
Κάρμεν: Η θρυλική όπερα που δίχασε τη γαλλική κοινωνία
- Παναγιώτα Απέργη - 31 Μαΐου 2025
Η εμβληματική όπερα, που ανέβηκε για πρώτη φορά στις 3 Μαρτίου του 1875 στην Opéra Comique του Παρισιού, με την υψίφωνο Σελεστίν Γκαλί-Μαριέ να βρίσκεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ερμηνεύοντας τα λιμπρέτα που έγραψαν οι Ανρί Μεγιάκ και Λιντοβίκ Αλεβί, βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Γάλλου συγγραφέα και αρχαιολόγου Προσπέρ Μεριμέ, την οποία είχε εμπνευστεί από σκανδαλώδεις ιστορίες που είχε συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Ισπανία.
Η ερωτική, πλην όμως δραματική, ιστορία μας μεταφέρει στη Σεβίλλη, γύρω στο 1800, όπου ζει και εργάζεται σε ένα εργοστάσιο τσιγάρων απέναντι από το φρουραρχείο της πόλης η πανέμορφη τσιγγάνα, που είναι γνωστή για το φωτεινό χαμόγελο και το ηδυπαθές της βλέμμα, αλλά και την τάση της να υπόσχεται πολλά χωρίς να δίνει τίποτα. Αν και όλοι οι στρατιωτικοί τη θαυμάζουν, ο μόνος που μένει, αρχικά, αδιάφορος από τη γοητεία της είναι ο Δον Χοσέ. Ωστόσο, η Κάρμεν θα κάνει τα πάντα για να τον ρίξει στα δίχτυα της, με εκείνον, κεραυνοβολημένο από τον έρωτα, να εγκαταλείπει την παιδική του αγάπη και από στρατιωτικός να καταλήγει επικηρυγμένος.
Όμως, η Κάρμεν, για χάρη της οποίας άλλαξε όλη του τη ζωή, τον εγκαταλείπει για τον φημισμένο ταυρομάχο Εσκαμίγιο, με τον Δον Χοσέ, τυφλωμένο από το πάθος, σε μια κρίση ζηλοτυπίας να μαχαιρώνει την πανέμορφη τσιγγάνα στην καρδιά, την ώρα που το πλήθος πανηγυρίζει τη νίκη του Εσκαμίγιο, ο οποίος θανατώνει έναν ταύρο.

Στην πρεμιέρα του, το έργο δεν έτυχε ιδιαίτερης επιτυχίας, καθώς οι περισσότερες κριτικές ήταν αρνητικές, ενώ το γαλλικό κοινό παρέμεινε συναισθηματικά αμέτοχο στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, δεδομένου ότι δεν ασχολούνταν με την καθημερινότητα των εξαθλιωμένων ανθρώπων. Άλλωστε, τα ήθη της εποχής, δεν ήθελαν τις γυναίκες να καπνίζουν δημόσια, να παλεύουν ή να είναι σεξουαλικά ελεύθερες, ούτε, φυσικά, μια περιθωριακή γυναίκα μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο να… «απειλεί» τα θεμέλιά της ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
Ωστόσο, η τάση του Μπιζέ να αντιπαραβάλει αντίθετους κόσμους, μετατρέποντας σε πρωταγωνιστές απλούς στρατιώτες, εργάτριες και χωριάτες, σταδιακά κέρδισε την Ευρώπη και, εν τέλει, όλο τον κόσμο, ανοίγοντας νέους δρόμους στο λυρικό είδος. Δυστυχώς όμως ο συνθέτης δεν πρόλαβε να χαρεί την επιτυχία του, αφού πέθανε στις 3 Ιουνίου του 1875, από καρδιακή προσβολή, λίγους μήνες πριν από το θρυλικό ανέβασμα της όπεράς του στη Βιέννη.
Στο μεταξύ, ο Μπιζέ κατάφερε να εξασφαλίσει τον θαυμασμό των ομοτέχνων του για την «Κάρμεν», με ενδεικτικό παράδειγμα τον Πιότρ Τσαϊκόφσκι, ο οποίος την αποκάλεσε «ένα απ' αυτά τα σπάνια έργα που εκφράζουν τις προσπάθειες μια ολόκληρης μουσικής εποχής». Παράλληλα, ο Γιόχαν Στράους συνήθιζε να συμβουλεύει τους νέους συνθέτες που μάθαιναν την τέχνη της ενορχήστρωσης σημειώνοντας: «μην μελετάτε τις παρτιτούρες του Βάγκνερ, μελετήστε την Κάρμεν... Τί υπέροχη οικονομία και πώς κάθε νότα και παύση βρίσκονται στη σωστή τους θέση».
Μάλιστα, η ιστορία θέλει τον Γιοχάνες Μπραμς να έχει παρακολουθήσει την «Κάρμεν» τουλάχιστον είκοσι φορές, δηλώνοντας πρόθυμο να πάει στην άκρη του κόσμου προκειμένου ν' αγκαλιάσει τον Μπιζέ, ενώ ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, που σπανιότατα επαινούσε άλλους συνθέτες, όταν είδε τη θρυλική όπερα, στις 15 Νοεμβρίου του 1875, αναφώνησε: «Εδώ, δόξα τω Θεώ, υπάρχει επιτέλους για αλλαγή, κάποιος με ιδέες στο κεφάλι του!».
Στην Ελλάδα, η «Κάρμεν» ανέβηκε για πρώτη φορά στο Δημοτικό Θέατρο Πατρών, το 1900, μαγεύοντας το κοινό με την εμπνευσμένη από λαϊκά ισπανικά μοτίβα μουσική, αλλά και την επιδεξιότητα του Μπιζέ να αποδώσει μουσικά όλα τα συναισθήματα και τα ερωτικά βάσανα των χαρακτήρων.