Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images


Μια από τις μεγαλύτερες μουσικές διάνοιες όλων των εποχών, ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν υπήρξε ένας μουσικός συνδετικός κρίκος που έφερε σε επαφή τον 18ο με τον 19ο αιώνα, με τη μουσική του να είναι γνώριμη ακόμη και σε όσους δεν είναι μυημένοι στη λεγόμενη κλασική μουσική.

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν γεννήθηκε το 1770 στη Βόννη, με την ακριβή ημερομηνία της γέννησής του να παραμένει άγνωστη, αν και ο ίδιος είχε αποδεχτεί τη 16η Δεκέμβρη, μία μέρα δηλαδή νωρίτερα από τη βάπτισή του στις 17 Δεκέμβρη, καθώς, σύμφωνα με το έθιμο της εποχής, οι Καθολικοί της Ρηνανίας είχαν τη συνήθεια να βαπτίζουν τα παιδιά τους εντός 24 ωρών από τη γέννηση τους.

 beethoven_2

Στην οικογένεια του υπήρχε έντονα το μουσικό υπόβαθρο, καθώς ο πατέρας του, που ήταν και ο πρώτος δάσκαλός του, ήταν τραγουδιστής και, μάλιστα, πολύ καλός γνώστης του βιολιού. Η κλίση του πατέρα του προς το ποτό και η βίαιη συμπεριφορά του, έκαναν τον μικρό τότε Μπετόβεν να κλειστεί στον εαυτό του, με τη διδασκαλία του να είναι αρκετά βάναυση, δεδομένου ότι συχνά έπεφτε θύμα ψυχολογικής και σωματικής βίας. Σύντομα, όμως, κατάφερε να μελετήσει πλάι σε έναν από τους πιο φημισμένους μουσικοπαιδαγωγούς της εποχής, τον Κρίστιαν Γκότλομπ Νεφ, ο οποίος του δίδαξε την τεχνική του εκκλησιαστικού οργάνου και τους βασικούς κανόνες της αρμονίας και της σύνθεσης.

Με τη βοήθεια του Νεφ, ο Μπετόβεν κατόρθωσε, στην ηλικία των 13, να γράψει την πρώτη ολοκληρωμένη σύνθεσή του, η οποία και εκδόθηκε. Η σημαντικότερη στιγμή στη ζωή του ήταν η μετάβασή του στη Βιέννη, για να σπουδάσει σύνθεση, πλάι στον διάσημο εκείνη την εποχή Γιόζεφ Χάυντν, με τον Μπετόβεν να αναπτύσσει τις ικανότητές του στη σύνθεση και να κατακτά την τεχνική και την αισθητική των έργων των δύο σημαντικότερων εκπρόσωπων του κλασικισμού, του Χάυντν και του Μότσαρτ, διαμορφώνοντας, παράλληλα, και τη φήμη του ως διάδοχος του Μότσαρτ.

Η φήμη και η απώλεια της ακοής

Στην «πρωτεύουσα της μουσικής», τη Βιέννη, ο Μπετόβεν άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά της μουσικής ιεραρχίας, αρχικά, ως βιρτουόζος πιανίστας και στη συνέχεια ως συνθέτης. Αρκετοί ήταν εκείνοι που πλήρωναν αδρά για να παραγγείλουν ένα έργο του ή να κρατήσουν στην ιδιοκτησία τους μια από τις μουσικές του συνθέσεις, πριν να εκδοθούν, ενώ πολλοί ήθελαν να συγκαταλέγονται ανάμεσα στους χρηματοδότες του διάσημου συνθέτη, γεγονός που του διασφάλιζε την εύκολη παραμονή του στη Βιέννη.

Οι εκδότες της εποχής, πάλι, ανταγωνίζονταν για το ποιος θα εξασφάλιζε την έκδοση του επόμενου έργου του Μπετόβεν, γεγονός που του απέφερε αρκετά χρήματα. Οι συναυλίες που έδινε, ιδίως τα πρώτα χρόνια, ήταν μεγάλης οικονομικής επιτυχίας, ενώ σε ορισμένες η φήμη του τού επέτρεπε να αξιώνει εισιτήριο τριπλάσιο από το συνηθισμένο.

Παρόλα αυτά, η ζωή του σημαδεύτηκε ανεπανόρθωτα, όταν, σε ηλικία 29 ετών, άρχισε να ταλαιπωρείται από εμβοές και να χάνει την αίσθηση της ακοής, μέχρι που δεν μπορούσε να ακούσει απολύτως τίποτα. Η αιτία δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ, αν και κάποιοι υποστήριξαν πως κύριος υπεύθυνος ήταν ο τύφος, μία αρρώστια που φαίνεται να είχε προσβάλει τον Μπετόβεν. Άλλοι πάλι θεώρησαν ως αιτία τη συνήθειά του να βουτάει το κεφάλι του σε παγωμένο νερό.

