Οι καλοί...«κακοί» του ελληνικού κινηματογράφου

Είναι ο μοχθηρός, αυτός που δεν αισθάνεται έλεος και συμπόνια, είναι ο ψυχρός, ο καταδότης, ο βασανιστής, ο κλέφτης, ο δολοφόνος, αυτός που είναι ικανός να σκοτώσει όποιον τον εμποδίσει να πετύχει τους στόχους του.

Πολλοί θεωρούν πως μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ενός ηθοποιού είναι να ενσαρκώσει τον ρόλο του «κακού» και πράγματι, όλες οι καλές ταινίες του κινηματογράφου οφείλουν την επιτυχία τους και στο γεγονός ότι εκτός από τον ήρωα, είχαν και έναν εκπληκτικό αντιήρωα ή έστω η πλοκή τους εξελισσόταν γύρω από ένα πρόσωπο, που αγαπάμε να μισούμε.

Στον ελληνικό κινηματογράφο πολλοί ήταν οι ηθοποιοί που ταυτίστηκαν – ή ακόμα και χαρακτηρίστηκαν – από τους ρόλους που έπαιζαν, γι’ αυτό και οι σκηνοθέτες ακολουθούν τις περισσότερες φορές την πεπατημένη και επιλέγουν τον ίδιο ηθοποιό για να ενσαρκώσει τον ίδιο ή κάποιον παρόμοιο χαρακτήρα.

Αρκετοί από τους λατρεμένους «κακούς», που είχαν τη δική τους αίγλη, έχουν μείνει στη μνήμη μας με το όνομα που τους γνωρίσαμε στη μεγάλη οθόνη, αν και στη ζωή τους ήταν το ακριβώς αντίθετο από τους χαρακτήρες που ενσάρκωσαν και, σε αρκετές περιπτώσεις, έκρυβαν τη δική τους ιστορία, παρά το γεγονός ότι το κοινό τούς ταύτιζε με προδότες, δωσίλογους και σκληρούς εκμεταλλευτές.

Ας δούμε, λοιπόν, ποιοι ήταν οι καλοί «κακοί» του σινεμά;

Δήμος Σταρένιος

 redford2

Γεννημένος στο Κάιρο και με αιγυπτιακή καταγωγή, ο Δήμος Σταρένιος έχει μείνει στη μνήμη πολλών για την περίφημη ατάκα «Μας αγαπάνε οι Γερμανοί, σαν φίλοι ήρθανε», που έλεγε στους Κρητικούς στην ταινία η «Χαραυγή της Νίκης» (1971). Στην πραγματικότητα, ο – κινηματογραφικά – φίλα διακείμενος προς τους Γερμανούς υπήρξε ένας ακραιφνής κομμουνιστής, ο οποίος πολέμησε τον κατακτητή μέσα από τις γραμμές του Ε.Α.Μ..

Όλη του αυτή η δράση δεν θα μπορούσε παρά να φέρει διώξεις, οι οποίες αναμφίβολα επηρέασαν την επαγγελματική του σταδιοδρομία, μιας και εκείνος δεν έκρυψε ποτέ τα πολιτικά του πιστεύω, με αποτέλεσμα να μην γίνει ποτέ του πρωταγωνιστής, παρά το ταλέντο του. Θρυλική θεωρείται η ερμηνεία του στη τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στο ρόλο του γερο-Λαδά.

Αρτέμης Μάτσας

 redford2

Ο Αρτέμης Μάτσας έκρυβε τη δική του τραγική ιστορία , καθώς παρά το γεγονός ότι έμεινε γνωστός για τους ρόλους του σπιούνου, του δωσίλογου και του μαυραγορίτη, στην Κατοχή κινδύνευσε να πεθάνει από τις κακουχίες και την αδενοπάθεια. Παράλληλα, οι Γερμανοί συνέλαβαν τον Εβραίο πατέρα του, ο οποίος δεν επέστρεψε ποτέ από το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το κοινό τον ταύτισε τόσο πολύ με τους κινηματογραφικούς του ρόλους, δημιουργώντας του προβλήματα, καταλήγοντας, μάλιστα, να φάει ξύλο στον δρόμο τουλάχιστον δύο φορές από θεατές. Ο ίδιος, άλλωστε, συνήθιζε να λέει: «Παίζω τόσο καλά τον καταδότη για να κάνω τον κόσμο να μισήσει τους καταδότες».

