Μεγάλοι Έλληνες κωμικοί που έλαμψαν στο «πανί» και το «σανίδι» (Μέρος 1ο)

Παρουσιάζοντας άλλοτε με δραματικό κι άλλοτε με κωμικό τρόπο τα γνήσια τέκνα της κοινωνίας από την οποία «γεννήθηκαν», ο ελληνικός κινηματογράφος έχει να επιδείξει μια πλούσια ιστορία με αξιόλογους εκπροσώπους για κάθε περίοδο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι κωμικές ταινίες της εποχής που, όπως συμβαίνει με κάθε μορφή τέχνης, αποτύπωναν μέσα από ένα ευχάριστο πρίσμα τα ήθη της εποχής, αναδεικνύοντας τα προβλήματα και τις επιδιώξεις ανθρώπων της πόλης και της επαρχίας. Ο λόγος για ανθρώπους που έφθαναν στα αστικά κέντρα με όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, μεροκαματιάρηδες, μικροκομπιναδόρους, κουτσομπόληδες και παρεμβατικούς, γεροντοπαλίκαρα και γεροντοκόρες, πλούσιους, λάτρεις του φλερτ, που μόλις είχαν βγει από τον πόλεμο και τον Εμφύλιο και ζούσαν σε μια, εν πολλοίς καθημαγμένη Ελλάδα.

Οι μετρ του θεάτρου και της μεγάλης οθόνης κατάφεραν να «παντρέψουν» αυτούς τους τύπους που αντλούνταν από την κοινωνία, με παρεξηγήσεις, μπερδέματα και φάρσες, προσφέροντας στιγμές χαλάρωσης στους θεατές, χάρη στους καλογραμμένους διαλόγους, αλλά και το ταλέντων των ηθοποιών που τους ενσάρκωσαν.

Ας δούμε, λοιπόν, μερικούς από αυτούς τους καρατερίστες της μεγάλης οθόνης, που με τις πηγαίες ατάκες τους, τις ερμηνευτικές τους εκφάνσεις και τους μοναδικούς χαρακτήρες, που ενσάρκωσαν, άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ελληνική κωμωδία.


Διονύσης Παπαγιαννόπουλος

Γεννημένος στο Διακοπτό Αχαΐας, έναν τόπο που λάτρεψε μέχρι τη μέρα που έφυγε από τη ζωή, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος υπήρξε ένας από τους πιο αγαπητούς Έλληνες ηθοποιούς, που διέπρεψε τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, μεταπηδώντας από κωμικούς σε δραματικούς ρόλους. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου και πρωτοεμφανίστηκε το 1938 με τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ, διαγράφοντας μια μακρά καλλιτεχνική διαδρομή που μετρά πάνω από 130 ταινίες σε πρωταγωνιστικούς ή δευτερεύοντες ρόλους και δεκάδες ρόλους στη σκηνή.

 mixalakopoulos_2

Χαρακτηριστικοί μέχρι σήμερα παραμένουν οι ρόλοι του ως πατέρας της Τζένης Καρέζη, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία (όπως και η ίδια), ενώ εμβληματικές είναι οι εμφανίσεις του στις ταινίες: «Το Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» «Η Βίλλα των Οργίων», «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», «Υπάρχει και φιλότιμο» , «Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια», «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», «Για ποιον χτυπά η κουδούνα», «Τζένη Τζένη», «Ο Κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται» κ.ά..

Ατάκες-σταθμός:

«Τι το περάσαμε εδώ μέσα, αμέρικαν μπαρ;» (από τη «Βίλα των Οργίων»)

«Τη χούφτωσες; Χούφτωσ’τη, χούφτωσ’τη!» (από το «Κάτι Κουρασμένα Παλικάρια»)


Ντίνος Ηλιόπουλος

Διάσημος για την έμφυτη ευγένειά του και την απίστευτη φινέτσα, ο Ντίνος Ηλιόπουλος έχει χαρακτηριστεί – κι όχι άδικα – ο Έλληνας Φρεντ Αστέρ, συνδυάζοντας το πολυδιάστατο υποκριτικό ταλέντο με τη σεμνότητα. Αυτοδίδακτος στις κλακέτες, ο Ηλιόπουλος εμφανίστηκε σε δεκάδες θεατρικά και κινηματογραφικές παραγωγές, καταφέρνοντας να καθιερωθεί ως ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές στο χώρο της ελληνικής κωμωδίας.

 mixalakopoulos_2

Ωστόσο, εμβληματική παραμένει η ερμηνεία του ως Θωμάς στο στο αριστούργημα του Νίκου Κούνδουρου «Ο Δράκος», αλλά και οι τρεις δίσκοι του και τα βιβλία του με ευθυμογραφήματα και ποιήματα. Μεταξύ των ρόλων που τον χαρακτήρισαν στο «πανί» είναι: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Ζητείται ψεύτης», «Ο Ατσίδας», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Ο Φίλος μου ο Λευτεράκης», «Το Δόλωμα», «Φωνάζει ο κλέφτης», «Οι Κληρονόμοι» κ.ά..

