Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Ο Μολιέρος, κατά κόσμον Ζαν Μπατίστ Ποκλέν, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 15 Ιανουαρίου 1622. Ήταν γιος ενός εμπόρου υφασμάτων, ο οποίος αρνήθηκε το αξίωμα του θαλαμηπόλου του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ’. Ο Μολιέρος φοίτησε σε ιησουιτικό κολλέγιο στο Παρίσι και μετέπειτα Νομική στο Πανεπιστήμιο της Ορλεάνης και, όταν επέστρψε, στο Παρίσι ως δικηγόρος πλέον, αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, γεγονός που δυσαρέστησε τον πατέρα του.
Η επαφή του με τον κόσμο της Commedia dell’ Arte τον οδήγησε να ακολουθήσει τη καριέρα του θεατρικού ηθοποιού, μια καριέρα αρκετά σκληρή, γιατί εκείνη την εποχή τους ηθοποιούς τούς έκριναν με καχυποψία και σκεπτικισμό. Σύντομα, ίδρυσε τον θίασο «Ένδοξο Θέατρο» και ξεκίνησε περιοδείες σε όλη τη Γαλλία, ενώ, όταν επέστρεψε στο Παρίσι, άρχισε να παρουσιάζει τις δημιουργίες του στη βασιλική σκηνή, κερδίζοντας την εκτίμηση του βασιλιά, αλλά και τη χρηματοδότηση όλων των επικείμενων παραστάσεων. Μεταξύ των νέων αποκτημάτων του ήταν και το δικό του θέατρο, δώρο του Βασιλιά, με τον Μολιέρο να μετονομάζει τον θίασό του σε «Θίασο του Βασιλιά», εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του για τη γενναιοδωρία του ηγέτη.
Στα θεατρικά του έργα ο Μολιέρος κατόρθωσε να αποτυπώσει την πραγματικότητα της Γαλλίας του 17ου αιώνα, ορμώμενος από τις συνήθειες της Αυλής, των παρισινών αστικών στρωμάτων, αλλά και τη ζωή των ανθρώπων της επαρχίας, με τις κωμωδίες του να προκαλούν σκάνδαλο στην παρισινή κοινωνία. Στα περισσότερα έργα του στάθηκε επικριτικός απέναντι στην υποκρισία, την κολακεία, τις ίντριγκες, την ψευτιά, τόσο του κλήρου όσο και των αριστοκρατών, γι' αυτό και έκανε, εκτός από φίλους, και πολλούς εχθρούς. Ποτέ δεν συμμορφώθηκε με τις κοινωνικές νόρμες της εποχής και σατίριζε τα τεκταινόμενα και ιδιαίτερα την αψεγάδιαστη εικόνα, την οποία ήθελαν να περνάνε οι ευγενείς προς τα έξω, παρόλο που μεγάλωσε μέσα σε μεγαλοαστικό περιβάλλον.

Τα έργα του, στα οποία περιγράφονται ζωηρά ανθρώπινοι τύποι χαρακτήρων και ηθών αποτέλεσαν για την εποχή μια αληθινή επανάσταση, καθώς μέσα από τις καρικατούρες του έθιγε τις αρχές της επιτήδευσης και της προσποίησης, τους κανόνες που επιβάλλει η φύση και την υπακοή σε αυτούς. Φυσικά, στόχος του Μολιέρου μέσα από τα παραδοσιακά στοιχεία της ιταλικής και γαλλικής κωμωδίας, με τις καρικατούρες των γιατρών, τους ξυλοδαρμούς, τα χαστούκια που δίνονται σε λάθος πρόσωπο, τις μεταμφιέσεις, ήταν να προσφέρει γέλιο στους θεατές όλων των κοινωνικών τάξεων.
Βασικοί χαρακτήρες στα έργα του είναι οι αστοί που μαϊμουδίζουν την αυλική μόδα, οι γέροι τσιγκούνηδες, οι υποχόνδριοι και ζηλιάρηδες, οι πονηροί και πολυμήχανοι υπηρέτες, ο «παληκαράς», ο παράσιτος, ο σχολαστικός, ο αφελής, ο πονηρός. Μερικά από τα γνωστότερα έργα του είναι τα:
Ένα από τα έργα του που προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων, τόσο από ευγενείς όσο και από τον κλήρο, ήταν ο «Ταρτούφος», του οποίου, μάλιστα, είχε απαγορευθεί για πέντε χρόνια το ανέβασμά. Φυσικά, κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Μολιέρος βίωσε αρκετές διώξεις και φυλακίσεις, αποθεώθηκε από τον λαό, αλλά κατηγορήθηκε και, τελικά, αφορίστηκε από τον Πάπα.
Άφησε την τελευταία του πνοή, στις 17 Φεβρουαρίου 1673, σε ηλικία 51 ετών, έχοντας προσβληθεί από φυματίωση. Ερμηνεύοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Αργκάν, κατά τη διάρκεια της τέταρτης παράστασης του έργου του «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» ένιωσε μεγάλη αδιαθεσία και κατέρρευσε επάνω στην σκηνή, αλλά, όταν μεταφέρθηκε στο σπίτι του, ήταν πλέον αργά. Θάφτηκε νύχτα μετά τη δύση του ηλίου, στο νεκροταφείο του Παρισιού, με την παρέμβαση του βασιλιά, και χωρίς θρησκευτική τελετή, επειδή οι ιερείς αρνήθηκαν να τον κηδεύσουν, καθώς δεν είχε λάβει τη θεία μετάληψη και δεν είχε αποκηρύξει την τέχνη του ηθοποιού.