Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
«Έρχονται από τη γης από κάτω. Όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δένδρο που βαστάει τη γης , αλλά όταν κοντεύουν να το κόψουν έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δένδρο και τότε τα δαιμόνια χιμούν στη γης επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους», λέει ο Νικόλαος Πολίτης.
Το Δωδεκαήμερο κατέχει σημαντικότατη θέση στην ελληνική λαϊκή λατρεία, επειδή συνδέεται με τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, περιέχει την Πρωτοχρονιά και συνδέεται με πλήθος δοξασίες και έθιμα, βασισμένα στην αντίθεση μεταξύ του γιορταστικού ιερού χρόνου και του καθημερινού.
Η καταγωγή των καλικάντζαρων αποτέλεσε ζήτημα αντιπαράθεσης μεταξύ των μελετητών της Λαογραφίας. Η λέξη είναι σύνθετη (καλός και κάνθαρος1) και πιθανόν να πρόκειται για ευφημισμό, που χρησιμοποιήθηκε από τον λαό προκειμένου να τους καλοπιάσει.
Κάποιοι τους θεωρούν απομεινάρια των Καβειρίων Δαιμόνων και των άλλων πλασμάτων της διονυσιακής λατρείας, όπως των Σατύρων, και άλλοι ότι προέρχονται από τον θεό Πάνα ή τους Κενταύρους.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι προέρχονται από τις μεταμφιέσεις των Βυζαντινών που συνοδεύονταν από πανηγυρισμούς και γίνονταν στη διάρκεια του Δωδεκαήμερου.
Μια τέτοια γιορτή τα Βότα ή Βοτά, με θορυβώδεις πομπές και μεταμφιέσεις, αν και αυτού του είδους οι εορτασμοί είχαν καταδικαστεί το 681 μ.Χ. από την Στ’ Οικουμενική Σύνοδο, γινόταν στις αρχές Ιανουαρίου από τον 5ο ως τον 12ο αι. περίπου. Τότε οι Βυζαντινοί μεταμφιεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους και χωρίς ντροπή ή ενδοιασμούς τρύπωναν σε ξένα σπίτια, πείραζαν τον κόσμο, αναστάτωναν τους περαστικούς και ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά.

Ο Νικόλαος Πολίτης πίστευε ότι οι καλικάντζαροι συνδέονται με τον Βαβουντζικάριο, λέξη που σήμαινε «εφιάλτης» και τη συναντούμε για πρώτη φορά τον 10ο αι. στο λεξικό Σούδα, του οποίου η παρουσία στο Δωδεκαήμερο αναφέρεται από τον Μιχαήλ Ψελλό (11ος αι.).
Η άποψη του Ν.Πολίτη ενισχύεται και από τη δοξασία που υπήρχε στα Φάρασα της Καππαδοκίας (ή Βαρασός) της Καππαδοκίας για τους «μνημοράτους», δηλαδή τους νεκρούς που οι κάτοικοί τους πίστευαν ότι τις νύχτες του Δωδεκαήμερου γυρίζουν στους δρόμους και μπαίνουν στα σπίτια από τις καμινάδες, γι’ αυτό έκαιγαν λιβάνι στη φωτιά για να φύγουν.
Ο Γεώργιος Μέγας, επίσης, συσχετίζει τους καλικάντζαρους με τους νεκρούς, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, σε μια ορισμένη εποχή του χρόνου, επιστρέφουν για λίγο στον κόσμο των ζωντανών.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση οι καλικάντζαροι, αυτά τα δαιμονικά όντα που ζουν κάτω από τη γη, περιμένουν το Δωδεκαήμερο για να έλθουν στον κόσμο των ανθρώπων και να προκαλέσουν το χάος.