Ατάκες-σταθμός:

«Λοιπόν δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά σήμερα είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε!» (από τον «Ατσίδα»)

«Ο κλέψας, του κλέψαντος, τω κλέψαντι, ω παλιοκλέψαντες και παλιοκλεφταρέοι.» (από το «Φωνάζει ο Κλέφτης»)


Κώστας Χατζηχρήστος

Αν και βρέθηκε εντελώς τυχαία στο θεατρικό σανίδι, καθώς σύμφωνα με τον...αστικό μύθο, κρύφτηκε σε ένα θέατρο για να γλυτώσει από τους Γερμανούς που τον κυνηγούσαν (καταλήγοντας, ωστόσο, να ανεβαίνει στη σκηνή και να κάνει το κοινό να ξεσπά σε γέλια με τους αυτοσχεδιασμούς του), ο Κώστας Χατζηχρήστος θεωρείται ένα από τα «διαμάντια» της μεταπολεμικής γενιάς ηθοποιών, που καθιερώθηκε ως ένας από τους δημοφιλέστερους κωμικούς του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου, του βαριετέ και της επιθεώρησης.

 mixalakopoulos_2

Με δημοφιλέστερους τους ρόλους του «βλάχου», του καλοκάγαθου επαρχιώτη που μετακομίζει στην πόλη, για να «πιάσει την καλή» ή του κουτοπόνηρου υπαλλήλου, συνεργάστηκε με την αφρόκρεμα της ελληνικής υποκριτικής, σε θεατρικά και ταινίες, όπως: «Ο Ηλίας του 16ου», «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», «Της κακομοίρας», «Ο κύριος πτέραρχος», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Οι Κληρονόμοι», «Ο Παράς κι ο Φουκαράς» κ.ά..

Ατάκες-σταθμός:

«Σας μερσώ, μαντά. Ωρέν ντουβάρ!» (από το «Της Κακομοίρας»)

«Αυτήν την τσιμινιέρα, ε...ταμπακιέρα, ζαρντινιέρα, ε...φρουτιέρα, ζαρτιέρα, μπαγιαντέρα.» (από τον «Ηλία του 16ου»)


Νίκος Ρίζος

Ευρύτερα γνωστός για τους ρόλους του...κοντού, ο Νίκος Ρίζος αποτελεί – ακόμη και μετά από τόσες δεκαετίες – ένα ολόκληρο κεφάλαιο ερμηνευτικής δεινότητας, που «σάρωνε» σκηνές και κινηματογραφικά πλατό. Πρωτοεμφανίστηκε, το 1948, στην επιθεώρηση «Άνθρωποι, άνθρωποι» μαζί με την πληθωρική Σπεράντζα Βρανά στο νούμερο «Το τραμ το τελευταίο», κάνοντας τη θρυλική τότε πρωταγωνίστρια Μαρίκα Κοτοπούλη να του πει: «Έλα, Παναγιά μου! Πώς χώρεσε μωρέ σε αυτό το κορμάκι τόσο ταλέντο;».

 mixalakopoulos_2

Αν και αυτοδίδακτος, πήρε την άδεια ηθοποιού ως εξαιρετικό ταλέντο, καταλήγοντας στο «Πάνθεον» των σπουδαιότερων κωμικών της μεταπολεμικής Ελλάδας, παίζοντας σε ταινίες, όπως: «Το σωφεράκι», «Ο θησαυρός του μακαρίτη», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», «Οι γαμπροί της Ευτυχίας», «Η κόμισσα της φάμπρικας» «Ο γίγας της Κυψέλης» κ.ά.. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ακολούθησε τη συμβουλή του μέντορα του, Ορέστη Μακρή, παραμένοντας «σεμνός όσο ψηλά και αν φτάσει στην καλλιτεχνική του πορεία».

Ατάκες-σταθμός:

«Βιβλία πασατέμπους, δεν έχουμε.» (από τον «Θησαυρό του Μακαρίτη»)

«Εγώ σήμερα σκίζω γάτες! Εγώ σήμερα σκίζω Μαρίνες! Φερ' τε μου τη Μαρίνα να τη σκίσω! Φερ' τε μου τη Μαρίνα… να με σκίσει.» (από τον «Κλέαρχο, τη Μαρίνα και τον κοντό»)


Κώστας Βουτσάς

Απολαυστικός και με αξεπέραστο χιούμορ, ο Κώστας Βουτσάς δεν ήταν απλώς ένας σπουδαίος κωμικός, αλλά ένα κομμάτι της ελληνικής οικογένειας. Από τη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, απ' όπου αποφοίτησε το 1953, κατέληξε στα μπουλούκια και από εκεί στο θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου διέπρεψε, χάρη στο μπρίο, τις ατάκες του και την πληθωρική του μορφή (σε συνδυασμό με την αστείρευτη διάθεσή του για χορό).

 mixalakopoulos_2

Με μια καλλιτεχνική διαδρομή που κάλυψε επτά δεκαετίες, ο Βουτσάς έπαιξε σχεδόν όλους τους ρόλους, με κορυφαίες ταινίες τις εξής: «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Χαρτοπαίχτρα», «Κάτι να καίει», «Κορίτσια για φίλημα», «Νύχτα γάμου», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Ξυπόλητος Πρίγκηψ», «Το ανθρωπάκι» κ.ά..

Ατάκες-σταθμός:

«Φστ, μπόινγκ!» (από το «Κάτι να καίει»)

«Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» (από το «Κορίτσια για Φίλημα»)