα, έβαλε τις φωνές, άρχισε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο νέος την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την άφηνε.
Με το λάλημα των πετεινών οι νεράιδες εξαφανίστηκαν, αλλά εκείνη που κρατούσε ο λυράρης ξανάγινε πανέμορφη, τον ακολούθησε στο σπίτι του, έζησε μαζί του ένα χρόνο, του γέννησε ένα γιο, αλλά ποτέ δεν του μίλησε.
Ο νέος ξαναζήτησε τη συμβουλή της γριάς, που τον ορμήνεψε να κάψει καλά το φούρνο, να πάρει το παιδί από τα χέρια της γυναίκας του και, προσποιούμενος ότι θα το πετάξει μέσα, να πει: «Δε μου μιλείς; Τότε κι εγώ ρίχνω το παιδί σου στο φούρνο». Όταν ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της, η Νεράιδα όρμησε πάνω του, σέρνοντας φωνή: «Μη σκύλε το παιδί μου», άρπαξε το παιδί από τα χέρια του και εξαφανίστηκε.
Απελπισμένος τους αναζήτησε αλλά μάταια. Η Νεράιδα με το παιδί της δεν ξαναφάνηκαν. Λένε ότι οι αδελφές της δεν την δέχτηκαν κοντά τους, επειδή τη θεώρησαν μολυσμένη που την άγγιξε άνθρωπος, και αυτή αναγκάστηκε να πάει λίγο πιο πέρα, σε μια βρύση που οι ντόπιοι τη λένε «Λούτρα» και εκεί τη βλέπουν δυο - τρεις φορές το χρόνο να κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει.
Και ενώ οι άλλες νεράιδες κάθε νύχτα χορεύουν, χωρίς όμως τη συνοδεία λύρας, η Νεράιδα – μάνα κλαίει, με τα δάκρυά της να πέφτουν στο νερό και να το θολώνουν. Γι' αυτό τα νερά του Νεραϊδόσπηλιου εμφανίζονται πότε – πότε θολά.

Στον Ασπροπόταμο της Πίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. από τα Τρίκαλα πάνω στον Κόζιακα, σε υψόμετρο 1137 μ., βρίσκεται το Νεραϊδοχώρι, το παλιό Βετερνίκο, ένα χωριό κτισμένο ανάμεσα στα ψηλά βουνά Μαρόσα και Νεράιδα. Για τον τόπο αυτό παρατίθενται πολλές ιστορίες και λαϊκές παραδόσεις, που έχουν μεταφερθεί από γενιά σε γενιά και διασώζονται μέχρι και σήμερα.
Μια από αυτές λέει ότι κάποτε εκεί ζούσαν δυο πλούσια και όμορφα κορίτσια. Το ένα το έλεγαν Μαρία, «Μάρω», και το άλλο Νεραϊδούλα. Κλέφτες πατήσανε στο χωριό γυρεύοντας να πάρουν αιχμάλωτες τις δυο κοπέλες, αλλά εκείνες κατάφεραν να ξεφύγουν, ανεβαίνοντας η μια στην κορυφή του ενός βουνού και η άλλη στην κορυφή του άλλου.
Όταν, όμως, οι κλέφτες φύγανε τα κορίτσια δεν γυρίσανε στο χωριό γιατί είχαν χαθεί. Οι γέροι και οι γριές του χωριού λέγανε ότι πολλές φορές, τις φεγγαρόλουστες βραδιές, βλέπανε τις σκιές τους και τις σκοτεινές νύχτες ακούγανε τις παραπονιάρικες φωνές τους.
Από τότε τα βουνά ονομάστηκαν «Μαρόσα» και «Νεράιδα», ενώ το χωριό πήρε το όνομα «Νεραιδοχώρι».
τη λεύκα που αντικρίζω
από το παρεθύρι μου
την αγαπώ
χρόνια τώρα-χειμώνα καλοκαίρι- την παρακολουθώ
από του σύνεγγυς
άλλοτε με τις φουντωτές τις φυλλωσιές
άλλοτε μνε τα ξερά της τα κλαριά
μες τους βοριάδες
όμως ποτέ μου δεν την είδα την αμαδρυάδα της
που πρέπει να την κατοικεί
όσο και αν επρόσεξα
όσο κι αν ώρες ατελείωτες
δεν έπαψα κρυφά
να τηνέ παρακολουθώ
ίσως να μην υπήρξαν οι αμαδρυάδες;
δεν το ‘πε ποτέ κανείς!
λέω μήπως απόθανε από καιρό
η δικιά μου αμαδρυάδα
και μήπως-από χρόνια τώρα-
να προσετέθηκε κι αυτή
στις τόσο αμείλικτες
και τόσο αφόρητα βασανιστικές γύρω μας
απουσίες;