Βγαίνουν μέσα από σπηλιές, πηγάδια, καταπαχτές, φαράγγια και μικροσκοπικές τρύπες. Στη γη μένουν σε ποτάμια, γεφύρια, μύλους και σε σταυροδρόμια όπου παραμονεύουν τη νύκτα, πειράζουν όποιον περάσει και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Είναι καλοί χορευτές γι’ αυτό και όποιον βρουν τη νύχτα τον αναγκάζουν να χορέψει μέχρι να λιποθυμήσει, ανταμείβοντας, ωστόσο, τους καλούς χορευτές.
Η παράδοση τους θέλει να ανεβαίνουν στα δένδρα, να χοροπηδούν στις στέγες και να σπάζουν τα κεραμίδια, να μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους και να «μαγαρίζουν» την κουζίνα, να αρπάζουν ρούχα και να σκορπίζουν το αλεύρι ή τη στάχτη από το τζάκι, δικαιολογώντας έτσι και την παράδοση που θέλει στο Δωδεκαήμερο τα τζάκια να είναι πάντα αναμμένα, επειδή οι καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά, που εξαγνίζει.
Με τα χρόνια ο λαός μας, κατά περιοχή, τους έδωσε διάφορα χαρακτηριστικά και περιγραφές αλλά με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Άλλοι τους φαντάζονται νάνους, άλλοι ψηλούς και τριχωτούς με χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου, ή το ένα πόδι ανθρώπινο και το άλλο γαϊδουρινό, πότε γυμνούς και πότε κουρελοντυμένους. Τους θέλουν φασαριατζήδες και εριστικούς, κουτούς και ανίκανους να ολοκληρώσουν μια δουλειά.

Ανάλογα με την περιγραφή που τους δίνουν είναι και τα ονόματά τους: Γουρλός (με γουρλωμένα τεράστια μάτια), Πλανήταρος (μεταμφιέζεται και πλανεύει τους ανθρώπους), Καταχανάς (τρώει τα πάντα, ρεύεται και βρωμάει αφόρητα), Παρορίτης (αξημέρωτα, «παρά την ώρα», ξεσηκώνει με τις φωνές του τους ανθρώπους), Κωλοβελόνης (λεπτός και μακρύς σαν μακαρόνι, μπορεί να περνάει εύκολα από τις κλειδαρότρυπες ), Βατρακούκος (τεράστιος και όμοιος με βάτραχο), Μαλαγάνας (με γλυκόλογα ξεγελάει τα παιδιά και τους αρπάζει τα γλυκά) κ.ά..
Το κυριότερο μέσο για την αντιμετώπιση των καλικάντζαρων ήταν οι πράξεις χριστιανικής λατρείας, ενώ τρομοκρατούνται από τον σταυρό, τους παπάδες και κυρίως τον αγιασμό της παραμονής των Θεοφανείων, τη μέρα που αποχωρούν τρομοκρατημένοι, λέγοντας:
«Φεύγετε να φεύγωμε,
τι έρχεται ο τρελόπαπας,
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε, μας έβρεξε,
και μας, μας εκατέκαψε!».
Με το έθιμο των καλικαντζάρων σχετίζονται οι μεταμφιέσεις σε περιοχές της Θράκης, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, με τους μεταμφιεσμένους να ονομάζονται Ρογκατσάρια ή Μωμόγεροι.
Αλλά και στη Δύση υπάρχουν αντιλήψεις σχετικές με καλικάντζαρους, όπου κατά το Δωδεκαήμερο εμφανίζονται Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες και Παγανά. Σε άλλες περιπτώσεις συγχέονται με τα Τρολ, τα τρομακτικά όντα της σκανδιναβικής μυθολογίας.
Ο Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν (1892-1973), συγγραφέας του έργου Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών, έχοντας υπόψη του τους καλικαντζάρους και τα Τρολ, εμπνεύστηκε τα Ορκ, ανθρωποειδή πλάσματα μιας φανταστικής φυλής, επιθετικά και κακόβουλα.
Κάνθαρος είναι το σκαθάρι, βλαβερό κολεόπτερο για τα αμπέλια και τους αγρούς