Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images


Αποδεικνύοντας περίτρανα πως η ομορφιά μιας γυναίκας δεν είναι τα στολίδια της, αλλά η συμπεριφορά της, η Όντρεϊ Χέπμπορν παραμένει μέχρι και σήμερα πρότυπο κομψότητας, ευγένειας και ανθρωπισμού.
kinimatografos_audrey_4

Γεννημένη ως Όντρεϊ Καθλήν Ράστον στο Ισέλ, στις Βρυξέλλες, το 1929 υπήρξε το μοναδικό παιδί του Ιρλανδού τραπεζίτη Τζόζεφ Βίκτορ Άντονι Ράστον Χέπµπορν, με το επίθετο Χέπµπορν να προέρχεται από τη γιαγιά του, και της Ολλανδής αριστοκράτισσας Έλα βαν Χέεµστρα.

Λόγω της εργασίας του πατέρα της, η Χέπµπορν φοίτησε για τρία χρόνια σε µια ιδιωτική ακαδημία για κορίτσια στην αγγλική κομητεία Κεντ, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, μετά το διαζύγιο των γονιών της, μαζί με τη μητέρα της μετακόμισαν στο Άρνεµ της Ολλανδίας.

Η κίνηση αυτή της μητέρας της ήταν μια αποτυχημένη ενέργεια, βασισμένη στην εικασία πως η Ολλανδία θα έμενε ασφαλής από τη γερμανική εισβολή, κάτι που έμελλε πολύ σύντομα να διαψευσθεί.

Στο Άρνεμ, η μικρή τότε Όντρει άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα μπαλέτου, τα οποία μετά τη γερμανική κατοχή, το 1940, αξιοποίησε βοηθώντας την ολλανδική αντίσταση και χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Ίντα βαν Χέεµστρα. Τα αντιστασιακά καθήκοντά της περιελάμβαναν μεταφορά με το ποδήλατο μηνυμάτων και τροφίμων σε πιλότους των Συμμάχων, που είχαν καταρριφθεί, διανομή εφημερίδων, τις οποίες έβαζε μέσα στις κάλτσες της, αλλά και χορό, προκειμένου να μαζέψει χρήματα για τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή, διακινδυνεύοντας πολλές φορές και την ίδια της τη ζωή.

Στις εκδηλώσεις αυτές όπου χόρευε κρυφά από τη μητέρα της, γνωστές ως «Μαύρες Βραδιές», οι παρευρισκόμενοι μαύριζαν τα παράθυρα και έβαζαν φρουρούς για να βεβαιώνονται πως οι Ναζί δεν θα τους έβρισκαν. Η ίδια η Χέπµπορν, χρόνια αργότερα, θα δήλωνε πως αυτοί ήταν το καλύτερο κοινό που είχε ποτέ, καθώς δεν έκαναν τον παραμικρό ήχο στο τέλος της παράστασής της.

kinimatografos_audrey_7

Οι μέρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν δύσκολες για τη Χέπµπορν, καθώς συνάντησε πολλές φορές τον θάνατο, βλέποντας τον θείο και τον ξάδελφό της να εκτελούνται, επειδή έλαβαν μέρος στην Αντίσταση, όπως επίσης και τον ετεροθαλή αδελφό της να «μετακομίζει» σε γερμανικό στρατόπεδο εργασίας. Σε συνέντευξή της η ίδια θα δηλώσει: «Έχω αναμνήσεις. Περισσότερες από μία φορές βρέθηκα στο σταθμό βλέποντας τρένα γεμάτα Εβραίους που μεταφέρονταν, βλέποντας όλα αυτά τα πρόσωπα από την κορυφή του βαγονιού. Θυμάμαι πολύ έντονα, ένα μικρό αγόρι να στέκεται με τους γονείς του στην αποβάθρα, πολύ χλωμό, πολύ ξανθό, να φορά ένα παλτό πολύ μεγάλο για εκείνο, και να μπαίνει στο τρένο. Ήμουν ένα παιδί που παρατηρούσε ένα παιδί»[...] « Είδαμε νέους άντρες να τοποθετούνται μπροστά σε έναν τοίχο και να πυροβολούνται[...] ».

