
Θανάσης Βέγγος: Ο «καλός μας άνθρωπος» που έκανε τον κόσμο να γελά
- Παναγιώτα Απέργη - 16 Ιουνίου 2024
Ο Θανάσης Βέγγος, το μοναχοπαίδι του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγκου, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο, γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου 1927. Τα παιδικά του χρόνια ήταν αρκετά δύσκολα, λόγω της πολιτικής δράσης του πατέρα του, ο οποίος οργανώθηκε στο ΕΑΜ και πήρε μέρος στη μάχη και τη διάσωση του εργοστασίου της Ηλεκτρικής, όπου εργαζόταν ως τεχνικός.
Μάλιστα, η απόλυση του πατέρα του, ο οποίος εκδιώχθηκε μεταπολεμικά από τη δουλειά του, προκάλεσε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια και ο μικρός τότε Θανάσης αναγκάστηκε να ριχτεί στον αγώνα για το μεροκάματο για να βοηθήσει την οικογένειά του. Μέχρι το τέλος, όμως, της ζωής του, μεγάλο παράπονο του είχε μείνει ότι όταν κατάφερε να βγάζει χρήματα για να προσφέρει καλύτερη ζωή στον ήρωά του, τον πατέρα του, εκείνος είχε «φύγει».

Ως παιδί ΕΑΜίτη, ο Βέγγος εστάλη να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ως persona non grata στη Μακρόνησο, όπου παρέμεινε για τεσσεράμισι χρόνια, κάνοντας άοπλη θητεία. Επί της ουσίας, όλη τη μέρα κουβαλούσε και έσπαγε πέτρες, ζώντας μέσα στη σκόνη, με το καθημερινό αυτό μαρτύριο να του κληροδοτεί την εμμονή του για καθαριότητα.
Παρά τη σκληρή ζωή στη Μακρόνησο, ο Βέγγος γνώρισε τον επίσης «δεσμώτη» του νησιού, Νίκο Κούνδουρο, ο οποίος του έδωσε το μεγάλο του εισιτήριο για τον χώρο του θεάματος. Ο πρώτος κινηματογραφικός ρόλος ήρθε το 1954 με την ταινία «Μαγική Πόλη» του Κούνδουρου, ενώ συνέχισε να παίζει μικρούς ρόλους σε ταινίες που άφησαν εποχή, όπως «Ο δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα», «Ο Ηλίας του 16ου» κ.ά..
Το 1959, μετά από εξετάσεις σε ειδική επιτροπή, κατάφερε να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ως εξαιρετικό ταλέντο χωρίς να αποφοιτήσει από δραματική σχολή, ενώ κέρδισε και τον πρώτο μεγάλο του ρόλο στην ταινία «Περιπλανώμενοι Ιουδαίοι» πλάι στον Νίκο Σταυρίδη.

Μέσα στα επόμενα χρόνια, ο Βέγγος άρχισε να αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου ανθρώπου, με τις ταινίες «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα» να τον καθιερώνουν και να τον κάνουν δημοφιλή στο ελληνικό κοινό.
Ωστόσο, το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησε στη δημιουργία της δικής του εταιρείας παραγωγής, που ονόμασε «ΘΒ- ταινίες γέλιου», ώστε να γυρίζει τις ταινίες με απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία. Σε μια εποχή που το φιλμ ήταν κάτι παραπάνω από ακριβό και δεν υπήρχαν τα βίντεο, γύριζε πολλές φορές την ίδια σκηνή μέχρι να πετύχει το αποτέλεσμα που ήθελε, αγγίζοντας την τελειότητα.
Όμως, παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδα παραγωγής και η εταιρεία οδηγήθηκε σε κλείσιμο, γεγονός που του στοίχισε τόσο ψυχικά όσο και οικονομικά.
Η ανάκαμψή του ήρθε με τη συνεργασία που έκανε με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, ο οποίος τον ενέπνευσε καλλιτεχνικά, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μαζί σημαντικές ταινίες, που βραβεύτηκαν, μεταξύ των οποίων και το «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;», που κέρδισε διθυράμβους από κοινό και κριτικούς, αλλά και το «Θανάση, πάρε το όπλο σου!», που του χάρισε το βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Με τα χρόνια, η θεματολογία των ταινιών του μετατοπίστηκε προς πιο κοινωνικά ζητήματα, κάτι που αποτυπώνεται και από την εμφάνισή του σε ταινίες του Παντελή Βούλγαρη και του Θόδωρου Αγγελόπουλου, με εμβληματικότερους τους ρόλους του Αντώνη στη σπονδυλωτή ταινία «Όλα είναι δρόμος» και του παππού στο «Ψυχή Βαθιά», όπου παρά την ολιγόλεπτη συμμετοχή του, η ερμηνεία του ήταν καθηλωτική. Χαρακτηριστική, άλλωστε, είναι και η ατάκα του «Έλληνες να ντουφεκάνε Έλληνες», η οποία συμπυκνώνει όλη τη φρίκη του εμφύλιου πολέμου.
Στην τηλεόραση πρωταγωνίστησε σε ελάχιστες σειρές, με κυριότερες τα «Βεγγαλικά» και το «Περί ανέμων και υδάτων», όπου έκανε ένα αχτύπητο δίδυμο με τη σπουδαία Δέσποινα Μπεμπεδέλη, ενώ στο θέατρο είχε αρκετά πλούσια παρουσία.

Ο αυτοδίδακτος «καλός μας άνθρωπος», που τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και με τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, στις 3 Μαΐου 2011, κάνοντας τον χώρο του πολιτισμού φτωχότερο.
Παρόλα αυτά η παρακαταθήκη του υπήρξε αδιαμφισβήτητη, όπως και η αγάπη του για τη γυναίκα του, την Ασημίνα Καρύδη, με την οποία απέκτησαν δυο γιούς, τον Βασίλη και τον Χάρη.
Αναπολώντας τη ζωή του, o μεγάλος Θανάσης Βέγγος συνήθιζε να λέει: «Κρατώ ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω».
Πηγή φωτογραφιών: Finos Film