Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Πολλοί λάτρεις των fados ισχυρίζονται ότι οι ρίζες τους αποτελούν ένα αρμονικό «πάντρεμα» της μουσικής των σκλάβων της Αφρικής και των Μαυριτανών, συνυφασμένες με την παραδοσιακή μουσική των Πορτογάλων ναυτών και με την αραβική επιρροή να είναι διάχυτη. Παρόλα αυτά, οι ρίζες της μουσικής των fados βρίσκονται κάπου στον 15ο αιώνα, με τα τραγούδια επί της ουσίας να καθιερώνονται κατά τον 18ο αιώνα, με τη λέξη fado να σημαίνει, στα πορτογαλικά, τη μοίρα, το πεπρωμένο.

Τα fados, σήμα κατατεθέν της χώρας, συντρόφευσαν τον λαό της σε εύκολους και δύσκολους καιρούς για πάνω από διακόσια χρόνια, συνδέθηκαν άρρηκτα με τα βάσανα και τη φτώχεια του, με το χωρισμό, τον πόνο, την αβεβαιότητα, τον έρωτα, αλλά και την ίδια τη ζωή, καθώς τόσο η μουσική όσο και οι στίχοι αποπνέουν αίσθημα χαρμολύπης και πολύ συχνά το περιεχόμενό τους αναφέρεται στη θάλασσα και τα ταξίδια των ναυτικών, για ανεκπλήρωτους πόθους και έρωτες.
Όπως είπε η Αμάλια Ροντρίγκες, η πιο ονομαστή από όλες τις τραγουδίστριες των fados: «Εμείς οι Πορτογάλοι τα επινοήσαμε, επειδή έχουμε πολλά για να παραπονιόμαστε. Από τη μία πλευρά έχουμε τους Ισπανούς με τα σπαθιά τους, από την άλλη υπάρχει η θάλασσα, που ήταν άγνωστη και φοβερή. Όταν οι άνθρωποι σάλπαραν, περιμέναμε και υποφέραμε, οπότε τα fados είναι ένα παράπονο».
Η μουσική των fados, αν και ξεκίνησε ως ένα κράμα πορτογαλικής και βραζιλιάνικης μουσικής, που ακουγόταν κυρίως στα σαλόνια της αριστοκρατίας, ουσιαστικά δημιουργήθηκε στις φτωχογειτονιές της Λισαβόνας, στα καταγώγια της εποχής, στις tascas, τα ταβερνάκια του απλού λαού, στα λαϊκά στέκια της Αλφάμα, της Μουραρία και της Μαντραγκόα, εκεί όπου μαζεύονταν έμποροι, οικογένειες ψαράδων, ναυτικοί, λωποδύτες, λαθρέμποροι και περιθωριακοί.
Με την πάροδο των χρόνων, τα fados, από τραγούδια του λαού, με πολιτικοποιημένο και συχνά σοσιαλιστικό προσανατολισμό, άλλαξαν άρδην περιοχόμενο, όταν επιβλήθηκε, το 1926, η δικτακτορία, με επικεφαλής τον Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ. Έτσι με διάφορους νόμους που φηφίστηκαν, επιβλήθηκε λογοκρισία στους στίχους και τα fados πλέον τραγουδιόνταν αποκλειστικά σε καθώς πρέπει μαγαζιά. Αργότερα, σε μια προσπάθεια ανάπτυξης δημόσιων σχέσεων με τον πορτογαλικό λαό, το δικτατορικό καθεστώς καλλιέργησε τη δημιουργία στίχων που θα αφορούσαν τις λαϊκές παραδόσεις, τον έρωτα, την οικογενειακή ζωή, αλλά χωρίς καμιά πολιτική αναφορά.

Τα fados είναι δυο ειδών: αυτά της Κοΐμπρα, που θεωρούνται πιο εκλεπτυσμένα και προέρχονται από τις ακαδημαϊκές παραδόσεις του πανεπιστημίου της πόλης, αλλά και της Λισαβόνας, που είναι και τα δημοφιλέστερα, έχουν λίγο πιο εύθυμο ρυθμό και τραγουδιούνται τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες σε δημόσιους χώρους ή στα «σπίτια των Fados» (Casas de Fados).
Τα fados της Κοΐμπρα, τα οποία διατηρήθηκαν από φοιτητές του πανεπιστημίου της πόλης, δεν επηρεάστηκαν από τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, αλλά ερμηνεύονταν πάντα μόνο από άντρες, οι οποίοι φορούσαν μαύρα κοστούμια όπως κι οι μουσικοί που τους συνόδευαν, παίζοντας πορτογαλική κιθάρα. Μάλιστα, το σύνολο τραγουδιστών και μουσικών, που ονομάζεται tuna, υπάρχει σε όλα τα πανεπιστήμια της Πορτογαλίας.
Τα fados της Λισαβόνας, που είναι και τα πλέον διαδεδομένα, κυριαρχούνται από τον ήχο της πορτογαλικής κιθάρας, ενός δωδεκάχορδου μαντολίνου, με ξεχωριστό στυλ παιξίματος, ενώ συχνά συνοδεύονται από κιθάρα, μπαντονεόν, αερόφωνο, ακορντεόν και βιολί.

Η πρώτη μεγάλη τραγουδίστρια fados ήταν η Μαρία Σεβέρα, που έζησε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η φήμη της ήταν τέτοια, ώστε χρόνια αργότερα, πολλοί στίχοι fados αναφέρονται ονομαστικά σε αυτήν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «fado da Severa». Τη σκυτάλη πήρε η μυθική Αμάλια Ροντρίγκεζ, που συνήθιζε να τραγουδά ντυμένη με ένα μαύρο σάλι και συνοδευόμενη μόνο από δύο κιθάρες. Αυτή ήταν και η αδιαμφισβήτητη «βασίλισσα των fados», μια βασίλισσα, καταγόμενη από πολύ φτωχή οικογένεια, που γρήγορα κατέκτησε όλο τον κόσμο, κάνοντας τα fados να ταξιδεύσουν από τη Βραζιλία ως την Ιαπωνία και από τις αποικίες της Αφρικής στον Καναδά. Το 2001, δυο χρόνια μετά τον θάνατό της, η Ροντρίγκεζ ήταν η πρώτη γυναίκα που ενταφιάστηκε στο Εθνικό Πάνθεον, δίπλα στις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Πορτογαλίας.
Κατά τη δεκαετία του ’90, η νέα γενιά καλλιτεχνών έφερε ξανά στο προσκήνιο τα τραγούδια αυτά, ενστερνιζόμενοι το παλιό στιλ των fados, προσθέτοντας, ωστόσο, τις δικές τους μοντέρνες πινελιές. Μάλιστα, η Ντούλτσε Πόντες ανέμειξε την παραδοσιακή με τη σύγχρονη πορτογαλική μουσική, ενώ η Κριστίνα Μπράνκο και το συγκρότημα Μαντρεντέους πρόσθεσαν μουσικά όργανα και νέους ρυθμούς, διατηρώντας από τα παραδοσιακά φάντο το μελαγχολικό τους στυλ και την αίσθηση του saudade, του φιλότιμου.