Σπύρος Καλογήρου

 redford2

Ο Σπύρος Καλογήρου, ο ηθοποιός με την τρεμάμενη φωνή και το άγριο παρουσιαστικό, ήταν ένας γλυκός, ήρεμος, ρομαντικός και ευαίσθητος άνθρωπος, που έγραφε ποιήματα στη γυναίκα του – επίσης ηθοποιό – Ευαγγελία Σαμιωτάκη, έχοντας μια εικόνα εκ διαμέτρου αντίθετη με τους μοχθηρούς χαρακτήρες που συνήθιζε να ενσαρκώνει. Ο Γιαμούρης στον «Αστραπόγιαννο» (1970), ο Αντώνης Βουρνάς στη «Μαρία της σιωπής» (1973), ο Σωτήρης Γαρμπής στη «Δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» (1969), ο Αρμάγος στη «Στεφανία» (1966), ο Γιακουμής στη «Μανταλένα» (1960), ο Μαύρος στη «Λόλα» (1964) με το πιο γρήγορο μαχαίρι της Τρούμπας και την ιστορική ατάκα «Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη» είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηριστικότερους ρόλους κακού που έπαιξε στον κινηματογράφο, αφήνοντας το στίγμα του.

Ανέστης Βλάχος

 redford2

Στη μνήμη του κοινού, ο Ανέστης Βλάχος έχει χαραχτεί ως ένας από τους κορυφαίους «κακούς» και «άγριους και άξεστους αγροίκους» του ελληνικού σινεμά. Στο ξεκίνημά του, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν πολλά και για να καλύπτει τα έξοδα, όταν δεν έπαιζε στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, εργαζόταν στην οικοδομή. Σε ένα μεροκάματο, στην προσπάθειά του να καρφώσει μια πρόκα, δεν πρόσεξε και τραυματίστηκε στο δεξί του μάτι, που τον οδήγησε στην απώλειά του λόγω μόλυνσης.

Συχνά ενσάρκωνε τον νταή, τον βιαστή, τον υποχθόνιο άνθρωπο της νύχτας, αλλά στη ζωή υπήρξε ένας γλυκός και ήσυχος άνθρωπος με κοινωνικές και πολιτικές ευαισθησίες. Καθιερώθηκε με την ταινία του Κώστα Μανουσάκη «Ο Φόβος» (1966), ενώ συγκλονιστικός ήταν και στην ταινία «Πόθοι στον καταραμένο βάλτο» (1966).

Γιώργος Φούντας

 redford2

Ο Γιώργος Φούντας, ο «μάγκας» του ελληνικού κινηματογράφου, αν και έπαιξε ουκ ολίγες φορές ρόλους κακών, υπήρξε ένας από τους πιο καλούς και αγαθούς ανθρώπους του χώρου, ενώ ήταν γνωστός για την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, αφού υπήρξε και παίκτης της ΑΕΚ.

Σε όλους μας έχει μείνει αθάνατη η ερμηνεία του στην ταινία «Στέλλα» (1955), με συμπρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, όπου λέει την περίφημη φράση «Φύγε, Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!», υποδυόμενος τον Μίλτο, έναν ποδοσφαιριστή και εγκληματία λόγω πάθους, ενώ συγκλονιστική παραμένει μέχρι σήμερα η ερμηνεία του στα «Κόκκινα Φανάρια» (1963), στο ρόλο του σκληρού Πειραιώτη προαγωγού της Τρούμπας.

Στέφανος Στρατηγός

 redford2

Μπορεί αρκετοί να θυμούνται τον Στέφανο Στρατηγό από την κωμική ταινία «Ο Ατσίδας» (1962) και την τακτική του «στρίβειν διά του αρραβώνος», αλλά η αλήθεια είναι πως κατά κύριο λόγο συνήθιζε να υποδύεται τον νταή, τον κακό, τον αδίστακτο, το μούτρο. Στη ζωή του υπήρξε ένας αγαπητός απ’ όλους άνθρωπος, που του άρεσε το διάβασμα. Ο Στέφανος Στρατηγός ήταν, με άλλα λόγια, ένας από τους δημοφιλέστερους καρατερίστες του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, που τον λάτρεψε το κοινό σ τα κινηματογραφικά έργα που εμφανίστηκε , όπως: «Κάθε λιμάνι και καημός» (1964), «Το Κάθαρμα» (1963), «Έγκλημα στο Κολωνάκι» (1959), «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» (1980).

