Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Ήταν 15 Αυγούστου του 1969 και η Αμερική βρισκόταν σε αναβρασμό λόγω της πολιτικής κατάστασης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του πολέμου του Βιετνάμ, όταν μισό εκατομμύριο άνθρωποι μαζεύτηκαν σε μια μικρή φάρμα γαλακτοκομικών έξω από τη Νέα Υόρκη, για να παρακολουθήσουν τη μεγαλύτερη συναυλία όλων των εποχών , που διήρκησε μέχρι τις πρωινές ώρες της 18ης Αυγούστου.
Η ιδέα για τη διοργάνωση ενός καλοκαιρινού τριήμερου «φεστιβάλ ειρήνης και μουσικής», ανήκε σε τέσσερις νεαρούς, οι οποίοι είχαν σχέση με τη μουσική και τη διοργάνωση συναυλιών και έψαχναν ευκαιρίες να επενδύσουν και να βγάλουν χρήματα.

Επέλεξαν ως τόπο του φεστιβάλ το Γούντστοκ, μια κωμόπολη-θέρετρο, το οποίο είχε μετατραπεί σε καλλιτεχνικό στέκι από τις αρχές του 20ου αιώνα. Μπομπ Ντίλαν, Τζάνις Τζόπλιν, Τζίμι Χέντριξ ήταν κάποιοι από τους μουσικούς, που περνούσαν μεγάλα διαστήματα εκεί για δημιουργία και αναψυχή.
Η άρνηση των αρχών να παραχωρήσουν άδεια για τη διοργάνωση, δεν τους αποθάρρυνε, γι’ αυτό και απευθύνθηκαν στη γειτονική πολιτεία του Μπέθελ και, αφού ξεπεράστηκαν τα αρχικά προβλήματα, το Φεστιβάλ του Γούντστοκ ξεκίνησε κανονικά το απόγευμα της 15ης Αυγούστου με τον Ρίτσι Χέιβενς να ανεβαίνει πρώτος στη σκηνή.
Το εισιτήριο και για τις τρεις ημέρες κόστιζε στην προπώληση 17 δολάρια και στο ταμείο 24 δολάρια. Οι διοργανωτές υπολόγιζαν το πολύ 50.000 κόσμο. Όμως αυτό που συνέβη ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη. Είχαν προλάβει να κόψουν γύρω στα 180.000 εισιτήρια, αλλά μη μπορώντας να διαχειριστούν το τόσο μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί, τελικά αποφάσισαν να ανοίξουν τις πόρτες, με το πλήθος στο χώρο της συναυλίας να αγγίζει τα 500.000 άτομα.

Η συνεχής ροή των ατόμων δημιούργησε ένα τεράστιο μποτιλιάρισμα από τη Νέα Υόρκη έως το Μπέθελ και πραγματικό χάος στην περιοχή, σε σημείο που οι πολιτειακές αρχές σκέφτηκαν προς στιγμήν να διακόψουν το φεστιβάλ, ενώ η κομητεία Σάλιβαν κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Οι αυτοκινητόδρομοι ήταν αδιαπέραστοι, καθώς χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν τα οχήματά τους, τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά, στην άκρη του δρόμου και συνέχισαν με τα πόδια μέχρι το χώρο των εκδηλώσεων.

Ένα άλλο μεγάλο επιπρόσθετο πρόβλημα που παρουσιάστηκε ήταν η βροχή που έπεσε κατά τη διάρκεια του τριημέρου και μετέτρεψε τον χώρο της συναυλίας σε βάλτο. Ούτε, όμως, αυτό το γεγονός στάθηκε ικανό να ματαιώσει το φεστιβάλ. Το κοινό παρέμεινε απτόητο και αμετακίνητο στη θέση του.
Στην τεράστια εξέδρα που στήθηκε για να τραγουδήσουν οι καλλιτέχνες, εμφανίστηκαν και συμμετείχαν μεγάλα ονόματα της ροκ και φολκ μουσικής όπως οι: Ravi Shankar, Joan Baez, Carlos Santana, Creedence Clearwater Revival, Janis Joplin, Kozmic Blues Band, Jefferson Airplane, Crosby, Stills, Nash and Young, The Who, Joe Cocker, Jimi Hendrix.
Μεγάλοι απόντες, παρότι προσκλήθηκαν να πάρουν μέρος, για διάφορους λόγους ήταν οι: Rolling Stones, Doors, Led Zeppelin, Beatles Frank Zappa, Bob Dylan, Simon & Garfunkel σπουδαίοι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής.

Το κόστος του Φεστιβάλ, το οποίο οι διοργανωτές είχαν προϋπολογίσει στα 500.000 δολάρια, ξεπέρασε τα 2,5 εκατομμύρια δολάρια. Υπερκαλύφθηκε από τις πωλήσεις του άλμπουμ της συναυλίας και από το βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ του Μαρκ Γουόντλι «Woodstock». Στο κινηματογραφικό συνεργείο συμμετείχε και ο νεαρός τότε Μάρτιν Σκορσέζε. Το ντοκιμαντέρ αποτύπωσε όχι μόνο τα μουσικά δρώμενα, αλλά και το πνεύμα της γενιάς του Γούντστοκ. Μεγάλωσε και διέδωσε το θρύλο του Γούντστοκ, που πιθανόν να είχε εξασθενήσει, αν δεν υπήρχε η ταινία να το κρατά ζωντανό. Επανακυκλοφόρησε τρεις φορές και απέφερε έσοδα 16,4 εκατ. δολάρια.
Το Φεστιβάλ, το οποίο άλλαξε τη ροκ μουσική όπως την γνώριζε, αποτέλεσε ορόσημο μιας ολόκληρης εποχής, αυτής των «παιδιών των λουλουδιών». Νέοι με περίεργα ρούχα, κολλητά τζην, μακριά μαλλιά, σκουλαρίκια, φαβορίτες, μπαντάνες στο κεφάλι, δερμάτινα γιλέκα, ξυπόλητες κοπέλες με ινδικά φορέματα, χαϊμαλιά στο στήθος, φορώντας κελεμπίες, που διακήρυτταν «μακριά από πολέμους, την αγάπη, την ειρήνη και τα ναρκωτικά» ως τη λύση σε όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Ήταν μια στιγμή που θα πυροδοτούσε μια πολιτιστική επανάσταση, που θα άλλαζε τους ίδιους αλλά και τη χώρα τους για πάντα.

Ήταν η εποχή της αμφισβήτησης, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της μαριχουάνας, του ροκ, του πολιτικού ριζοσπαστισμού. Πέρασε μισός αιώνας και εξακολουθούμε να μιλάμε για τη «γενιά του Γούντστοκ». Έχουν δημιουργηθεί δεκάδες ταινίες και γράφτηκαν βιβλία και τραγούδια για αυτό το μοναδικό υπαίθριο φεστιβάλ Ροκ μουσικής και τα παιδιά των λουλουδιών.

Το Woodstock ήταν μοναδικό γιατί ήταν ένα εγχείρημα που, παρά τις αποτυχίες του, πέτυχε και έμεινε στην ιστορία. Ίσως γι αυτό πέρασε στη σφαίρα του μύθου, με αποτέλεσμα να λατρεύεται τόσο από κάποιους που ήταν εκεί, και ακόμα περισσότερο από πολλούς περισσότερους που δεν ήταν εκεί.