Έπειτα από την απώλεια της ακοής, αναγκάσθηκε να αποσυρθεί από τη διεύθυνση της ορχήστρας και επιδόθηκε στη σύνθεση, ενώ σταδιακά άρχισε να μην εμφανίζεται και σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Η κώφωση, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε, παρά τα σοβαρά προβλήματα που πολλές φορές δεν τον άφηναν να πραγματοποιήσει ούτε μια απλή συζήτηση, να ασχοληθεί με τη μουσική που τόσο αγαπούσε. Η επικοινωνία του την τελευταία δεκαετία της ζωής του πραγματοποιούνταν μέσα από τα «τετράδια συζητήσεων» στα οποία οι φίλοι του έγραφαν τι ήθελαν να του πουν και ο ίδιος απαντούσε είτε λεκτικά, είτε γράφοντας μέσα σε αυτά.

Οι περίοδοι της μουσικής του δημιουργίας και το τέλος

Η μουσική καριέρα του Μπετόβεν μπορεί να χωριστεί σε 3 περιόδους: την πρώιμη ως και το 1802, τη μεσαία από το 1802 έως το 1812 και την τελευταία από το 1812 μέχρι και τον θάνατό του, το 1827. Οι πρώτες σονάτες που συνέθεσε ήταν αφιερωμένες στον Χάυντν, στον σημαντικότερο δάσκαλό του, και χαρακτηρίζονται από μεγάλες ομοιότητες με αντίστοιχες συνθέσεις του Χάυντν, ενώ τα πρωτόλειά του διακρίνονται γενικά από συχνές εναλλαγές στη δυναμική και έντονες αντιθέσεις ή εξάρσεις.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης δημιουργικής περιόδου του, αναγνωρισμένος σε ολόκληρη την Ευρώπη ως συνθέτης και πιανίστας, ο Μπετόβεν ανέπτυξε ένα περισσότερο προσωπικό ύφος, το οποίο χαρακτηρίζεται συχνά ως «ηρωικό». Η περίοδος αυτή ξεκίνησε με την «3η Συμφωνία», μια σύνθεση με εμβατηριακό χαρακτήρα και σημείο αναφοράς τη Γαλλική Επανάσταση. Η «Συμφωνία της Μοίρας» είναι η διασημότερη από τις συμφωνίες του και ένα από τα δημοφιλέστερα και συχνότερα παιγμένα έργα κλασικής μουσικής, ενώ η «6η Συμφωνία, γνωστή και ως «Ποιμενική» αποτελεί έναν ύμνο στη φύση.

Οι συνθέσεις της τρίτης περιόδου είναι μεγαλοπρεπείς και με μεγαλύτερο πνευματικό βάθος, με τον Μπετόβεν να χρησιμοποιεί συχνά το στοιχείο των παραλλαγών Diabelli, που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για αρκετά έργα της ρομαντικής περιόδου. Η τελευταία περίοδος της μουσικής του δημιουργίας χαρακτηρίζεται από την ολοκλήρωση της «9ης Συμφωνίας», στην οποία υπάρχει ένα στοιχείο καινοτομίας που είναι η χρήση χορωδίας και τεσσάρων μονωδών στην μελοποίηση του ποιήματος «Ωδή στη Χαρά» του Σίλερ.

Συνολικά, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του συνέθεσε 9 συμφωνίες, 32 σονάτες για πιάνο, 15 κουαρτέτα, την όπερα «Φιντέλιο», εισαγωγές και δραματική μουσική, την περίφημη «Missa solemnis», έργα θρησκευτικής αντιστικτικής μουσικής, το ορατόριο «Ο Χριστός στο όρος των Ελαιών», ένα κοντσέρτο για βιολί, 5 κονσέρτα για πιάνο, κουαρτέτα κ.ά..

Ζώντας σε μια εποχή πολλών αστικών επαναστάσεων, ο Μπετόβεν επηρεάστηκε από το ρεύμα του «Διαφωτισμού», από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και από άλλα γεγονότα της περιόδου εκείνης, χωρίς να γίνει ποτέ του υπηρέτης των ηγεμόνων. Ο σπουδαίος συνθέτης άφησε την τελευταία του πνοή στις 26 Μαρτίου 1827, μέσα στο σπίτι του στη Βιέννη, εν τω μέσω μίας φοβερής καταιγίδας.