Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Το διάσημο θεατρικό αποτελεί διασκευή του ραδιοφωνικού έργου Three Blind Mice (Τρία τυφλά ποντίκια) που έγραψε η Αγκάθα Κρίστι για τη βασιλική οικογένεια, το 1947.
Όταν ρώτησαν τη βασίλισσα Μαρία τι θα ήθελε ως δώρο για τα 80ά της γενέθλια, εκείνη ζήτησε μια νέα ιστορία από μια από την αγαπημένη της συγγραφέα, με το BBC να έρχεται σε επαφή με την Κρίστι για να γράψει ένα σύντομο ραδιοφωνικό έργο για τη βασίλισσα.
Η συγγραφέας ανταποκρίθηκε με χαρά στην πρόσκληση και δημιούργησε το Three Blind Mice, δωρίζοντας, μάλιστα, την αμοιβή της, ύψους εκατό γκινεών στο νοσοκομείο «Southport Infirmary» για την αγορά παιχνιδιών.
Όπως συνήθιζε να παίρνει ερεθίσματα από πραγματικά γεγονότα, έτσι και στην περίπτωση του ραδιοφωνικού μυστηρίου, η «βασίλισσα του εγκλήματος» εμπνεύστηκε από μια είδηση του 1945 σχετικά με δύο αδέρφια που κακοποιήθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια, με αποτέλεσμα ο ένας από τους δύο να πεθάνει.
Ένα χρόνο μετά την πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση στο BBC, η Αγκάθα Κρίστι προσάρμοσε το έργο διάρκειας 30 λεπτών σε μια σύντομη ιστορία, που δημοσιεύτηκε τον Μάιο στο περιοδικό «Cosmopolitan» και αργότερα στη συλλογή Three Blind Mice and Other Stories. Με επιμονή της συγγραφέως, η εκδοχή του διηγήματος δεν δημοσιεύτηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς πίστευε ότι δεν θα έπρεπε να έρχεται σε σύγκρουση το διήγημα με τη θεατρική προσαρμογή του 1952, που μετονομάστηκε πλέον σε Ποντικοπαγίδα.

Το όνομα προέρχεται από έναν στίχο από το θεατρικό έργο που στήνει ο Άμλετ στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ, για να αποκαλύψει την ενοχή της μητέρας και του πατριού του, στήνοντας ένα θέατρο μέσα στο θέατρο και υιοθετώντας μια αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, προκειμένου να μπερδέψει τους ενόχους και να φέρει στο φως την αλήθεια.
Η Ποντικοπαγίδα ανέβηκε για πρώτη φορά σε παγκόσμια πρεμιέρα στις 6 Οκτωβρίου 1952 στο Βασιλικό Θέατρο του Νότιγχαμ και, λίγες μέρες αργότερα, στο New Ambassadors Theatre, όπου παιζόταν ανελλιπώς μέχρι το 1974. Τότε, η παράσταση που συγκέντρωνε χιλιάδες θεατές, μεταφέρθηκε στο μεγαλύτερο «St Martin's Theatre», όπου συνεχίζει να προβάλλεται μέχρι σήμερα, με μόνη διακοπή το 2020 εξ αιτίας του κορωνοϊού.
Στην πρώτη διανομή του έργου, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους είχαν ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο και η Σίλα Σιμ, με τον ηθοποιό Ντέιβιντ Ράβεν να μπαίνει στο βιβλίο ρεκόρ Γκίνες ως ο «πιο ανθεκτικός ηθοποιός», έχοντας υποδυθεί τον Ταγματάρχη Μέτκαλφ για 4.575 παραστάσεις.
Η «Ποντικοπαγίδα» έχει παιχτεί σε όλο τον κόσμο με τεράστια επιτυχία κι έχει μεταφραστεί σε 50 γλώσσες. Στην Ελλάδα πρωτοπαίχτηκε από τον θίασο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στις αρχές του 1963, αρχικά στην επαρχία και αργότερα στον Πειραιά και την Αθήνα.
Η μυστικοπάθεια που κάλυπτε το έργο ήταν τέτοια, που, στο τέλος κάθε παράστασης, οι ηθοποιοί ζητούσαν από τους θεατές να μην αποκαλύψουν την ταυτότητα του δολοφόνου σε όσους δεν το είχαν δει, λέγοντας: «Τώρα που έχετε δει την Ποντικοπαγίδα είστε συνεργοί μας και σας ζητάμε να κρατήσετε το μυστικό κρυμμένο και κλειδωμένο στις καρδιές σας»

Λίγα λόγια για το έργο
Εξαιτίας μιας έντονης χιονοθύελλας, οκτώ άνθρωποι παγιδεύονται σε μια απομονωμένη πανσιόν, με έναν φόνο να στοιχειώνει αυτή την «τυχαία» συγκέντρωση. Όλοι είναι ύποπτοι, καθώς κρύβουν κάποιο μυστικό, αλλά σύντομα έρχονται αντιμέτωποι με σκληρές αλήθειες και επικίνδυνα ψέματα, τα οποία τους αναγκάζουν να αποκαλύψουν το παρελθόν τους.
Ποιος είναι ο δολοφόνος που σκοτώνει στο ρυθμό των Τριών Τυφλών Ποντικών, ψάχνοντας εκδίκηση;
Η «βασίλισσα του εγκλήματος» δημιουργεί μια ατμόσφαιρα ανατριχιαστικής αγωνίας, δίνοντας στους θεατές έναν καλό λόγο για να κατηγορήσουν όλους τους χαρακτήρες, πέφτοντας κι αυτοί στην… «ποντικοπαγίδα».