
Νίκος Ξυλούρης: Ο «Αρχάγγελος» της Κρήτης με το σπάνιο μέταλλο φωνής
- Παναγιώτα Απέργη - 26 Φεβρουαρίου 2024
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στα Ανώγεια της Κρήτης, στις 7 Ιουλίου του 1936 και καταγόταν από μια μεγάλη και παλιά οικογένεια που ανέδειξε πολλούς τραγουδιστές και λυράρηδες, αλλά και αγωνιστές και καπεταναίους.
Πολλοί απ’ τους συγγενείς του συμμετείχαν ενεργά στην αντίσταση του κρητικού λαού κατά των Γερμανών, με τον ίδιο να αντικρίζει τις βαρβαρότητες των κατακτητών σε ηλικία 5 ετών, όταν είδε το χωριό του να γίνεται στάχτη.

Το ταλέντο του, όμως, φάνηκε από την παιδική του ηλικία, καθώς πέρα από ψάλτης στην εκκλησία, άρχισε να παίζει λύρα και, με τη βοήθεια του δασκάλου του, κατάφερε να κάμψει την αντίσταση του πατέρα του, ο οποίος επιθυμούσε ο πρωτότοκος γιός του να σπουδάσει.
Αρχικά, μάθαινε μόνος του τραγούδια, γράφοντας παράλληλα μαντινάδες, ενώ αργότερα ξεκίνησε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια σε όλη την Κρήτη, για να βγάλει το ψωμί του, ενώ, όταν εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο, έπιασε δουλειά σε κέντρο διασκέδασης.
Παρά τις δυσκολίες της εποχής, η οποία πρόσταζε να ακούγεται η «ευρωπαϊκή μουσική», αλλά και τα «μαχαιρώματα» από φτασμένους λυράρηδες, με τη βοήθεια των φίλων που απέκτησε στο Ηράκλειο, πήρε μέρος σε γλέντια και το όνομά του έγινε σταδιακά γνωστό στο ευρύ κοινό. Σε μια από τις γιορτές που έπαιζε λύρα, γνώρισε και τη γυναίκα του, την Ουρανία Μελαμπιανάκη, η οποία προέρχονταν από ευκατάστατη οικογένεια.
Η ταξική τους διαφορά τους ανάγκασε να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, αποκτώντας δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ.
Ο «Ψαρονίκος», όπως ήταν το προσωνύμιο του, ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon», με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», με τη συλλογή να γίνεται αμέσως επιτυχία, βγάζοντάς τον από τις δύσκολες οικονομικές καταστάσεις, ενώ το 1966 εκπροσώπησε την Ελλάδα σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, κερδίζοντας, μάλιστα, το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα.

Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο «Ανυφαντού», ένα τραγούδι που «έσπασε» τα ταμεία, καταφέρνοντας τελικά να εξαπλώσει σε όλη την Ελλάδα την κρητική μουσική.
Με τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Αθήνα, άρχισε να εμφανίζεται σε κέντρα και μπουάτ της Πλάκας, ενώ ξεκίνησαν και οι συνεργασίες του με μεγάλους συνθέτες, όπως οι Γιάννης Μαρκόπουλος και Σταύρος Ξαρχάκος. Έτσι, το 1971 κυκλοφόρησε ο δίσκος - αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης, σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου, μουσική συλλογή για την οποία βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρος ως η αξιολογότερη ερμηνεία στον τομέα της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής.
Σταθμός στην καριέρα του ήταν αναμφίβολα η εμφάνισή του στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανέβασαν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, ένα «λαϊκό πανηγύρι», που έκλεινε «μέσα του πολλή ρωμιοσύνη και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ» μιλούσε «για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες […] και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. αυτά όμως θα ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά.»

Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν κι άλλες συνεργασίες, με τα τραγούδια του κατά τη διάρκεια της Χούντας να γίνονται σύμβολο αντίστασης και την αγέρωχη στάση του να τον φέρνει συχνά αντιμέτωπο με διωγμούς. Μάλιστα, τα τραγούδια του λογοκρίνονταν, ενώ οι συναυλίες, οι δίσκοι και οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εμφανίσεις του απαγορεύθηκαν. Παρά το ότι το δικτατορικό καθεστώς έκλεισε ακόμη και το μαγαζί που τραγουδούσε, ο Ξυλούρης δεν κάμφθηκε και τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, βρέθηκε στο πλευρό των «ελεύθερων πολιορκημένων», εμψυχώνοντάς τους με τα τραγούδια του.
Ο σπουδαίος λυράρης, που άφησε ανεξίτηλο του σημάδι του στην ελληνική μουσική, πέρασε στην αθανασία στις 8 Φεβρουαρίου 1980, σε ηλικία μόλις 44 ετών, μετά από μεγάλο αγώνα με όγκο στους πνεύμονες, μετάσταση στον εγκέφαλο και πολλαπλές εγχειρήσεις.
Όμως, όπως έλεγε και η μοναδική Τζένη Καρέζη, «ήταν σαν αρχάγγελος, και ίσως γι’ αυτό πέθανε τόσο νέος».
Ακούστε μερικά από τα τραγούδια του «Αρχαγγέλου» της Κρήτης