Νίκος Τσαχιρίδης

 redford2

Ο Νίκος Τσαχιρίδης διακρίθηκε για τους ρόλους του νταή, του ανθρώπου του περιθωρίου στις ελληνικές ταινίες από την δεκαετία του 1960 ως τα μέσα τη δεκαετίας του 1980, ρόλους που τους έπαιξε με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το κοινό πίστευε πως κάπως έτσι θα είναι και στην ζωή, αλλά, παρόλα αυτά, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Είχε καταγωγή από τον Πόντο, έχασε από μικρός τον πατέρα του και αναγκάστηκε να βγει από νωρίς στη βιοπάλη, για να βοηθήσει την οικογένειά του, δουλεύοντας στην οικοδομή για το μεροκάματο. Το εισιτήριό του για τη μεγάλη οθόνη του δόθηκε από τον Νίκο Κούνδουρο το 1954, ο οποίος του έδωσε έναν ρόλο στη «Μαγική Πόλις» (1955). Ο Τσαχιρίδης, εκτός από ηθοποιός ήταν και ένας από τους δεινότερους κασκαντέρ του σινεμά.

Βαγγέλης Καζαν(τζόγλου)

 redford2

Ο Βαγγέλης Καζαντζόγλου, ευρύτερα γνωστός ως Βαγγέλης Καζάν, ήταν ένας σπουδαίος ηθοποιός, με μια μεγάλη γκάμα ρόλων και μια εξαιρετική υποκριτική δεινότητα. Δεν ήταν, άλλωστε, καθόλου τυχαίο πως τον είχε επιλέξει ο σπουδαίος Θόδωρος Αγγελόπουλος για μια σειρά από αριστουργήματά του, ενώ βραβεύτηκε και με το βραβείο Α΄ Ανδρικού ρόλου στον «Θίασο» (1975).

Από τον κατάσκοπο στον «Θίασο» του Αγγελόπουλου μέχρι και τον ταγματάρχη Παπαδόπουλο στον «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο» (1980), ο Καζάν έκλεβε πάντα την παράσταση, παραμένοντας παράλληλα ενεργός πολίτης, ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε θέματα παγκόσμιας ειρήνης και προστασίας του περιβάλλοντος, παίρνοντας μέρος σε ειρηνοδρομίες και μαραθωνίους, αυτοπροσδιοριζόμενος ως «περιπατητής».

Δημήτρης Μπισλάνης

 redford2

Ο Δημήτρης Μπισλάνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ήταν γνωστός για τους ρόλους του «κακού» και του αυστηρού υπερπροστατευτικού αδερφού, που συχνά ενσάρκωνε. Το παρουσιαστικό του ήταν ιδιαίτερα άγριο, είχε μπάσα φωνή, στοιχεία που τον έκαναν να ταιριάζει απόλυτα, με τους χαρακτήρες που έπαιζε. Αν και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 44 ετών, οι σημαντικές του ερμηνείες τον κατέταξαν στο πάνθεον των «κακών χαρακτήρων» του ελληνικού κινηματογράφου.

Τασσώ Καββαδία

 redford2

Η Τασσώ Καββαδία, με κάθε βεβαιότητα, κρατούσε τα σκήπτρα της «κακιάς» του ελληνικού κινηματογράφου, της μοχθηρής, της βλοσυρής, της στριμμένης πεθεράς, της καταπιεστικής μητέρας και της ύπουλης αδελφής. Το πρόσωπό της άδειαζε από κάθε συναίσθημα, αποκτούσε μπλαζέ ύφος, ικανό να κατακεραυνώσει όποιον τολμούσε να κοιτάξει τον πολύτιμο γιο ή αδερφό της.

Στην πραγματικότητα, όμως, υπήρξε μια πολύ γλυκιά γυναίκα, διακριτική με κλασικές σπουδές και μόρφωση, που περιελάμβανε πιάνο, ζωγραφική και διακόσμηση στο Παρίσι, σκηνογραφία και ενδυματολογία κοντά στο Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης κοντά στον Κάρολο Κουν.

*Πηγές Φωτογραφιών: Finos Film και Καραγιάννης - Καρατζόπουλος