Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Η Μαρία Ίλβα Μπιολκάτι, ευρύτερα γνωστή στο κοινό ως Μίλβα, γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1939 στο χωριό Γκόρο της βόρειας Ιταλίας. Η μεγάλη καριέρα της ξεκίνησε πριν κλείσει τα 20 της χρόνια, καθώς ήρθε πρώτη ανάμεσα σε 7.600 καλλίφωνους Ιταλούς και Ιταλίδες που πήραν μέρος σε έναν διαγωνισμό της RAI.
Έχοντας γίνει γνωστή μέσα από το δημοφιλές φεστιβάλ τραγουδιού του Σαν Ρέμο, που ανέδειξε μεγάλα ονόματα του ιταλικού τραγουδιού, το 1962 έγινε η πρώτη Ιταλίδα τραγουδίστρια που τόλμησε να τραγουδήσει το ρεπερτόριο της Εντίθ Πιαφ στο θέατρο Olympia του Παρισιού, μαγεύοντας τον Τύπο της εποχής και το κοινό.

Το αποτέλεσμα ήταν τόσο αριστοτεχνικό που οι μουσικοκριτικοί την ονόμασαν τραγουδίστρια της χρονιάς.
Από τις 1960, η Μίλβα διέγραψε λαμπρή καριέρα στο ιταλικό τραγούδι, βάζοντας την υπογραφή της στις μεγαλύτερες ιταλικές επιτυχίες των επόμενων δεκαετιών, μαζί με την Ορνέλα Βανόνι. Το 1962 έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο δίπλα στην Τζίνα Λολομπρίτζιτα στην κωμωδία «Ο έρωτας και η γυναίκα».
Ωστόσο, καθοριστική στιγμή στην καριέρα της ήταν, όταν ο Τζιόρτζιο Στρέλερ, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, την επέλεξε για να τραγουδήσει Μπρεχτ, στο θρυλικό του ανέβασμα της «Όπερας της πεντάρας», με τη νεαρή Μίλβα να ερμηνεύει και όχι απλά να τραγουδά πολιτικά τραγούδια.
Κάπως έτσι, η Μίλβα «αναγεννήθηκε» ως ερμηνεύτρια των τραγουδιών του Μπρεχτ και του Βάιλ, συνεχίζοντας της παράδοση της Γκιζέλα Μάι και της Λότε Λένια, ενώ η φήμη της εξαπλώθηκε διεθνώς τραγουδώντας την «Τζένη των Πειρατών» («Die Seeräuber-Jenny»).
Τα επόμενα χρόνια στράφηκε σε πιο απαιτητικά μουσικά έργα, ερμηνεύοντας τάνγκο, συνεργαζόμενη με τον ανανεωτή του αργεντίνικου τάγκο Άστορ Πιατσόλα, αλλά και με τον μύθο της παγκόσμιας κινηματογραφικής μουσικής, Ένιο Μορικόνε.

Συνολικά ηχογράφησε 173 δίσκους σε επτά διαφορετικές γλώσσες και έδωσε εκατοντάδες συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις σε όλο τον κόσμο, τολμώντας μάλιστα να τραγουδήσει, ήδη το 1965, τη Μασσαλιώτιδα, τον Εθνικό Ύμνο της Γαλλίας, που ελάχιστοι Γάλλοι ερμηνευτές επεδίωξαν να τραγουδήσουν.
Η Μίλβα έγινε ιδιαίτερα αγαπητή στην Ελλάδα, χάρη στις συνεργασίες της με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Θάνο Μικρούτσικο, τραγουδώντας δεκάδες επιτυχίες τους. Μάλιστα, καρπός της συνεργασίας της με τον Θεοδωράκη ήταν ο δίσκος «Von Tag zu Tag» («Από μέρα σε μέρα»), που περιελάμβανε κομμάτια του συνθέτη σε ποίηση Λειβαδίτη, Καμπανέλλη, Ελευθερίου. Το άλμπουμ έγινε ανάρπαστο στη Γερμανία, με τη Μίλβα να τραγουδά στα γερμανικά γνωστά και άγνωστα τραγούδια του Έλληνα συνθέτη, που την καθιέρωσαν στη Γερμανία και ως ερμηνεύτρια έντεχνου τραγουδιού.
Το 1994, επισφράγισε τη συνεργασία της με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο «Volpe d' amore», που περιέχει την πολυτραγουδισμένη στα ελληνικά «Θάλασσα», μια συνεργασία που την απογείωσε στα μάτια των Ελλήνων.

Στη μακροχρόνια μουσική της διαδρομή, η εκρηκτική Μίλβα συνεργάστηκε με ιερά τέρατα του θεάτρου, του κινηματογράφου και της μουσικής, καταφέρνοντας να διακριθεί σε πολλά μουσικά είδη, χάρη στο μοναδικό ταλέντο της.
Για την προσφορά της στις Τέχνες, έχει αναγνωριστεί επισήμως από την ιταλική, τη γερμανική και τη γαλλική Δημοκρατία, καθεμιά από τις οποίες της έχει απονείμει υψηλότατες τιμές. Μάλιστα, είναι η μοναδική Ιταλίδα καλλιτέχνης που υπήρξε ταυτόχρονα Ιππότης του Εθνικού Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, Διοικητής του Τάγματος της Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας, Αξιωματικός του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, και Αξιωματικός του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας.
Η ζωή της πλούσια, σχεδόν μυθιστορηματική, και πάντα αντάξια των τραγουδιών που ερμήνευσε. Η «Κόκκινη», όπως ήταν το προσωνύμιο της λόγω του εντυπωσιακού χρώματος των μαλλιών της και των πολιτικών της απόψεων, αποσύρθηκε το 2010 έχοντας κερδίσει το σεβασμό κριτικών και κοινού.
Η μελωδική της φωνή σίγησε στις 23 Απριλίου 2020, μετά από χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.