Σύμφωνα με μαρτυρίες, η αρωγή της Χέπμπορν δεν ταυτίζονταν με την ιδεολογία των γονιών της, καθώς και οι δυο φέρονται να ήταν μέλη του Ναζιστικού Κόμματος και η μητέρα της ένθερμη υποστηρίκτρια του Αδόλφου Χίτλερ.

Το 1945, μετά τον πόλεμο, η Χέπμπορν μετακόμισε στο Άμστερνταμ, όπου παρακολούθησε μαθήματα μπαλέτου ,ενώ το 1948 πήγε στο Λονδίνο και παρακολούθησε μαθήματα με την αναγνωρισμένη Μαρί Ράμπερτ, η οποία διαβεβαίωσε τη νεαρή Όντρεϊ πως εξαιτίας του ύψους της και της κακής διατροφής της κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν θα κατάφερνε να γίνει πρίμα μπαλαρίνα. Εμπιστευόμενη την κρίση της δασκάλας της, αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, εμφανιζόμενη, αρχικά, σε διάφορες μουσικοχορευτικές παραστάσεις και στη συνέχεια κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο με την ταινία «Roman Holiday», πλάι στον ήδη καταξιωμένο Γκρέγκορυ Πεκ. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γουίλιαμ Γουάιλερ, παρόλο που αρχικά για τον ρόλο της πριγκίπισσας Ανν προόριζε την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, επιλέγει τη Χέπμπορν γιατί είχε τα πάντα: γοητεία, αθωότητα και ταλέντο.

Ο Γκρέγκορυ Πεκ, προβλέποντας πως η Χέπμπορν είχε έρθει για να μείνει στα κινηματογραφικά πράγματα, ζήτησε τα ονόματά τους να γραφτούν με την ίδια γραμματοσειρά κι όχι το δικό της με μικρότερα, αλλάζοντας πλήρως την αρχική συμφωνία. Σύντομα, οι δυο τους θα γίνουν καλοί φίλοι, κάτι που δεν άλλαξε μέχρι το τέλος της ζωής της. Μετά το θάνατό της, ο Πεκ με δάκρυα στα μάτια απάγγειλε το αγαπημένο της ποίημα, «Ατελείωτη Αγάπη» του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, μπροστά στην κάμερα.

kinimatografos_audrey_1

Ο πόλεμος, όπως μαρτυρεί ο γιος της Χέπμπορν, Λούκα Ντόττι, δεν κατάφερε να αποτιναχτεί ποτέ από πάνω της, στιγματίζοντάς την για όλη της τη ζωή, καθώς της είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια, με την ίδια να έχει χρόνια προβλήματα υγείας, όπως άσθμα, οξεία αναιμία και μορφές οιδημάτων, με τους καρπούς, τα γόνατα και τους αστραγάλους της να είναι πάντα περισσότερο πρησμένοι.

Η Χέπμπορν, τελικά, κέρδισε βραβείο Όσκαρ Α' Γυναικείου ρόλου για την ερμηνείας της στην ταινία «Roman Holiday» και πολύ σύντομα, πρωταγωνίστησε στο πλευρό πολλών καταξιωμένων ηθοποιών, όπως ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο Γουίλιαμ Χόλντεν, ο Άντονι Πέρκινς, ο Χένρι Φόντα, ο Πίτερ Ο' Τουλ, ο Φρεντ Αστέρ, ο Μωρίς Σεβαλιέ, ο Γκάρι Κούπερ, ο Τζορτζ Πέπαρντ, ο Κάρι Γκραντ, ο Ρεξ Χάρισον κι ο Άλμπερτ Φίνεϊ.

Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Χέπμπορν είχε γίνει όχι μόνο μια από τις μεγαλύτερες σταρ του κινηματογράφου, αλλά και ένα πρότυπο κομψότητας, αποτελώντας, παράλληλα, φίλη και επί σειρά ετών συνεργάτιδα του γνωστού σχεδιαστή Ουμπέρ ντε Ζιβανσί.

kinimatografos_audrey_5

Το 1961, η Χέπμπορν θα γίνει ένα σύμβολο του Αμερικανικού Σινεμά για τον 20ο αιώνα, το οποίο εξακολουθεί να είναι φωτεινό μέχρι και σήμερα. Με ξανθιές ανταύγειες στα μαλλιά, μαύρο φόρεμα του Ζιβανσί και μαργαριτάρια στον λαιμό, ενσαρκώνει την Χόλι Γκολάιτλι, έναν ρόλο ο οποίος θεωρείται από τους πιο δημοφιλείς της.

Στην προσωπική της ζωή, η Χέπμπορν είχε κάνει δυο γάμους, με τον ηθοποιό Μελ Φερρέρ και τον γιατρό Αντρέα Ντόττι και δυο γιους, με τους γάμους, ωστόσο, να καταλήγουν σε διαζύγιο. Σύμφωνα, με τους γιους της, και οι δυο της γάμοι κρατήθηκαν από την ίδια για περισσότερο καιρό απ' ό,τι έπρεπε, καθώς ο μεν Φερέρ φέρεται να ήταν αρκετά κτητικός απέναντί της, ο δε Ντόττι να έχει διαρκείς εξωσυζυγικές σχέσεις με νεότερες γυναίκες. Τελευταία σχέση της μέχρι που πέθανε ήταν ο ηθοποιός Ρόμπερτ Γουόλντερς.

Εκτός από την υποκριτική, η Χέπμπορν δραστηριοποιήθηκε έντονα στον τομέα των φιλανθρωπιών και ήταν για πολλά χρόνια Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως του Οργάνωσης για τα Παιδιά των Ηνωμένων Εθνών (UNICEF), πραγματοποιώντας πολλά ταξίδια σε όλον τον κόσμο, σε χώρες που μαστίζονταν από τη φτώχια και τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. Για τη μέριμνα που πρέπει κάθε πολιτική ηγεσία να δίνει απέναντι σε όλους τους ανθρώπους, και ιδιαίτερα απέναντι στα παιδιά, η ίδια δήλωνε: «Το να φροντίζεις παιδιά δεν έχει να κάνει τίποτα με την πολιτική. Πιστεύω πως ίσως με τον καιρό, αντί να υπάρχει πολιτικοποίηση της ανθρωπιστικής βοήθειας, θα έρθει εξανθρωπισμός της πολιτικής».

kinimatografos_audrey_6

Το 1992, λίγο μετά από την επιστροφή της από άλλο ένα φιλανθρωπικό ταξίδι της, η Χέπμπορν αρχίζει να εμφανίζει πόνους στην υπογάστρια περιοχή και έπειτα από εξετάσεις ανακαλύφθηκε ότι πάσχει από καρκίνο, τον οποίο, δεν μπόρεσε να νικήσει, πεθαίνοντας σε ηλικία 63 ετών.

Πολυβραβευμένη, κατακτώντας, τα βραβεία Τόνυ, Όσκαρ, Γκράμι και Χρυσή Σφαίρα, πρωταγωνίστησε σε 18 ταινίες, ενώ συνολικά ενσάρκωσε 28 διαφορετικούς χαρακτήρες. Εκτός από τα αμιγώς θεατρικά - κινηματογραφικά βραβεία, είχε τιμηθεί με το βραβείο Σεσίλ Ντε Μιλ, για τη συνολική της παρουσία στο χώρο του θεάματος, αλλά και με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας των Η.Π.Α. για το συνολικό έργο της με τη UNICEF.

kinimatografos_audrey_4