Πηγή Φωτογραφιών: Pexels και Google Images
Ο Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στην κωμόπολη Φουέντε Βακέρος της Ανδαλουσίας, καταγόμενος από μια οικογένεια που έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στις τέχνες και στη μουσική, με τον μεγαλοαγρότη πατέρα του και τη δασκάλα μητέρα του να παίζουν κιθάρα και πιάνο για τα τέσσερα παιδιά τους.
«Έρημοι είναι όλοι οι δρόμοι,
μόνο εκεί του βάθου νιώθεις
τις καρδιές των Ανδαλούζων
που παλιά ζητάνε αγκάθια». - από το ποίημα «Χορός»
Το 1908, η οικογένεια μετακόμισε στη Γρανάδα, όπου ο Λόρκα παρακολούθησε μαθήματα σε σχολείο Ιησουιτών και μετά από προτροπή του πατέρα του γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της πόλης, την οποία, ωστόσο, δεν τέλειωσε παρά μια δεκαετία αργότερα, εξ αιτίας της ενασχόλησής του με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη μουσική.

«Σαβανωμένο είναι το φως ανάμεσ’ από αλυσίδες και θορύβους
στην καταφρόνια την αδιάντροπη μιας επιστήμης δίχως ρίζες.
Άνθρωποι ανύπνωτοι τρικλίζουν στα προάστια
σα να γλίτωσαν από κάποιο ναυάγιο αίματος». - από το ποίημα «Η αυγή»
Σε ηλικία 20 ετών, ο Λόρκα εγκαταστάθηκε στη «Φοιτητική Κατοικία» του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, μια περιοχή που ήταν κοιτίδα πολιτισμού για την Ισπανία, όπου και συνδέθηκε φιλικά με σημαντικούς καλλιτέχνες και συγγραφείς της εποχής του, όπως ο Σαλβαδόρ Νταλί, ο Λουίς Μπουνιουέλ και ο Ραφαέλ Αλμπέρτι.
Η διάδοση της φήμης και η δημοτικότητα της ποίησής του δεν άργησε να γίνει ορατή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά ο ίδιος αρνιόταν πεισματικά να δημοσιεύει τα έργα του, καθώς θεωρούσε πως «η ποίηση δημιουργείται για ν’ απαγγέλλεται, γιατί σ’ ένα βιβλίο είναι νεκρή».
Μετά από ένα σύντομο διάστημα που έζησε στη Νέα Υόρκη, μια εποχή που επέδρασε αρκετά αρνητικά στον ψυχισμό του, επέστρεψε στην Ισπανία, συνεχίζοντας, αδιάκοπα, να ασχολείται με τη συγγραφή ποιημάτων, θεατρικών και ιστοριών για κουκλοθέατρο.
Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, ο Λόρκα άρχισε να ασχολείται αποκλειστικά με το θέατρο, σχηματίζοντας τον περιοδεύοντα θίασο «La Baracca». O θίασος για τρία χρόνια περιόδευε στις πλατείες των χωριών και οι κάτοικοι της υπαίθρου άρχισαν να γνωρίσουν τον Θερβάντες και τον Καλντερόν, μέσα από τις παραστάσεις που ο Λόρκα σκηνοθετούσε και «έντυνε» με σκηνικά και ρούχα.

«Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα δυο σκούρα περιστέρια
Το ένα ήταν ο ήλιος
το άλλο ήταν η σελήνη.
Γειτονόπουλα, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Κι εγώ, κι εγώ που προχωρούσα,
με τη γη στο ζωνάρι μου,
είδα δύο αετούς χιονάτους
και μια ολόγυμνη κοπέλα.
Ο ένας ήταν ο άλλος
και η κοπέλα δεν ήταν καμιά.
Αετουδάκια μου, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ’ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα τα δυο περιστέρια γυμνά.
Το ένα ήταν το άλλο
και τα δυο δεν ήτανε κανένα». - «Τραγούδι των σκούρων περιστεριών
Το 1933 ήταν μια χρονιά σταθμός για τη συγγραφική του αξία, καθώς άρχισε να παρουσιάζει στο κοινό τα τρία σπουδαιότερα και δημοφιλέστερα θεατρικά έργα του, την τριλογία της «ισπανικής υπαίθρου», όπως συχνά αποκαλείται. Αυτά ήταν, ο « Ματωμένος Γάμος,» η «Γέρμα» και το «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα».
Το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου βρήκε τον Λόρκα στην ακμή της θεατρικής του παραγωγής, αλλά πολύ σύντομα αναγκάστηκε να αναχωρήσει για τη Γρανάδα με σκοπό να αποχαιρετίσει τον πατέρα του. Φτάνοντας εκεί, τόσο Λόρκα όσο και ο κουνιάδος του, σοσιαλιστής δήμαρχος της Γρανάδας, συνελήφθησαν, με τον Ισπανό λογοτέχνη να δολοφονείται από παραστρατιωτικούς της C.E.D.A. στα περίχωρα του Βιθνάρ, κοντά στη Γρανάδα.
Διαβάστε για την κάλυψη του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου από τον Τύπο της εποχής, κάνοντας κλικ εδώ
Κανείς δε σε γνωρίζει. Όχι. Κανείς. Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.
Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου. - από το ποίημα «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας»

Μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του είναι: