Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images


Ο Μάνος Χατζιδάκις χαρακτηρίστηκε ως μια από τις μεγαλύτερες μουσικές ιδιοφυίες της Ελλάδας. Η κληρονομιά και η συμβολή του στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό είναι αδιαμφισβήτητες, καθώς με τη μουσική του, μεστή συναισθημάτων, αναμνήσεων και εικόνων, η ελληνική κουλτούρα ταξίδεψε σε κάθε άκρη του κόσμου.

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως συνήθιζε να λέει και ο ίδιος. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, που πρόσφερε νομικές υπηρεσίες σε καπνεμπορικές επιχειρήσεις, σε μια περίοδο που η Ξάνθη, όπως και άλλες όμορες πόλεις, ζούσε τη μεγάλη άνθηση του καπνεμπορίου.

 xatzidakis _2

Το άνετο, λοιπόν, οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα χρόνια, του έδωσε τη δυνατότητα να ξεκινήσει τη μουσική του εκπαίδευση σε ηλικία τεσσάρων ετών, εκπαίδευση που περιελάμβανε μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Άννα Αλτουνιάν, ενώ, παράλληλα, εξασκούνταν στο βιολί και στο ακορντεόν. Σύντομα, όμως, η ζωή του ανατράπηκε, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να ζήσουν χωριστά και ο ίδιος με τη μητέρα του και την αδελφή του μετακόμισαν στην Αθήνα.

Η ζωή στην Αθήνα και τα χρόνια της Κατοχής

Στην Αθήνα, ο Χατζιδάκις ήρθε αντιμέτωπος με το πρόβλημα του βιοπορισμού και το φάντασμα της ανέχειας. Πολύ σύντομα, ο πατέρας του πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα, ενώ, λίγο αργότερα, η έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έφερε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια, οδηγώντας την στην απόλυτη φτώχεια. Ο νεαρός τότε Χατζιδάκις αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές για να συνδράμει οικονομικά στα έξοδα του σπιτιού, με μερικές από αυτές να είναι: φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου, αλλά και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Μάλιστα, οι τραυματισμένοι φαντάροι, που είχαν επιστρέψει από το αλβανικό μέτωπο, ήταν και το πρώτο του μουσικό κοινό!

Παράλληλα με αυτές τις δουλειές, συνέχισε και την ενασχόλησή του με τη μουσική, κάνοντας ιδιαίτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο, μια σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής.

Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον επίσης κορυφαίο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον ανέπτυξαν μια ισχυρή φιλία, η οποία διεκόπη μόνο με τον θάνατό του.

Η γνωριμία με ανθρώπους των Τεχνών και των Γραμμάτων

Μετά το τέλος της Κατοχής, ο Χατζιδάκις ήρθε σε επαφή με πολλούς καλλιτέχνες και διανοούμενους της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι συνέβαλαν στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Μεταξύ αυτών ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός, αλλά και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Ο Νίκος Γκάτσος, μάλιστα, παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ο μεγαλύτερος δάσκαλός του και ο πιο ακριβός του φίλος.

 xatzidakis _3

Σταθμό για την καριέρα του έπαιξε η γνωριμία του με τον Κάρολο Κουν, με τον οποίο, επίσης, είχε αναπτύξει μια καλή σχέση. Έτσι, το 1944, σε ηλικία μόλις 19 ετών, ο Χατζιδάκις έκανε την πρώτη του σύνθεση για μια θεατρική παράσταση στο νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγική και διήρκεσε περίπου δεκαπέντε χρόνια, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, γράφοντας μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες.

Το όραμα του για τη μουσική τον οδήγησε σύντομα σε συνεργασία με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, στο οποίο επί σειρά ετών ήταν ένας από τους βασικούς συνεργάτες, και, λίγο αργότερα, άρχισε και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ.

Η μουσική επένδυση ταινιών και το Όσκαρ

Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, ο Χατζιδάκις άρχισε να συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, δημιουργώντας μερικά από τα γνωστότερα μουσικά του έργα και το 1961 κατόρθωσε να κάνει κάτι που λίγοι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν καταφέρει: να κερδίσει ένα βραβείο Όσκαρ.

Το 1961, το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» του χάρισε το Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής, μέχρι και σήμερα θεωρείται ένα από τα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα. Η βράβευση αυτή έδωσε στον Χατζιδάκι παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία, αρχικά, προσπάθησε να διαχειριστεί και στη συνέχεια να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερεί τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος τη σχέση του με το κοινό του.

Χρόνια αργότερα, μάλιστα, ο ίδιος δήλωνε δημόσια ότι δεν θέλει πια να τον συνδέουν με αυτά τα έργα, τα οποία, ωστόσο, είναι αυτά που τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό και παραμένουν εμβληματικά, ως αποδείξεις του σπουδαίου ταλέντου του και ως αναπόσπαστα κομμάτια της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου.

Το λαϊκό τραγούδι και οι θέση του για τον νεοναζισμό

Όπως πολλοί συνήθιζαν να λένε, ο Χατζιδάκις σεβόταν τους συνεργάτες του, ενίσχυε και ενθάρρυνε τους νεότερους, δίνοντας τους χώρο.

Ο Χατζιδάκις έζησε ολόκληρη τη ζωή του μακριά από κάθε είδους συμβατικότητες και κατεστημένα και, ήδη από το 1948, είχε δώσει δείγματα του τρόπου σκέψης του και του πως βλέπει τη μουσική και τη ζωή, με την ιστορική του διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι να ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι, άλλωστε, που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, ήταν απαγορευμένο και παράνομο και ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης με τη διάλεξή του έδωσε μια προοπτική στην ελληνική μουσική. Όπως συνήθιζε να λέει «περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, τη σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα» .

Σταθμό για το πνευματικό του έργο υπήρξε και η ιδιαίτερη μνεία του να μιλήσει στην ελληνική νεολαία για το φάντασμα του νεοναζισμού που είχε αρχίσει να επεκτείνεται, για άλλη μια φορά, πάνω από την Ευρώπη, θέλοντας να επισημάνει στους νέους τους κινδύνους και το πώς να αμυνθούν εναντίον του.

 xatzidakis _5

Έτσι, καταπιάστηκε με τη συγγραφή ενός συγκλονιστικού και διαχρονικού μανιφέστου, το οποίο τιτλοφορήθηκε ως «Σκέψεις και παρατηρήσεις για το αναζωογονημένο φαινόμενο του νεοναζισμού». Το κείμενο γράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1993 και δημοσιεύτηκε στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας με έργα Βάιλ, Λιστ και Μπάρτον που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων, η ορχήστρα που ίδρυσε το 1989 ο Χατζιδάκις, οραματιζόμενος ένα εκλεκτό μουσικό σύνολο, που θα παρουσίαζε πρωτότυπα προγράμματα.

«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια», έλεγε.

Το πολύτιμο μουσικό έργο του περιλαμβάνει: 61 έργα για το θέατρο, 10 για το αρχαίο δράμα, 77 για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες.